"Ευρισκόμενο στο βορειοανατολικό άκρο της Θεσσαλονίκης, το
Επταπύργιο αποτελεί ένα σύμπλεγμα διαφορετικών κατασκευαστικών φάσεων από την
πρώιμη βυζαντινή μέχρι την ύστερη οθωμανική, με τελική φάση την προσθήκη των
κτιρίων των φυλακών.
Η ονομασία «Επταπύργιο» οφείλεται από τους επτά πύργους
που κοσμούν τα τείχη της πόλης –χωρίς να υπολογίζονται τα μεσοπύργια— και
αποδίδεται στην οθωμανική περίοδο με μια διάθεση σύγκρισης με το ομώνυμο
οχυρωματικό περίβολο της Κωνσταντινούπολης, που ιδρύθηκε κατά το 1457-1458 από
τον Μεχμέτ Β’ τον Πορθητή, ως ακρόπολη για τη φύλαξη του κρατικού θησαυροφυλακίου.
Παρόλες όμως τις ονοματολογικές συγκλίσεις, το φρούριο της Θεσσαλονίκης έχει
δέκα πύργους, ενώ «…έχει ξεκάθαρα κατασκευαστεί με βάση τις αρχές της
παραδοσιακής αμυντικής πρακτικής της βυζαντινής περιόδου, σε αντίθεση με το Yedi Kule [της
Κωνσταντινούπολης], που εξυπηρετεί τη χρήση των πυροβόλων όπλων διαθέτοντας
ισχυρούς προμαχώνες» (Τριχιά, 2017, σ. 48). Οι Οθωμανοί διατήρησαν την ίδια
ονομασία ως Yedi Kule χρησιμοποιώντας το ως έδρα της διοίκησης, ως φρουραρχείο
και ως στρατώνα.
Το Επταπύργιο είναι ένα από τα ελάχιστα βυζαντινά
φρουριακά σύνολα που διατηρούνται σε καλή κατάσταση σε όλη την Ελλάδα.
«Πρόκειται για ένα κλειστό, μη κανονικό πολύγωνο, που αποτελείται από 10
πύργους και τα μεταξύ τους μεσοπύργια διαστήματα. Οι πύργοι είναι ορθογώνιοι
και τριγωνικοί (πρόβολοι) και ορισμένοι από αυτούς έχουν προσπελάσιμο το
εσωτερικό τους, που αποτελείται από δύο έως τρεις ορόφους. Τα μεσοπύργια
διαστήματα απαρτίζονται από το τείχος με τις επάλξεις και τον περίδρομο, που
εξυπηρετούσε την επικοινωνία ανάμεσα στους πύργους» (Κονιόρδος, κ.ά., 1992, σ.
400). Είναι η απόληξη στη βόρεια πλευρά της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης, η οποία
διατηρεί «…ακανόνιστη τραπεζιόσχημη κάτοψη και περικλείει συνολικά μια έκταση
15 εκταρίων… ενισχυμένη με τριγωνικούς και ορθογώνιους πύργους» (Τριχιά, 2017,
σ. 40). Αρχιτεκτονικά το Επταπύργιο περικλείει μια έκταση περίπου στα 6.000
τ.μ..
Όταν έχασε την αμυντική του αξία
Η χρήση του πυροβόλου όπλου ως βασικού αμυντικού όπλου
μεταβάλουν την οχύρωση της Θεσσαλονίκης ήδη από τον 17ο αιώνα, με αποτέλεσμα το
Επταπύργιο, και η ακρόπολη εν γένει, να χάσει την αμυντική του αξία από τα τέλη
του 18ου αιώνα, καθώς δεν ανταποκρίθηκε στις νέες αυτές αμυντικές συνθήκες και
σταδιακά εγκαταλείπεται. Ταυτόχρονα, χάνει επιπλέον την αίγλη ως έδρα διοίκησης
του Οθωμανού Διοικητή, η οποία μεταφέρεται στο Κονάκι, στο κέντρο της πόλης,
οπότε κατά τη δεκαετία του 1890 το Επταπύργιο μετατρέπεται στη βασική φυλακή
της Θεσσαλονίκης. Υπολογίζεται ότι η κατασκευή του συγκροτήματος των φυλακών
ξεκίνησε στη δεκαετία του 1890, αφού στο τμήμα του χάρτη του Κέντρου
Αρχιτεκτονικής του Δήμου Θεσσαλονίκης χρονολογούμενος το 1899 αποτυπώνεται
χαρτογραφικά το συγκρότημα των φυλακών για πρώτη φορά.
Μετά το 1912, το Γεντί Κουλέ πέρασε στην κυριότητα του
ελληνικού κράτους συνεχίζοντας τη λειτουργία των φυλακών και συνεχίστηκαν οι
κτιριακές παρεμβάσεις με προσθήκες χώρων ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε
περιόδου. Το εσωτερικό των φυλακών είναι δαιδαλώδες με την εσωτερική αυλή να
είναι χωρισμένη με φράχτες στα διάφορα τμήματα, ενώ οι στρατιωτικές φυλακές
διέθεταν διαφορετική είσοδο από τις πολιτικές φυλακές. Στην κεντρική είσοδο
υπάρχουν τα κτίσματα του ιατρείου και της διοίκησης, ενώ στο βάθος του κεντρικού
διαδρόμου βρισκόταν η απομόνωση. Σήμερα, 30 χρόνια μετά το κλείσιμο των φυλακών
έχουν διατηρηθεί κατά κύριο λόγο τα κτίσματα του νοτίου σκέλους, τα οποία
κρίθηκαν τελικά διατηρητέα κατά την δεκαετία του 1990 μετά από διαμάχη του
Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, εφεξής ΚΑΣ, και των τοπικών φορέων.
Με απόφασή του το ΚΑΣ στις 12 Ιουλίου 1996 πρότεινε την
κατεδάφιση όλων των κτηρίων των φυλακών, πλην της απομόνωσης, με σκοπό να
αναδειχθεί η βυζαντινή φύση του μνημείου. Η απομόνωση θεωρήθηκε ότι θα έπρεπε
να διατηρηθεί ως χώρος μνήμης για τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι
φυλακισμένοι. Παράλληλα, θα διατηρούνταν οι γυναικείες φυλακές, το εκκλησάκι
και τα παλιά κελιά.
Η απόφαση αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων τόσο από τους
αρχαιολόγους όσο και από την 9η Εφορεία Βυζαντινών Μνημείων εκείνη την εποχή,
καθώς θεωρήθηκε προσπάθεια «εξαγνισμού»
ενός μνημείου που συνδέθηκε στη συλλογική μνήμη περισσότερο με τις φυλακές παρά
με το βυζαντινό αμυντικό κτίσμα. Η ίδια η 9η Εφορεία Βυζαντινών Μνημείων
υποστήριζε τη διατήρηση όλων των κτηρίων, κι όχι μόνο του κτηρίου της
απομόνωσης, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωντανής ιστορίας του μνημείου
ανεξάρτητα της καθαρής αρχιτεκτονικής τους αξίας. Εμπεριέχουν οι χώροι αυτοί το
κομμάτι της μοναδικότητας, καθώς αφενός συνδέθηκαν με το μνημείο και αφετέρου
«…δύσκολα μπορεί να τους ξανασυναντήσει κάποιος έστω και σε άλλες φυλακές»
(Κορδομενίδης, 1996, σ. 133).
Στο συγκρότημα του Επταπυργίου μπορεί να συνυπάρχει αυτή η κρυμμένη αντιφατική και διφορούμενη συγκυρία, με απτό και φανερό τρόπο. Και ίσως αυτή η δυνατότητα εναλλαγής, ελευθερίας - εγκλεισμού, είναι ένα από τα στοιχεία που έχουν καταστήσει το βυζαντινό φρούριο και τις φυλακές ενιαίο δυναμικό σύνολο, με σύγχρονη σημασία. Η διατήρηση και συνέχεια μιας τέτοιου τύπου διαλεκτικής σχέσης απαιτεί τη συνύπαρξη του βυζαντινού φρουρίου και των φυλακών και αυτή μπορεί να υλοποιηθεί με την αναμφισβήτητη διατήρηση του συνόλου του βυζαντινού φρουριακού συγκροτήματος, αλλά και του συγκροτήματος των φυλακών. Το Επταπύργιο - Γεντί Κουλέ είναι δυνατό να διεκδικήσει μια άλλη συνέχεια στον πολιτισμό της πόλης. Μια συνέχεια που αποσκοπεί να θέσει τη σχέση της πόλης με το βυζαντινό φρούριο και τις φυλακές σε διαδικασίες κάθαρσης - με την αρχαιολογική σημασία της λέξης - και όχι σε διαδικασίες εξαγνισμού για τη μέχρι τώρα ένοχη σιωπή της.
Η απόφαση του ΚΑΣ βασίστηκε στην αιτιολογία «…πώς ἡ ἀρχαιολογική
ἀξία εἳναι μηδαμινή, οἱ ἰστορικές ἀξίες μονοσήμαντες, οἱ κατασκευές εὐτελέστατες,
οἱ συναισθηματικές ἀξίες σεβαστές ἀλλά λίγοι τίς συμμερίζονται, καί τό γόητρο τῶν
φυλακῶν τοπικό» (Κορδομενίδης, 1996, σ. 133) αγνοώντας τις τοποθετήσεις της 9ης
Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης για τη διατήρηση του συνόλου ή μέρους των νεοτέρων
κτισμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση του ΚΑΣ:
…ἐπιχειρεῖ νά «τακτοποιήσει» ἐκ τῶν ὐστέρων τήν ἱστορία
καί νά ἐκριζώσει, μέ καθαρολογική συνείδηση νεοπροσήλυτου, κάθε στοιχεῖο πού
κατά την τρέχουσα ἀρχαιολογική ἀντίληψη σπιλώνει μέ τά «περιθωριακά» του
χαρακτηριστικά τον αὐθεντικά βυζαντινό χαρακτήρα του μνημείου. Οἱ φυλακές τοῦ
Γεντί Κουλέ πρέπει νά «ξυριστοῦν», ώστε νά μήν μείνει ἐκεῖ κανένα ἴχνος ἐνός
τόπου μαρτυρίου πατριωτῶν (ἀπό τήν τουρκοκρατία και τον μακεδονικό ἀγώνα ὤς τόν
ἐμφύλιο καί τή χούντα) καί παραβατῶν τοῦ ποινικού δικαίου. (Κορδομενίδης, 1996,
σ. 134).
Γεντί Κουλέ: η κεντρική φυλακή της Θεσσαλονίκης
Διηγήματα, ποιήματα, ρεμπέτικα, μαρτυρίες, ιστορίες είναι
αποκυήματα των εμπειριών και των εξιστορήσεων μιας από τις θρυλικότερες φυλακές
στην Ελλάδα, του φημισμένου Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης. Επταπύργιο ή Γεντί
Κουλέ, γνωστή κι ως «αποθήκη ψυχών», «κολαστήριο», «υγρός τάφος», «υγρή
φυλακή», υπήρξε η κεντρική φυλακή της Θεσσαλονίκης για εκατό χρόνια
διαπερνώντας όλη την ιστορία ποινικής καταστολής της πόλης από τα τέλη του 19ου
έως τα τέλη του 20ου αιώνα.
Σε μια εμβληματική θέση εντός της Ακρόπολης της
Θεσσαλονίκης υπήρξε μια από τις σκληρότερες ελληνικές φυλακές, όπου
φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν χιλιάδες πολίτες, υπόδικοι, κατάδικοι και
πολιτικοί κρατούμενοι, άνδρες και γυναίκες, ενήλικες και ανήλικοι επισκιάζοντας
σε μεγάλο βαθμό την υπόστασή του ως ενός από τα σπουδαιότερα μνημεία
οχυρωματικής τέχνης της βυζαντινής κληρονομιάς παγκοσμίως. Ιδιαίτερα στα χρόνια
της γερμανικής Κατοχής, τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και στην Χούντα η
διαχείριση των πολιτικών κρατουμένων υπήρξε σκληρότατη, ενώ οι συνθήκες
κράτησης υπήρξαν άθλιες σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας της φυλακής.
Ήδη από τη δεκαετία του 1970, κι ενώ οι φυλακές
λειτουργούσαν, ξεκίνησαν διάφορες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του
μνημείου από την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κυρίως εξαιτίας ζημιών που
προκλήθηκαν από το σεισμό του 1978. Στα τεύχη του περιοδικού «Αρχαιολογικόν
Δελτίον» αποτυπώνονται όλες οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης που έγιναν
σε διάφορες φάσεις.
Μετά την αποχώρηση των φυλακισμένων, ξεκίνησαν οι
εργασίες στα νεότερα οικήματα των φυλακών. Για παράδειγμα, το 1997 ξεκίνησε η
ανακατασκευή των στεγών των νεότερων κτιρίων, η αποκατάσταση των πρώην
Στρατιωτικών Φυλακών (Κονιόρδος, κ.ά., 1997, σ. 681), ενώ το 1998 ολοκληρώθηκε
η αποτύπωση των νεότερων κτισμάτων και οι τεχνικές εκθέσεις και τα σχέδια για
το κτίριο των γυναικείων φυλακών και εργασίες συντήρησης στα κτίρια διοίκησης
και τους κοιτώνες
Το Γεντί Κουλέ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η επιλογή του Επταπυργίου ως χώρος για την κεντρική
φυλακή της πόλης ήταν στο πλαίσιο μιας συνήθους πρακτικής για την οθωμανική
διοίκηση, καθώς στις περισσότερες πόλεις τα σωφρονιστικά καταστήματα βρισκόταν
σε φρούρια, πύργους και οπλοστάσια, γιατί δεν υπήρχαν κατάλληλα κτίρια φυλακών.
Για να ανταποκριθεί στο νέο του ρόλο, το βυζαντινό φρούριο δέχεται μια σειρά
επισκευών, προσθηκών και ανακατασκευών. Σε έγγραφο που φυλάσσεται στα αρχεία
της Κωνσταντινούπολης και χρονολογείται 8 Μαΐου 1310, δηλαδή 20 Μαΐου 1894 κατά
το χριστιανικό έτος, απονέμεται στον Osman Hamdi Efendi, Διευθυντή της φυλακής της Θεσσαλονίκης, ο πέμπτος και
υψηλότερος βαθμός του Τάγματος Mecidiye Nişanı για τις υπηρεσίες του κατά την κατασκευή των φυλακών
του Γεντί Κουλέ. Άρα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 η οθωμανική
διοίκηση είχε προχωρήσει στην ανακατασκευή και προσαρμογή του Επταπυργίου σε
χώρο φυλακών. Έτσι: προσαρτώνται σε αυτό κτίσματα, όπως θάλαμοι κρατουμένων και
κτίρια διοίκησης, ενώ παράλληλα φράσσονται οι δίοδοι. Ο χώρος των φυλακών στο
φρούριο διαμορφώθηκε με τη διαίρεση του εσωτερικού σε πέντε αυλές με ακτινωτές
μάντρες, που συγκλίνουν σε κεντρικό φυλάκιο-παρατηρητήριο. Στις τρεις από αυτές
τις αυλές αντιστοιχεί από ένας διώροφος θάλαμος κρατουμένων και ένα φυλάκιο.
Στις υπολειπόμενες δύο αυλές βρίσκονται η εκκλησία των φυλακών και διάφορες
βοηθητικές κατασκευές… Μεταξύ της νότιας πλευράς του φρουρίου και του
προτειχίσματος του ιδρύθηκαν τα κτίρια της διοίκησης, άλλοι βοηθητικοί χώροι,
οι γυναικείες φυλακές ανατολικά και το κτίριο της απομόνωσης δυτικά. Επιπλέον
στα κτίρια, που βρίσκονται στη βορειοδυτική γωνία του φρουρίου στεγάζονταν οι
στρατιωτικές φυλακές. Κατά μήκος του περιδρόμου υπήρχαν επιπλέον φυλάκια
επιτήρησης. (Τριχιά, 2017, σσ. 87-88).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το φύλλο της εφημερίδας Journal de Salonique της 6ης
Φεβρουαρίου 1896, 37 κρατούμενοι των κεντρικών φυλακών της πόλης, οι οποίοι
είχαν εκτίσει τα 2/3 της ποινής τους συμμετείχαν στον εορτασμό της γέννησης του
Σουλτάνου. Δεν προσδιορίζεται όμως αν είναι οι φυλακές του Γεντί Κουλέ ή αυτές
στο Κονάκι. Αντίθετα, στο φύλλο της 7ης Ιανουαρίου 1897 αναφέρεται ότι ο
Διευθυντής των κεντρικών φυλακών Γεντί Κουλέ, Ιμπραήμ Εφέντη, από το διορισμό
του και μετά προσέφερε πάρα πολλά βάσει των διοικητικών του ικανοτήτων, οι
οποίες εγγυούνται την τάξη, την καθαριότητα και την πειθαρχία που επικρατούν
τόσο στο νοσοκομείο όσο και σε όλους τους χώρους των φυλακών. Οπότε, κάποια
χρονική στιγμή ανάμεσα στον Φεβρουάριο του 1896 και τον Ιανουάριο του 1897 το
Γεντί Κουλέ μετατράπηκε σε φυλακές, χωρίς βέβαια να είναι ξεκάθαρο αν ήταν οι
μοναδικές φυλακές ή παράλληλα λειτουργούσαν και οι εντός της πόλης φυλακές.
Παράλληλα, σε διάφορα φύλλα της εφημερίδας Journal de Salonique γίνεται
αναφορά στην κεντρική φυλακή της Θεσσαλονίκης χωρίς να διευκρινίζεται αν
πρόκειται για τις φυλακές στο Γεντί Κουλέ ή για αυτές στο Κονάκι. Για
παράδειγμα, στο φύλλο 817 της 28ης Ιανουαρίου 1904 που δημοσιεύεται η επίσκεψη
του Γενικού Επιθεωρητή Hussein Hilmi Paşa στην κεντρική φυλακή της πόλης, η οποία ταυτίζεται με
αυτή που στεγαζόταν στο Κονάκι, ενώ ήδη λειτουργούσε πέντε (5) χρόνια το Γεντί
Κουλέ. Αντίθετα, σε δημοσίευμα της 24ης Απριλίου 1905 αναφέρεται ότι ο υποπρόξενος της Σερβίας
επισκέφτηκε τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως κεντρική
φυλακή της Θεσσαλονίκης, και έμεινε ευχαριστημένος από την άψογη καθαριότητα.
Οι επικρατούσες συνθήκες επι Οθωμανικής κυριαρχίας στις
φυλακές εν γένει, και στο Γεντί Κουλέ συγκεκριμένα, ήταν αποκαρδιωτικές, οι
οποίες συνεχίστηκαν και μετά το 1912 επί Ελληνικής Διοικήσεως.
Το Γεντί Κουλέ στην Ελληνική Διοίκηση
Με την εγκατάσταση της ελληνικής διοίκησης στις Νέες
Χώρες, η φυλακή του Γεντί Κουλέ συνεχίζει τη λειτουργία της υπό τις ίδιες
συνθήκες με αυτές της οθωμανικής διοίκησης. Οι χώροι παραμένουν ενιαίοι, δεν
πραγματοποιείται διαχωρισμός κρατουμένων, τα συσσίτια είναι πενιχρά, οι
συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης άθλιες. Επιπλέον, χτίζονται κάποιοι επιπλέον
βοηθητικοί χώροι κατά μήκος των δύο πλευρών των τειχών, ώστε να είναι πιο
λειτουργικό, ενώ η αυλή χωρίστηκε με φράχτες σε πέντε χωριστά κομμάτια στο
κέντρο των οποίων βρισκόταν το κεντρικό παρατηρητήριο. Η διοίκηση στεγαζόταν
στα εξωτερικά κτίρια στη νότια πλευρά του κάστρου, ενώ στα δυτικά τα κελιά
απομόνωσης. «Διώροφα μουντά, κεραμοσκεπή κτίρια. Θάλαμοι, κελιά ανήλια, που σου
κλέβουν, και δεν είναι υπερβολή, ακόμη και το φως. Το μάτι σου, όσο και αν
σηκωθεί ψηλά, δε βλέπει ουρανό» (Νίγδελης, 2002, σ. 22).
Ο σωφρονισμός εξισώνεται με την ταπείνωση, τον πόνο, την
καταρράκωση του σώματος, της ψυχής, του πνεύματος και της αξιοπρέπειας των
κρατουμένων. Ο εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας πήρε πολλαπλές μορφές
όπως το ρουφιάνεμα, η αποκτήνωση από το συγχρωτισμό διαφορετικών τύπων
κακοποιών από δολοφόνους και παιδεραστές μέχρι μικροαπατεώνες και ανήλικους, η
χυδαιοποίηση της επικοινωνίας, ο εξευτελισμός, οι σωματικές τιμωρίες, οι
βιασμοί από τους φύλακες σε καθημερινή βάση.
Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε πολιτικός κρατούμενος στο Γεντί Κουλέ τα χρόνια της Χούντας και στην μαρτυρία του μιλάει για «…συνθήκες πρωτόγονες και που προσβάλλουν κάθε έννοια ανθρωπισμού και πολιτισμού» και τονίζει την ιδιότητα του Γεντί Κουλέ ως «πειθαρχική» φυλακή, δηλαδή χρησιμοποιούταν για πειθαρχικές μεταγωγές κρατουμένων από άλλες φυλακές, καθώς θεωρούταν, μαζί με τις φυλακές της Κέρκυρας, από τις σκληρότερες φυλακές της Ελλάδας. Περιγράφει ότι τα Χριστούγεννα του 1968 ή 1970 οι κρατούμενοι παρέδωσαν κρυφά στον παπά, που είχε επισκεφτεί τη φυλακή για να εξομολογήσει τους κρατούμενους, ένα σημείωμα στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το σημείωμα δημοσιεύτηκε στο διεθνή τύπο, με αποτέλεσμα να υπάρξουν βαριές κυρώσεις από τη διεύθυνση της φυλακής στους εμπλεκόμενους κρατούμενους με απομόνωση, στέρηση επισκεπτηρίου, σωματικές ποινές κ.ο.κ.
Μέσα στις δεκαετίες λειτουργίας της, η φυλακή του Γεντί
Κουλέ αποδείχτηκε το μεγαλείο σχολείο για τους επίδοξους εγκληματίες και άντρο
της απανταχού ανομίας. Δωροδοκίες, τραμπουκισμοί, σεξουαλική εκμετάλλευση,
λαθρεμπόριο, τζόγος, εκβιασμοί, παράνομη εισαγωγή, διακίνηση και χρήση
ναρκωτικών ήταν από τις συνήθεις παρανομίες που επιτελούνταν στο Γεντί Κουλέ σε
όλη τη διάρκεια λειτουργίας του από την ίδρυση μέχρι το κλείσιμό του.
Τελικά μετά από περισσότερο από έναν αιώνα που το Γεντί
Κουλέ είχε συνδεθεί ως η μαύρη σελίδα της ιστορίας και της μνήμης της
Θεσσαλονίκης, υπάρχει μια συστηματική προσπάθεια τόσο από την Εφορεία
Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης όσο και από την αυτοδιοίκηση για ανάδειξη του ως
μνημείου και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης ως παρακαταθήκη προς τις
επόμενες γενεές.
Βιβλιογραφία
- Devlet Arşivleri Başkanlığı,
Κωνσταντινούπολη A. MKT.DV.184
2 H-16-08-1277.
-Alterthess
(2013, Νοέμβριος 15). Ο Τρ. Μηταφίδης μας ξεναγεί στις φυλακές του Γεντί Κουλέ
[Video file].
Ανακτήθηκε από https://www.youtube.com/watch?v=d9-KLJ-Dq9Q.
-Γεντί
Κουλέ (1996, Αύγουστος 04). Ριζοσπάστης. Ανακτήθηκε από https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3668840.
-
Δήμου, Β. (1995). Η πολιτική θεωρία του Δημητρίου Χωματινού. (Αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή). Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα.
- Foucault, M.
(1989). Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής. (Κ. Χατζηδήμου & Ι.
Ράλλη, Μετ.) Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα.
-
Journal de Salonique: Publication bi-hebdomadaire, politique, commercial et
littéraire. (1895-1910). Ανακτήθηκε από https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/cb32798884q/date.r=.
-Κονιόρδος,
Β., Χατζηαντωνίου, Χ., Ωραιόπουλος, Φ., και Σαραφιανού, Ε. (1992). Φρούριο
Επταπυργίου. Αρχαιολογικόν Δελτίον, 47, 400-402.
-Κονιόρδος,
Β., Ρεβυθιάδου, Φ., και Σαραφιανού, Ε. (1997). Φρούριο Επταπυργίου.
Αρχαιολογικόν Δελτίον, 52, 680-681.
-Κορδομενίδης,
Γ. (1996). Η βαρβαρότητα της επιλεκτικής μνήμης. Εντευκτήριο, 35, 133-134.
-Πετρουνάκος,
Ι. (1936). Αι φυλακαί μας και η δικαιοσύνη μας. Αθήναι: Τύποις Αγγ. Κλεισιούνη.
-Τριχιά,
Μ. Β. (2017). Επταπύργιο – Γεντί Κουλέ: Ανατέμνοντας την Ακρόπολη της
Θεσσαλονίκης (Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.
-TV100Thessaloniki
(2011, Νοεμβρίου 22). Γιαταγάνα συνέντευξη για το Γεντί Κουλέ [Video file].
Ανακτήθηκε από https://www.youtube.com/watch?v=nwMBzru-ZOQ.
https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/23956/1/GiannoukakouAikateriniMsc2019.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.