Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Όταν υψώθηκε η Ελληνική σημαία στο μιναρέ της Ροτόντας

Η παράτολμη ενέργεια δύο νεαρών να τρυπώσουν στη διάρκεια της κατοχής  νύχτα στη Ροτόντα, να ανεβούν στο μιναρέ της και να τοποθετήσουν εκεί τη γαλανόλευκη. Το μαρτυρικό τους τέλος όταν η Γκεστάπο που τους συνέλαβε, τους παρέδωσε στους ταγματασφαλίτες του αιμοδιψούς Δάγκουλα

του Σπύρου Κουζινόπουλου

Αύγουστος 1944. Η μπότα των Γερμανών κατακτητών συνθλίβει τον ελληνικό λαό και οι Ναζί, που γνωρίζουν πλέον από τις συνεχείς ήττες στα πολεμικά μέτωπα ότι έρχεται το τέλος τους εξαντλούν όλη τη σκληρότητα που διακρίνει το χιτλερικό τέρας. Παίρνοντας θάρρος από την επερχόμενη απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας, δύο τολμηρά ελληνόπουλα τρυπώνουν μία σκοτεινή νύχτα στον μιναρέ της Ροτόντας, στη Θεσσαλονίκη, ανεβαίνουν τα 129 μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούν στην κορυφή του και τοποθετούν εκεί μία μεγάλη ελληνική σημαία.

Η σημαία μένει εκεί αρκετές ώρες, κυματίζοντας περήφανα και οι αγουροξυπνημένοι Θεσσαλονικείς που την αντικρύζουν τις πρωϊνές ώρες αναθαρρούν, χαίρονται και αγαλλιάζει η ψυχή τους.

Οι Γερμανοί κατακτητές όταν αντιλαμβάνονται το γεγονός, λυσσάνε από το κακό τους και σπεύδουν αμέσως να κατεβάσουν από τον μιναρέ τη σημαία, ενώ παράλληλα εξαπολύουν τη Γκεστάπο και τους ελληνόφωνους δωσίλογους χαφιέδες τους για να ανακαλύψουν τους δράστες της υπέροχης αυτής αντιστασιακής ενέργειας. Το πετυχαίνουν αυτό σχετικά γρήγορα, καθώς οι δύο νέοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης κάνουν το μοιραίο λάθος να φωτογραφηθούν μπροστά στη Ροτόντα, μάλλον από κάποιον υπαίθριο φωτογράφο. Με βάση τη φωτογραφία εκείνη οι κατακτητές τους εντοπίζουν, τους συλλαμβάνουν και τους βασανίζουν άγρια

Ο Γιάννης Χασκόπουλου (αριστερά) με τον εξάδελφό του Βασίλη
Μωρίκη λίγο πριν την Κατοχή στο πάρκο της ΧΑΝΘ.
Δύο ατρόμητα παλληκάρια

Επρόκειτο για τους νέους Γιάννη Χασκόπουλο, 19 ετών, υπάλληλο σε εστιατόριο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και τον επίσης 19χρονο φοιτητή της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ, Γιώργο Κωνσταντινίδη. Ο Χασκόπουλος είχε γεννηθεί το 1925 στο Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας και μετά το θάνατο του φουστανελοφόρου πατέρα του, αποφάσισε σε ηλικία 13 ετών να έρθει στη Θεσσαλονίκη σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Σύμφωνα με τον πρώτο του εξάδελφο, Βασίλη Μωρίκη, που συνδέονταν στενά μαζί του όχι μόνο οικογενειακά αλλά και φιλικά, η εργατικότητα του Γιάννη Χασκόπουλου, το ήθος και η εξυπνάδα του τον βοήθησαν, παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας του στο να βρει εύκολα δουλειά. Αρχικά στο εστιατόριο «Η Ωραία Χαλκιδική», Εγνατίας 106, που ανήκε στον εστιάτορα Δημήτριο Σταυρόπουλο και στη συνέχεια στο εστιατόριο των αδελφών Σαρόγλου, στην οδό Εγνατίας, δίπλα στη στάση Κολόμβου.

Εργαζόμενος στο μαγέρικο αυτό, πέρασε και το μεγαλύτερο μέρος της κατοχικής περιόδου και μέχρι το τραγικό τέλος του. Σύμφωνα πάντα με τον εξάδελφό του, «δραστήριο και ανήσυχος καθώς ήταν ο Γιαννάκης, όπως τον αποκαλούσαν, εντάχθηκε από πολύ νωρίς στις αντιστασιακές οργανώσεις. Πολλοί πατριώτες τον θυμούνται, πάντα αισιόδοξο και χαμογελαστό, όταν μοιράζοντας χέρι – χέρι τον παράνομο τύπο της αντίστασης, να ενημερώνει ταυτόχρονα  για τις επιτυχίες και τα κατορθώματα των Συμμάχων και της παγκόσμιας αντίστασης κατά των δυνάμεων του Άξονα. Παράτολμος και ριψοκίνδυνος όπως ήταν, κινούνταν ακούραστα μέσα στη φωλιά του λύκου, όπως ήταν τότε το κέντρο της Θεσσαλονίκης, από την παρουσία και τη δραστηριότητα όχι μόνο των γερμανικών υπηρεσιών, αλλά και των πολλών δωσιλογικών οργανώσεων ταγματασφαλιτών, όπως του Δάγκουλα, του Πούλου, του Βήχου, του Κισά Μπατζάκ, του Μιχάλ Αγά κ.α.

Μετά τα φριχτά βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν από τους κατακτητές, για να αποκαλύψουν τα ονόματα των συντρόφων τους, οι δύο ήρωες νέοι Γιάνννης Χασκόπουλος και Γιώργος Κωνσταντινίδης παραδόθηκαν στα αιμοδιψή τάγματα των ανδρών του Δάγκουλα, οι οποίοι τους εκτέλεσαν κοντά στον Γαλλικό ποταμό, στην περιοχή του Γραδεμπορίου, όπως ονομάζονταν τότε ο οικισμός του Πενταλόφου Ωραιοκάστρου.

Η καθηγήτρια Αμαλία Μωρίκη

Σύμφωνα με την καθηγήτρια στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλόδος, Αμαλία  Μωρίκη, θυγατέρα του Βασίλη Μωρίκη, σημαντικά γεγονότα, όπως αυτό της ανύψωσης της ελληνικής σημαίας στον μιναρέ της Ροτόντας αξίζει να αναδεικνύονται, καθώς «είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την ιστορία μας, χωρίς φόβο και πάθος, να αποδίδουμε λάθη και ιστορικές ευθύνες όπου κι αν ανήκουν και με τη γνώση του παρελθόντος, την αποδοχή της προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας, να καθορίζουμε το παρόν και το μέλλον των παιδιών μας».

Παράλληλα, με αφορμή και την πρόσφατη ανακάλυψη σκελετών εκτελεσμένων πίσω από το Γεντί Κουλέ, η καθηγήτρια Αμαλία Μωρίκη σημειώνει με έμφαση: «Όσο και αν προσπαθήσαμε σαν έθνος να ξεχάσουμε («σωπάτε τα αυτά», έλεγαν οι θείες στα οικογενειακά τραπέζια, όταν ήμουν παιδί), να καλύψουμε πρόχειρα το τραύμα με κάποια αναγνώριση μετά τη μεταπολίτευση, η πληγή παραμένει ανοιχτή και μας αφορά όλους, όσο δεν αντιμετωπίζουμε κατάματα και με αντικειμενικότητα τα γεγονότα που ανήκουν πλέον στην ιστορία, για να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος και να αντιμετωπίσουμε σοφότεροι τις σημερινές προκλήσεις».


Ο μιναρές της Ροτόντας

H Ροτόντα, που ονομάστηκε έτσι από το κυκλικό της σχήμα, κτίστηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Γαλέριου γύρω στο 304, ενώ προοριζόταν ως Μαυσωλείο του Γαλέριου. Στα τέλη του 4ου αιώνα, την εποχή του Θεοδόσιου Α' και αφότου στη Θεσσαλονίκη είχε επικρατήσει ο χριστιανισμός, η Ροτόντα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς, τον Μάρτιο του 1430, η Ροτόντα  έγινε τζαμί. Ο μιναρές της Ροτόντας σώζεται σήμερα χωρίς την κωνική στέγη του και με κατεστραμμένο μετά τον σεισμό του 1978 το υψηλότερο τμήμα του, όπως επίσης και τμήμα του εξώστη του. Το ύψος του μιναρέ φτάνει τα 35,85 μ. Από τη βάση του κτίσματος μέχρι την κορυφή του μεσολαβούν 129 μαρμάρινα σκαλοπάτια.  Ο πανύψηλος μιναρές της Ροτόντας κινδύνεψε να κατεδαφιστεί αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Οθωμανικό ζυγό, όμως σώθηκε χάρη στον καθηγητή Πελεκίδη, ο οποίος για να τον γλιτώσει από τις μπουλντόζες, που ήταν έτοιμες να τον γκρεμίσουν, ανέβηκε τα 129 σκαλοπάτια μέχρις επάνω και αρνιόταν να κατέβει. Σήμερα ο μιναρές σώζεται χωρίς την κορυφή του και χωρίς το τσανάκ, τον εξώστη όπου έβγαινε ο μουεζίνης και καλούσε τους πιστούς σε προσευχή. Η Ροτόντα λειτουργεί ως επισκέψιμο μνημείο.

ΠΗΓΕΣ:

1.    Βασίλη Μωρίκη, «Γιάννης Χασκόπουλος, ένας φλογερός πατριώτης», περιοδικό Η Φωνή του Μεγάλου Χωριού, τεύχος 55-58, 1984-1985, σ. 36-37

2.    Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης  στον καιρό της Κατοχής»,   αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 115

3.    Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Έπεσαν για τη ζωή, τόμος 4ος, Δ΄, σ. 342, όπου αναφέρεται για τον Γιάννη Χασκόπουλο ότι «πρωτιοστάτησε στο ηρωϊκό κατόρθωμα της έπαρσης της ελληνικής σημαίας στον μιναρέ της Ροτόντας Θεσσαλονίκης. Για την πράξη του αυτή βρήκε μαρτυρικό θάνατο εκτελεσμένος με ρόπαλα στο Γραδεμπόρι, γνωστό τόπο εκτελέσεων από τα μίσθαρνα όργανα του προδότη Γερμανοφασίστα Δάγκουλα».

4.    Αμαλία Βασ. Μωρίκη, «Τα τραύματα του Εμφυλίου στη σημερινή Ελλάδα», Η Φωνή του Μεγάλου χωριού, αριθ. 195- 196, Α/Β 2025, σ. 19-20.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.