Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

Ντοκουμέντο: Τα βασανιστήρια στην ΚΥΠ Θεσσαλονίκης επί χούντας

Σημαντικά στοιχεία για τα βασανιστήρια στις εγκαταστάσεις της ΚΥΠ, στο Γ΄Σώμα Στρατού, που γίνοπνταν κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974, περιλαμβάνονται σε τεκμηρίωση του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης. Την τεκμηρίωση, επισύναψε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Στέλιος Αγγελούδης στην επιστολή που απέστειλε προς το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, συνηγορώντας υπέρ της παραμονής του “Χώρου Αντιδικτατορικής Μνήμης” του ΣΦΕΑ εντός του Πολεμικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.

Λόγω του ενδιαφέροντός της, παρουσιάζουμε στη συνέχεια ολόκληρη την τεκμηρίωση του ΚΙΘ:

Χώρος Βασανιστηρίων στις εγκαταστάσεις του Γ΄ Σώματος Στρατού κατά την περίοδο 1967-1974.

Η περίοδος της επτάχρονης δικτατορίας και τα γεγονότα που συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκειά της, είναι θέματα τα οποία δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς από τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Οι έλληνες ιστορικοί ασχολήθηκαν περισσότερο με τη γενική πολιτική ιστορία της περιόδου, καθώς και με γεγονότα που διαδραματίστηκαν, κυρίως, στην Αθήνα, όπου βρίσκονταν και τα κέντρα ισχύος του καθεστώτος.

Η Θεσσαλονίκη δεν υστέρησε στους αγώνες ενάντια στο καθεστώς των συνταγματαρχών. Στην πόλη έδρασαν οι αντιστασιακές ομάδες, “Πατριωτικό Μέτωπο”, “Δημοκρατική Άμυνα”, “Ρήγας Φεραίος”, “Λαϊκή Πάλη”, “Κίνημα 29ης Μαΐου” και πολλές άλλες. Oι συλλήψεις, τα βασανιστήρια και οι δίκες των αγωνιστών ήταν στην ημερήσια διάταξη της ζωής της πόλης. Τα όργανα του καθεστώτος συνέλαβαν πολλούς από τους αγωνιστές, οι οποίοι, στις δίκες που ακολούθησαν, καταδικάστηκαν σε ισόβια και σε πολυετείς ποινές. Πριν όμως από τις δίκες, τους αγωνιστές της Θεσσαλονίκης περίμεναν φρικτά βασανιστήρια.

Κορυφαία ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της δικτατορίας υπήρξαν οι δολοφονίες των Γιάννη Χαλκίδη και Γιώργου Τσαρουχά, η απόλυση 38 καθηγητών του Πανεπιστημίου, καθώς και 49 διδασκάλων, εκ των οποίων 11 ήταν από τη Θεσσαλονίκη, οι δράσεις των αντιστασιακών ομάδων, οι δίκες των αγωνιστών της δημοκρατίας, καθώς και η σημαντική δράση του φοιτητικού κινήματος της πόλης, με κορύφωση την εξέγερση του Νοεμβρίου του 1973, στο Πολυτεχνείο της πόλης. Και αυτά τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα απασχόλησαν ελάχιστα τους ιστοριογράφους της περιόδου. Ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων δημοσίευσαν κείμενα, με ενθυμήσεις και μαρτυρίες, από τη συμμετοχή τους στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Ένα από τα θέματα, που ενδιαφέρουν την ιστοριογραφική έρευνα για την περίοδο αυτή, είναι η χωροθέτηση των εγκαταστάσεων βασανισμού, εκεί, όπου οι αγωνιστές της Δημοκρατίας μαρτύρησαν υπερασπιζόμενοι της αρχές και τα ιδανικά τους.

Για την πόλη της Θεσσαλονίκης αναφέρονται ως τόποι βασανισμού οι εγκαταστάσεις της Ασφάλειας, στην περιοχή του Βαρδάρι, χώροι σε αστυνομικά τμήματα της πόλης, στο στρατόπεδο του Σέδες, καθώς και οι εγκαταστάσεις της Κρατικής Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), σε χώρους του στρατοπέδου του Γ΄ Σώματος Στρατού στο κέντρο της πόλης.

Τα τεκμήρια που διαθέτουμε για τη διερεύνηση του θέματος των χώρων βασανισμού κατά τη διάρκεια της επταετίας είναι δύο ειδών. Καταρχήν, τα επίσημα έγγραφα από τις δίκες που πραγματοποιήθηκαν, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και αφορούσαν σε βασανισμούς πολιτών κατά τη διάρκεια της επταετίας, και στη συνέχεια οι μαρτυρίες, τόσο γραπτές όσο και προφορικές, των ίδιων των αγωνιστών της Δημοκρατίας, που βασανίστηκαν κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων από τα όργανα του καθεστώτος.

Οι δίκες του βασανιστών

Οι δίκες των βασανιστών της χούντας προβλέπονταν στο Δ΄ Ψήφισμα της Ελληνικής Δημοκρατίας που ψήφισε η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή της Ελλάδος στις 15 Ιανουαρίου 1975 (ΦΕΚ 6, 18.1.1975). Το ψήφισμα καθόριζε τους όρους και τις διαδικασίες για τις διώξεις των πρωταίτιων της δικτατορίας, όμως προνοούσε και για όλα τα άλλα αδικήματα (πλην αυτού της ψευδορκίας), τα οποία είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια της επταετίας, ανάμεσα στα οποία και οι βασανισμοί ελλήνων πολιτών. Το ψήφισμα έδινε τρεις μήνες προθεσμία για την άσκηση ποινικής δίωξης από τα συντεταγμένα όργανα της ελληνικής δικαιοσύνης, ή μετά από την υποβολή μήνυσης από όποιον έλληνα πολίτη επιθυμούσε να καταγγείλει μια παράνομη πράξη που συνέβη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Όποιος λοιπόν επιθυμούσε έπρεπε μέχρι τις 17 Απριλίου 1975, που έληγε η προθεσμία, να καταθέσει μήνυση για βασανιστήρια ή άλλες παράνομες πράξεις που συνδέονταν με το καθεστώς της δικτατορίας.

Το διάστημα των τριών μηνών ήταν βέβαια πολύ μικρό για τις πολλές πληγές που είχε αφήσει η περίοδος της Χούντας. Επιπλέον, για να μηνύσει κάποιος ανθρώπους, οι οποίοι τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια, έπρεπε να μπορεί να αποδείξει τα γεγονότα, κάτι που προφανώς ήταν πολύ δύσκολο. Ελάχιστοι βασανισθέντες είχαν το θάρρος, την περίοδο που επικρατούσε η τρομοκρατία να επισκεφθούν ένα δημόσιο νοσοκομείο για νοσηλεία μετά από βασανιστήρια, αλλά και πολλοί ήταν επίσης αυτοί που εξέρχονταν από τα κρατητήρια μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, οπότε είχαν ατονήσει τα σημάδια των βασανισμών επάνω τους. Ουσιαστικά, για να μπορέσει να αποδείξει κάποιος ότι βασανίστηκε, θα έπρεπε να έχει την ομολογία του ίδιου του βασανιστή του, κάτι βέβαια σχεδόν αδύνατο, γιατί θα συνεπάγονταν τη σίγουρη καταδίκη του βασανιστή. Για το λόγο αυτό οι μηνύσεις που κατατέθηκαν στο διάστημα των 3 μηνών που προνόησε ο νομοθέτης ήταν περιορισμένες, παρά το ότι θεωρείται γενικά αποδεκτό πως, την περίοδο της δικτατορίας, πραγματοποιήθηκαν χιλιάδες βασανισμοί ελλήνων πολιτών. Υπήρξε όμως και μία περίπτωση, όπου βασανιστές παραδέχθηκαν πως προέβησαν σε βασανιστήρια. Αυτό συνέβη στο κακουργιοδικείο του Πειραιά, όπου οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν τα βασανιστήρια που πραγματοποιούνταν, αφού όμως πρώτα οι μηνυτές δέχτηκαν να αποσύρουν τις μηνύσεις τους.

Υπήρχε όμως και μία άλλη διάσταση που απέτρεπε την κατάθεση μήνυσης από τους βασανισθέντες. Οι αγωνιστές της δημοκρατίας, αλλά και όλοι εκείνοι οι οποίοι βασανίστηκαν υπερασπιζόμενοι την αξιοπρέπειά τους, ανάμεσα στους οποίους και αρκετοί στρατιωτικοί, θεωρούσαν αυτονόητο πως θα έπρεπε η ελληνική πολιτεία να κινηθεί συντεταγμένα και αυτεπάγγελτα για τη διερεύνηση των χιλιάδων βασανισμών που υπέστησαν έλληνες πολίτες. Αυτό αποτελούσε και τη γενική απαίτηση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, που μόλις είχε αποκτήσει την ελευθερία του και επιθυμούσε την παραδειγματική τιμωρία, όχι μόνο των υπευθύνων της καταλύσεως της δημοκρατίας, αλλά και των οργάνων της χούντας, οι οποίοι σε ολόκληρη τη διάρκεια της δικτατορίας τρομοκρατούσαν και βασάνιζαν έλληνες πολίτες.

Η ελληνική πολιτεία κινήθηκε αυταπάγγελτα ασκώντας διώξεις σε λίγες περιπτώσεις. Η πρώτη δίωξη ασκήθηκε τον Οκτώβριο του 1974 από τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών Βασίλειο Παπά. Αφορούσε σε αξιωματικούς και όργανα της αστυνομίας, καθώς και σε στρατιωτικούς, οι οποίοι βασάνισαν έλληνες πολίτες την περίοδο, από τον Αύγουστο του 1973 μέχρι τον Ιούλιο του 1974. Μετά από ανάκριση που διενέργησε ο Δ. Σουλτανιάς, με το παραπεμπτικό βούλευμα 2345 / 1975 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκαν σε δίκη 39 αξιωματικοί και οπλίτες των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού. Η δίκη διαχωρίστηκε ως προς τους στρατιωτικούς, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στο διαρκές στρατοδικείο Αθηνών, ενώ οι αστυνομικοί δικάστηκαν από το κακουργιοδικείο της Χαλκίδας. Σε άλλη δίκη παραπέμφθηκαν 36 στρατιωτικοί για βασανιστήρια κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου διαστήματος της επταετίας, δηλαδή από τον Απρίλιο του 1967 μέχρι τον Αύγουστο του 1973. Ανάμεσα στα βασανιστήρια, που διερευνήθηκαν, ήταν και εκείνα που υπέστη ο ήρωας της αντίστασης, Αλ. Παναγούλης. Στη δίκη, που έγινε στο διαρκές στρατοδικείο των Αθηνών, αποκαλύφθηκε με γλαφυρό τρόπο όλη η τρομοκρατία που επικρατούσε στις εγκαταστάσεις της ΕΑΤ ΕΣΑ. Ανάμεσα στους μάρτυρες, που περιέγραψαν με λεπτομέρεια όλα όσα υπέστησαν, ήταν και ο Αλ. Παναγούλης. Το δικαστήριο καταδίκασε τους 23 από τους 36 κατηγορούμενους σε ποινές από 7 χρόνια μέχρι 3,5 μήνες φυλάκιση, ενώ δεκατρείς από τους κατηγορούμενους αθωώθηκαν. Την ίδια εποχή, στο Ναυτοδικείο του Πειραιά, παραπέμφθηκαν οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ναυτικού που κατηγορήθηκαν επίσης για βασανιστήρια την περίοδο της δικτατορίας. Τα βασανιστήρια του ναυτικού πραγματοποιούνταν εντός του ηρωικού καταδρομικού πολεμικού πλοίου «Έλλη» το οποίο ήταν παροπλισμένο, γεγονός που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τις πράξεις των κατηγορουμένων. Το διαρκές ναυτοδικείο του Πειραιά καταδίκασε τους 3 κατηγορούμενους αξιωματικούς σε ποινές φυλάκισης, 8 και 7 ετών και τους 3 υπαξιωματικούς σε ποινές φυλάκισης , από 2 χρόνια έως 6 μήνες. Στο αναθεωρητικό δικαστήριο, λίγους μήνες αργότερα, οι πέντε από τους 6 ουσιαστικά αθωώθηκαν, ενώ η ποινή του Κιοσσέ μειώθηκε από 8 στα 2 χρόνια φυλάκιση. Ενώ όμως τα στρατοδικεία καταδίκασαν με βαριές ποινές, έστω και στον πρώτο βαθμό, τους στρατιωτικούς που ενέχονταν σε βασανιστήρια, οι βασανιστές της αστυνομίας είχαν πολύ καλύτερη μεταχείριση από την ελληνική δικαιοσύνη. Στο κακουργιοδικείο της Χαλκίδας καταδικάστηκαν μόλις 4 άτομα με ποινές ακατανόητα μικρές, από 4 έως 10 μήνες. Ο ίδιος ο αρχιβασανιστής της χούντας, Ευάγγελος Μάλλιος καταδικάστηκε, κατά συγχώνευση, για τα αδικήματα που τον βάρυναν, σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών. Οι συγκεκριμένες ποινές χωρίς αμφιβολία αποτελούσαν κατάφωρη παραβίαση του λαϊκού, περί δικαίου, αισθήματος της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και καταγγέλθηκαν από φορείς και κόμματα.

Ενώ, όμως, η ελληνική πολιτεία κινήθηκε συντεταγμένα, έστω και περιορισμένα, εναντίον των βασανιστών της δικτατορίας που έδρασαν στην Αθήνα, στις άλλες πόλεις της Ελλάδας δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο. Το ελληνικό κράτος παρέμεινε αμέτοχο αφήνοντας τους ίδιους τους βασανισθέντες να ασκήσουν μηνύσεις εναντίον των βασανιστών τους. Αυτό ήταν πολύ βαρύ φορτίο για τους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν υποστεί οι ίδιοι και οι οικογένειές τους τόσα δεινά και οι οποίοι απολάμβαναν πλέον τα αγαθά της ελευθερίας. Πρέπει επίσης να λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι που σε πολλές επαρχιακές πόλεις διαπλεκόμενοι μηχανισμοί της δικτατορίας παρέμειναν ισχυροί για αρκετά χρόνια ακόμα.

Παρόλα αυτά υπήρξαν και κάποιοι από τους βασανισθέντες, οι οποίοι κατέθεσαν μηνύσεις στα δικαστήρια όλη της χώρας. Ανάμεσά τους και οι αγωνιστές της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι κατήγγειλαν τα όργανα της χούντας στη Θεσσαλονίκη ζητώντας την τιμωρία τους. Σύμφωνα με τις καταγγελίες όσων κατέθεσαν μηνύσεις, τα βασανιστήρια τα οποία υπέστησαν πραγματοποιούνταν στις εγκαταστάσεις της υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας στην πλατεία Βαρδαρίου, στην μονάδα 4551 της Κ.Υ.Π. στο Γ΄ Σώμα Στρατού και στο στρατόπεδο πεζικού στο Σέδες. Κάποιες από τις μηνύσεις εμπλέκονταν και με τη μεγάλη υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Γ. Τσαρουχά. Δύο από αυτές, των Γ. Ξενάκη και της Ιωάννας, χήρας Γ. Τσαρουχά, κατατέθηκαν πριν ακόμα και από την ψήφιση του Δ΄ Ψηφίσματος, στις 3 και 15 Ιανουαρίου 1975. Οι δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης διερεύνησαν τα καταγγελλόμενα, ανέσυραν το φάκελο της δικογραφίας που είχε καταχωνιαστεί στα συρτάρια της στρατιωτικής δικαιοσύνης και αφού διενεργήθηκε η διαδικασία της ανάκρισης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης εξέδωσε το παραπεμπτικό βούλευμα 365/29.4.1977, σύμφωνα με το οποίο παραπέμπονταν σε δίκη 9 στρατιωτικοί και χωροφύλακες, για τη δολοφονία του Γ. Τσαρουχά. Είναι χαρακτηριστικό της περιόδου, πως η δίκη δε διαχωρίστηκε σε ό,τι αφορούσε τους στρατιωτικούς που κατηγορούνταν και οι οποίοι θα έπρεπε να δικαστούν από το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, όπως είχε γίνει αντίστοιχα και στην Αθήνα, όπου είχαν διαχωριστεί οι δίκες των στρατιωτικών από αυτές των αστυνομικών. Η δίκη για τη δολοφονία του Γ. Τσαρουχά έγινε τελικά μετά από κάποιες αναβολές το διάστημα Μαΐου - Ιουνίου του 1979.

Η διάταξη των γραφείων της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης επί δικτατορίας

Η δίκη για τη δολοφονία του Γ. Τσαρουχά

Ο Γ. Τσαρουχάς1 ήταν αγωνιστής της αριστεράς, βουλευτής της ΕΔΑ και με την έναρξη της δικτατορίας ανέλαβε επικεφαλής της αντιστασιακής οργάνωσης Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο στη Θεσσαλονίκη. Το ΠΑΜ στη Θεσσαλονίκη στελεχώθηκε σύντομα από πολλούς αγωνιστές, προχώρησε στην έκδοση της παράνομης εφημερίδας “Αντιφασίστας” και ξεκίνησε τις αντιστασιακές του δράσεις. Σε μία από αυτές, οι αγωνιστές, Γιάννης Χαλκίδης, Αργύρης Μπάρας και Θόδωρος Καζέλης ανατίναξαν μια κολώνα της ΔΕΗ βυθίζοντας στο σκοτάδι τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια των εγκαινίων της, το Σεπτέμβριο του 1967. Ο Γιάννης Χαλκίδης εντοπίστηκε λίγες ημέρες αργότερα, στις 5 Σεπτεμβρίου, και δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της επιχείρησης σύλληψής του.

Ο Γ. Τσαρουχάς συνελήφθη 10 μήνες αργότερα, στα διόδια της Λεπτοκαρυάς καθ’ οδόν για την Αθήνα, όπου θα μετέβαινε για διαβουλεύσεις με την οργάνωση της πρωτεύουσας. Ο Τσαρουχάς μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις της ΚΥΠ στο Γ΄ Σώμα Στρατού, όπου λίγες ώρες αργότερα ξεψύχησε υποκύπτοντας στους βασανισμούς που υπέστη. Το στρατιωτικό καθεστώς εμφάνισε το θάνατό του ως απόρροια εμφράγματος, που υποτίθεται πως υπέστη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του από τη Λεπτοκαρυά στη Θεσσαλονίκη, ενώ απέκρυψε το γεγονός της μετάβασης του Τσαρουχά στις εγκαταστάσεις της ΚΥΠ.

Ο φάκελος της δικογραφίας με όλο το ανακριτικό υλικό για τη δολοφονία του Γ. Τσαρουχά, καθώς και οι αποφάσεις 43 έως 65/1979 (η δίκη πραγματοποιήθηκε μετά από πολλές αναβολές, το διάστημα 16.5. - 8.6.1979) του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης τεκμηριώνουν αποκαλυπτικά τους βασανισμούς, οι οποίοι πραγματοποιούνταν στις εγκαταστάσεις της ΚΥΠ και της υποδιεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας, αλλά και τις συνθήκες θανάτου του βουλευτή της ΕΔΑ. Μάλιστα στα έγγραφα της δικογραφίας περιλαμβάνεται και σχεδιάγραμμα των εγκαταστάσεων της μονάδας, το οποίο κατέθεσε ο εκ των κατηγορουμένων για το θάνατο του βουλευτή, Σταύρος Αναστασιάδης κατά τη διάρκεια της απολογίας του στον ανακριτή Χρ. Ηλιάδη στις 4.11.1975. Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα στις εγκαταστάσεις της ΚΥΠ, πλην των γραφείων των αξιωματικών και του πολιτικού προσωπικού, υπήρχαν και 3 κελιά στα οποία διέμεναν όσοι είχαν συλληφθεί και ανακρίνονταν για υποθέσεις που υπάγονταν στη δικαιοδοσία της ΚΥΠ. Στο σχεδιάγραμμα φαίνεται η διαρρύθμιση των χώρων, τα γραφεία των, Στ. Καραμπέρη (διοικητή της μονάδας 4541), Κουρκουλάκου (υπασπιστή του πρώτου), Περδίκη, Παπακωνσταντίνου, Ιορδανίδη και Αναστασιάδη, Μουλασίκη, Κούσκουρη, οι βοηθητικές εγκαταστάσεις, καθώς και τα 3 κελιά στα οποία κρατούνταν οι ανακρινόμενοι και στα οποία πραγματοποιούνταν οι βασανισμοί. Την ύπαρξη των 3 κελιών παραδέχεται και ο ίδιος ο διοικητής της μονάδας Στέφανος Καραμπέρης, ο οποίος, όμως, ισχυρίζεται πως: […]Εις πολλάς περιπτώσεις ζητούσαμε από την Εθνική ασφάλεια να μας φέρει από τους κρατουμένους της τα συγκεκριμένα άτομα δια τα οποία υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον από πλευράς μονάδος. Εις τας περιπτώσεις αυτάς τα άτομα μετήγοντο εις την μονάδα μας εκρατούντο για ένα χρονικό διάστημα ημερών και εγένετο η σχετική έρευνα μιας εκάστης περιπτώσεως. Υπήρχαν βέβαια εις την μονάδα και τρία κελιά, τα οποία χρησιμοποιούσαμε δια την κράτησιν των ατόμων τούτων, τα οποία όμως εκατάργησα αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς, γι’ αυτόν τον λόγον κρατούσαμε τα άτομα σε γραφεία ή σε θαλάμους […]. (φύλλο 7 της πρώτης απολογίας στις 18 Δεκεμβρίου 1975).

Από το ανακριτικό υλικό, τα πρακτικά και την απόφαση της δίκης επιβεβαιώνονται οι ισχυρισμοί για τους βασανισμούς. Ορισμένοι κατηγορούμενοι παραδέχονται πως γίνονταν βασανισμοί, κάποιοι αρνούνταν το γεγονός, για να μην επιβαρύνουν τη θέση τους, όμως οι βασανισμοί δεν αμφισβητούνταν σοβαρά από κανέναν. Ακόμα και ο διοικητής της μονάδας με τον τρόπο με τον οποίο απαντά στις ερωτήσεις του ανακριτή, ουσιαστικά αποδεικνύει τα γεγονότα που αρνείται. Ενώ αρνείται κατηγορηματικά πως στη μονάδα του γίνονταν βασανισμοί γιατί, όπως ισχυρίζεται εκ χαρακτήρος ποτέ δεν θα μπορούσε να περάσει από το μυαλό να γίνει λόγος περί βασανισμών, αλλά και οι αξιωματικοί μου ήσαν λαμπροί επαγγελματίαι με ήθος και προσωπικότητα, στη συνέχεια αισθάνεται την ανάγκη, να αναφέρει πως οι εσωτερικοί χώροι [των εγκαταστάσεων της Μονάδας] δεν προσεφέροντο δια την ενέργεια συστηματικών βασανισμών (Φύλλο 7 της πρώτης Απολογίας). Και στη συνέχεια της απολογίας, επίσης, αναφέρει πως βάσει ρητών εντολών μου δεν έπρεπε να εκακοποιήθη ο Τσαρουχάς. Φυσικά εάν δεν γίνονταν βασανιστήρια δεν υπήρχε ανάγκη για ρητές ή μη ρητές εντολές περί του αντιθέτου. Όμως και άλλοι από τους κατηγορούμενους αναφέρονται σε βασανιστήρια. Ο Στ. Αναστασιάδης αναφέρει στην απολογία του στο δικαστήριο πως την βίαν την εχρησιμοποίουν οι Κουρκουλάκος, Ηλιακόπουλος, Περδίκης, σε μεταγενέστερον χρόνον. Είδα και τον Ηλιακόπουλο να σπρώχνη κρατουμένους μέχρι το 1969. Υπάρχουν μάρτυρες που δεν εκλήθησαν και οι οποίοι γνωρίζουν τι εγένετο εκεί μέσα στην ΚΥΠ και στη συνέχεια […] Τα όργανα Κουρκουλάκος και Καραμήτσος επιβεβαιώ ότι ενήργουν και καθ’ υπέρβασιν, δηλαδή να κακοποιούν και πέραν του σημείου της λήψεως πληροφοριών. (Φύλλο 70 μέχρι 72 φύλλο των πρακτικών και της απόφασης). Στην απολογία του στον Ανακριτή στις 31 Νοεμβρίου 1975 είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικός: […] Είναι αλήθεια ότι κατά την εποχήν εκείνη εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων της μονάδος μου εγένοντο συλλήψεις πολιτών αντιφρονούντων ή κομμουνιστών οι οποίοι εν συνεχεία ήρχοντο εις την μονάδα μας δια ανακρίσεις, όπου σε περιορισμένη κλίμακα και σε ειδικές περιπτώσεις από τους ανακρίνοντας εχρησιμοποιείτο η βία και συγκεκριμένως τους δίνανε ωρισμένα χαστούκια ή καμμιά κλωτσιά ή εχρησιμοποιείτο μαστίγιον. Οι ξυλοδαρμοί αυτοί βασικώς αποφεύγοντο να γίνουν κατά τας ώρας εργασίας της μονάδας. Ως χειροδικήσαντες εις πολίτας και ασχολούμενους με την ανάκρισιν θεωρώ τους Κουρκουλάκον, Περδίκην και Ηλιακόπουλον, δηλαδή αυτοί οι τρεις ήσαν από την μονάδα μας που εχρησιμοποίουν την βίαν και τους ξυλοδαρμούς. Περί των τριών τούτων ατόμων έχω ιδίαν αντίληψιν διότι τους είδα εγώ με τα μάτια μου να κακοποιούν αγνώστους εις εμέ πολίτες δια των χειρών των. Ο δε Ηλιακόπουλος εκαυχάτο κρατώντας εις τας χείρας του βούρδουλα και τον επεδείκνυε λέγοντας ότι με αυτόν βγαίνει η αλήθεια […] Βέβαια έχω ακούσει ότι βασανισμοί εγένοντο και εκτός της μονάδας μας […].

Ο Βασίλειος Καραμήτσος στη δική του απολογία στον ανακριτή στις 15 Σεπτεμβρίου 1975 αναφέρει ανάμεσα σε άλλα: […] Έχω ακούσει ότι μέσ’ τα γραφεία της ΚΥΠ εγένοντο βασανισμοί πολιτών. Σας φέρνω σαν παράδειγμα το περιστατικόν Μπάρα, ο οποίος συνελήφθη την ίδια μέραν με τον Τσαρουχά και από τα γραφεία της ΚΥΠ έφυγε κυριολεκτικώς μέσα σε τσουβάλι, δηλαδή είχε κακοποιηθεί οικτρά. Τους βασανισμούς τους έκαναν στρατιωτικοί κατά πάσαν πιθανότητα […]. Αναφέρει επίσης συνομιλία που είχε μερικά χρόνια μετά με τον Αναστασιάδη, ο οποίος, κατά τον Καραμήτσο μου ωμολόγησε ότι εκακοποίησε τον Τσαρουχάν και συγκεκριμένως μου είπε λίγες του έδωσα και μου έμεινε στα χέρια, τον πήρα με Ι08 (εννοώντας το στρατιωτικό φύλλον χρεώσεως υλικού) και δεν άντεξε εις τα χέρια μου […].

Από τις καταθέσεις στους ανακριτές, τις μαρτυρίες στο δικαστήριο και τις απολογίες των κατηγορουμένων επιβεβαιώνονται οι κατηγορίες περί βασανιστηρίων στις εγκαταστάσεις τις ΚΥΠ. Αποτυπώνονται άλλωστε και στο σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου, το οποίο δέχεται ως πραγματικά γεγονότα τα εξής: Εν όψει τούτων και του είδους των διαπιστωθεισών επί του πτώματος του Γεωργίου Τσαρουχά κακώσεων, περί ων κατωτέρω, είναι ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου Σταύρου Αναστασιάδη, ότι αι εν λόγω κακώσεις εγένοντο κατά την σύλληψιν ή καθ’ οδόν εντός του αυτοκινήτου, δεδομένου ότι αι μαστιγώσεις εις τους μηρούς, πόδας και ράχην δεν ήτο πρακτικώς δυνατόν να γίνουν εντός του αυτοκινήτου (συνήθως επιβατικού) και δη επί ανδρός καθημένου εις το αυτόν κάθισμα και εις το μέσον δύο άλλων ανδρών, ενώ αι αυταί κακώσεις δεν είναι λογικώς δυνατόν να υποτεθή ότι εγένοντο εν τη οδώ εκτός του αυτοκινήτου, αφού η διαταγή ήτο δια ταχείαν μεταγωγήν των συλληφθέντων εις τα γραφεία της οργανωσάσης την σύλληψιν υπηρεσίας, η οποία, σημειωτέον, δεν ήθελε να εκτεθή δια δημοσίας κακοποιήσεως πολίτουΕκ των διωκόμενων εγκλημάτων το της θανατηφόρου σωματικής βλάβης και τα της καταχρήσεως εξουσίας, υπό πάσας τας διωκόμενας μορφάς συμμετοχής, ετελέσθησαν εις βάρος του Γεωργίου Τσαρουχά, ως κατωτέρω αναλυτικώτερον εκτεθήσεται […]. (φύλλα 87 – 92). Και στη συνέχεια:[…]Προς εξαναγκασμόν αυτών ίνα δώσουν προφορικήν κατάθεσιν οι εις ούς ανετέθη η ανάκρισις αυτώ εχρησιμοποιήθηκαν δια των υπό τας διαταγάς των ιδία κατωτέρων οργάνων και ενίοτε και ιδιοχείρως εκβιαστικά μέσα, ιδίως δε σωματικάς κακοποιήσεις. Ούτω κατ’ εκείνην την νύχτα εκακοποιήθηκαν οι Αργύριος Μπάρας, Θεόδωρος Καζέλης και Βασίλειος Μάστορας, οι οποίοι και εβεβαίωσαν τούτο επ’ ακροατηρίου ως μάρτυρες και ο Γεώργιος Τσαρουχάς, ο οποίος δια των επί του πτώματός του διαπιστωθεισών ιατροδικαστικώς κακώσεων έδωσεν αδιάψευστον σχετικήν μαρτυρίαν. Της τοιαύτης κακοποιήσεως και του σκοπού αυτής ετέλει εν πλήρει γνώσει και ο διοικητής της 4551 μονάδος κατηγορούμενος Στέφανος Καραμπέρης και είναι αδιανόητον να σκεφθεί τις ότι δεν την είχε διατάξει λόγω και της αυστηράς διοικήσεως της οποία ήσκει. [….]Τας πρωινάς ώρας της 9-5-1968 και οπωσδήποτε προ της εν Θεσσαλονίκη φυσικής ανατολής του ηλίου ο Γεώργιος Τσαρουχάς απεβίωσεν εντός του γραφείου των Μπουλασίκη – Κούσκουρα, του καλουμένου ανακριτικού […]Επίσης όταν προσήλθον δια να αναλάβουν ως συνήθως πρωϊνήν υπηρεσίαν οι ιδιώται υπάλληλοι της ΚΥΠ και μάρτυρες Δημήτριος Μπουλασίκης και Λύσανδρος Κούσκουρας ημποδίσθησαν να εισέλθουν εις το κτίριον αυτής, διότι εις το γραφείον των ευρίσκετο το πτώμα του Γεωργίου Τσαρουχά […] Εκ πάντων τούτων και της όλης αποδεικτικής διαδικασίας, τα εκ ης οποίας στοιχεία περί του προκειμένου θέματος (ως η κατάθεσις Γρηγορίου Περδίκη κ.λ.π.) παρέλκει να αναφερθούν εν προς εν ως εκ της πλήρους πειστικότητας και μόνο των ως άνω ενδεικτικώς αναφερόμενων, αποδεικνύεται πλήρως το γενόμενον δεκτόν ότι ο θάνατος του Γεωργίου Τσαρουχά επήλθεν εντός των κτιρίων της ΚΥΠ[……]. Ο Γεώργιος Τσαρουχάς υπέστη εντός της ΚΥΠ εις μικρόν χρονικόν διάστημα υπέρ τα 15 σοβαράς εν όψει της υγείας του κακώσεις εις πολλά μέρη του σώματός του, εξ ων τινές δια μαστιγίου εις παραλλήλους γραμμάς, έτεραι δια γρόνθων ή άλλου άμβλεως οργάνου. Αι κακώσεις αυταί (αίτινες αναλυτικώς αναγράφονται εις το διατακτικόν της παρούσης) ήσαν τόσον έκδηλοι ώστε ουδέ η υπό το κράτος φόβου τινός συνταχθείσα την ημέραν του θανάτου του ιατροδικαστική έκθεσις ηδυνήθη να τας αγνοήσει πλήρως, καίτοι επειράθη να σμικρύνει την σημασίαν των [….] Είναι ούτως εκτός πάσης αμφιβολίας η ύπαρξις των ως άνω κακώσεων και ο τόπος και χρόνος της πραγματοποιήσεως των, συμπορεύεται άλλωστε η εν λόγω παραδοχή και προς το αποδειχθέν περιστατικόν ότι κατά τον αυτόν χρόνον και εις τον αυτόν τόπον εκακοποιήθησαν δια την αυτήν αιτίαν και άλλοι (Μπάρας, Καζέλης, Μάστορας), εις τρόπον ώστε ο Γεώργιος Τσαρουχάς να μη ηδύνατο να διαφύγη μιας συστηματικής τότε εφαρμοσθείσης κακομεταχειρίσεως […] Μετά τον θάνατον του Γεωργίου Τσαρουχά ο εκ των κατηγορουμένων Στέφανος Καραμπέρης συνέλαβε το σχέδιον, το οποίον και εφηρμόσθη εις την πράξιν, όπως εμφανισθή ο θάνατος ούτος ως τυχαίος και ως λαβών χώραν εκτός της υπηρεσίας του, επί τη προφάσει μεν όπως μη θιγή ο στρατός, επι τη ενδομύχω και υποσυνειδήτω επιθυμία δε όπως απαλλαγούν των ευθυνών οι υπαίτιοι, εν οις και ο ίδιος (φ.97)[…]Ο Σταύρος Αναστασιάδης παρέλαβε τον Γεώργιον Τσαρουχάν αμωλώπιστον και τον παρέδωσε οικτρώς δαρμένον και νεκρόν. Όταν εισήλθεν εις τον ανακριτικόν γραφείον με τον Σταύρον Αναστασιάδην ο Γεώργιος Τσαρουχάς δεν ήτο κακοποιημένος, ως βεβαιούν πάντες όσοι τον είδαν τότε […] Πάσαι αι κακοποιήσεις αύται εγένοντο παρόντος του Σταύρου Αναστασιάδη, ο οποίος δεν εξήλθεν του ανακριτικού γραφείου, αφ’ ης εισήλθεν, ειμή ίνα αναγγείλη τον θάνατον του Γεωργίου Τσαρουχά (φ.98).

Το δικαστήριο καταδίκασε 5 από τους κατηγορούμενους, τους Στ. Αναστασιάδη, Δ. Σταματόπουλο, Στ. Καραμπέρη, Δ. Τασσόπουλο και Φωκίωνα Καραπάνο, ως υπεύθυνους για το θάνατο του Γεωργίου Τσαρουχά, ενώ αθώωσε τους, Ανασ. Ηλιακόπουλο, Β. Νταλαχάνη και Παναγ. Χατζηθεοδώρου.

Οι εγκαταστάσεις της ΚΥΠ

Η Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) στη Θεσσαλονίκη στεγαζόταν σε χώρους του Γ΄ Σώματος Στρατού. Επρόκειτο για τη στρατιωτική μονάδα 4541, της οποίας διοικητής ήταν ο αντισυνταγματάρχης Στέφανος Καραμπέρης εκ των σημαντικότερων στελεχών της χούντας των συνταγματαρχών. Ο Καραμπέρης μάλιστα καταδικάστηκε, μετά τη μεταπολίτευση, μαζί με τους πρωταίτιους της δικτατορίας σε πολύχρονη κάθειρξη. Αποτελούσε δηλαδή έναν εκ των σημαντικότερων στελεχών της δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη. Διοικούσε με πυγμή και αυστηρότητα την ΚΥΠ στη Θεσσαλονίκη, από το καλοκαίρι του 1967 μέχρι την Άνοιξη του 1971 που τοποθετήθηκε, μετά την προαγωγή του σε ταξίαρχο, επιτελάρχης του Γ΄ Σώματος Στρατού.

Στη δικογραφία της υπόθεσης του θανάτου του Γ. Τσαρουχά θεωρείται δεδομένο πως οι εγκαταστάσεις της ΚΥΠ στη Θεσσαλονίκη βρίσκονταν μέσα στους χώρους του Γ΄ Σώματος Στρατού. Άλλωστε πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι το αναφέρουν ρητά και το δικαστήριο δε φαίνεται να αναρωτιέται πουθενά για το που βρισκόταν οι εγκαταστάσεις της ΚΥΠ. Μάλιστα σε αίτημα του κατηγορουμένου Αναστασιάδη, να πραγματοποιηθεί αυτοψία στις εγκαταστάσεις της μονάδας, το δικαστήριο αποφαίνεται πως επειδή η εσωτερική διαρρύθμισις των χώρων 4551 μονάδος πλήρως διηυκρινίσθη εκ της μέχρι τούδε αποδεικτικής διαδικασίας και δεν συντρέχει λόγος αυτοψίας (φύλλο 69). Ο Στ. Αναστασιάδης είχε καταθέσει ήδη από την ανακριτική διαδικασία και σχεδιάγραμμα των εγκαταστάσεων, από το οποίο προέκυπτε πως οι εγκαταστάσεις της μονάδας ήταν αρκετά ευρύχωρες και περιλάμβαναν πολλά επιμέρους γραφεία. Στην απολογία του ο κατηγορούμενος Αναστάσιος Ηλιακόπουλος [Φύλλο 72 (πίσω) και 73] αναφέρει και τα εξής : Εγώ έτρεξα στο 424 Γ.Σ.Ν. και βρήκα τον ιατρό Ρουσάκη νομίζω και του είπα να έλθη στην ΚΥΠ, διότι ένας πάσχει από καρδιά, ο γιατρός μου είπεν ότι έχει άνθρωπον ασθενή σε οξυγόνο και δεν μπορεί να έλθη […..]. Από την ΚΥΠ για να πάω στο 424 Γ.Σ.Ν. έκανα πέντε με δέκα λεπτά, και να γυρίσω. Από την αναφορά αυτή προκύπτει ασφαλώς πως η μονάδα που στέγαζε τις εγκαταστάσεις της ΚΥΠ βρισκόταν στην επάνω πλευρά του στρατοπέδου του Γ΄ Σώματος Στρατού και γειτνίαζε άμεσα με τις εγκαταστάσεις του στρατιωτικού νοσοκομείου 424.


Η δίκη των βασανιστών της Ασπασίας Καρρά

Στις εγκαταστάσεις της ΚΥΠ αναφέρεται και η Ασπασία Καρρά, τόσο στη δίκη που πραγματοποιήθηκε για τους βασανιστές της, όσο και στις δικές της ανεξάρτητες μαρτυρίες για τα βασανιστήρια που υπέστη. Από τα πρακτικά της Δημόσιας επ’ Ακροατηρίω συνεδριάσεως της 28.11.1975 έως 3.12.1975 και την Απόφαση 5590/75 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης έχουμε τη μαρτυρία της (φύλλο 7): […]Στις 25 Αυγούστου 1968, στις 5 η ώρα το μεσημέρι, συνελήφθην εις την οικίαν μου, […….]. Ένας σωματώδης μ’ έδωσε ένα χαστούκι κι ο Καραμήτσος μ’ έσυρε από τη σκάλα μέχρι κάτω. Μας οδήγησαν στο Γ΄ Σώμα Στρατού […] Με έκλεισαν σ’ ένα δωμάτιο που έγραφε απ’ έξω ΞΕΝΩΝ. […] Στη συνέχεια σ’ άλλο γραφείο, όπου ήρθε κάποιος με πιεσόμετρο, φαινόταν γιατρός και με ρώτησε ποια μέλη του σώματός μου δεν είναι γερά. Εν συνεχεία με ξάπλωσαν σ’ ένα κρεβάτι, πάντα κουκουλωμένη, έδεσαν τα πόδια μου, ακούμπησαν κάτι καλλώδια στο σώμα μου κι άρχισαν να διοχετεύουν ηλεκτρικό ρεύμα. Την ώρα του ηλεκτροσόκ αρχίζει πάλι η ανάκριση. […] αυτό κράτησε 2 ώρες. Ύστερα άρχισε ο βούρδουλας, βρισιές, ποδοπατήματα. […]. Το ηλεκτροσόκ και ο βούρδουλας έγινε στα γερά μου μέλη. Ο Οικονόμου άκουσε το γιατρό, ο οποίος υπέδειξε που έπρεπε να με χτυπήσουν. […]. Το 1970 κατήγγειλα στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό τον Καραμήτσο και Οικονόμου και ήρθαν αργότερα και μ’ επεσκέφθησαν 2-3 φορές. Ενταύθα ανεγνώσθη υπό του Προέδρου το από 4.6.75 έγγραφον του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. […]. Την μήνυσί μου την υπέβαλα την τελευταία ημέρα, διότι ήλπιζα ότι η Πολιτεία θα έκανε το καθήκον της. Το δικαστήριο αποφάνθηκε πως [φύλλο 14]: απεδείχθησαν τα κάτωθι περιστατικά: […]. Μετά ταύτα η μηνύτρια ωδηγήθη υπό του πρώτου των κατηγορουμένων, ως και έτερων εις τα εντός του Γ΄ Σώματος Στρατού υπάρχοντα γραφεία της ΚΥΠ. […]. ο άνωτέρω κατηγορούμενος, μετά των στρατιωτικών διέταξον όπως η μηνύτρια υποβληθεί εις το μαρτύριον του ηλεκτροσόκ. […]. Καθ’ όν χρόνον αυτή υπεβάλλετο εις το μαρτύριον του ηλεκτροσόκ, ο πρώτος των κατηγορουμένων, ού μόνον παρευρίσκετο, αλλά και διενήργει ανάκρισιν καθ’ όσον απηύθηνε προς ταύτην ερωτήσεις. Για το λόγο αυτό κήρυξε ένοχο τον έναν κατηγορούμενο και αθώο τον άλλο. Όμως η απόφαση του δικαστηρίου, η οποία επικυρώθηκε και από το Εφετείο Θεσσαλονίκης δεν εφαρμόστηκε τελικά, γιατί ο Άρειος Πάγος έκρινε πως η μήνυση κατατέθηκε εκπρόθεσμα, επειδή η Ασπασία Καρρά την κατέθεσε την τελευταία ημέρα (19 Απριλίου 1974) επειδή ήλπιζα ότι η Πολιτεία θα έκανε το καθήκον της. Η πολιτεία όχι μόνο δεν έκανε το καθήκον της αλλά έκρινε πως η προηγούμενη, η 18η Απριλίου, ήταν η τελευταία ημέρα της τρίμηνης προθεσμίας για την κατάθεση των μηνύσεων.

Η Ασπασία Καρρά αναφέρεται περισσότερο λεπτομερώς σε μαρτυρία της που περιλαμβάνεται στην εργασία, «Οι Γυναίκες στον Αντιδικτατορικό Αγώνα. Μαρτυρίες Δώρα Κουλμάνδα – Καλλιπολίτη, Γεωργία Σαρηγιαννίδου – Παπαδοπούλου, Ασπασία Καρρά». Η καταγραφή έγινε από τους Πολυμέρη Βόγλη, Ελπίδα Βόγλη, Τασούλα Βερβενιώτη με επιμέλεια Τριαντάφυλλου Μηταφίδη και Χρήστου Μουχάγιερ για την Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (Ε.Δ.Ι.Α) 1940-1974 (Νοέμβριος 2006). Η Ασπασία Καρρά θυμάται πως τον Αύγουστο όμως του 1968 ξανασυλλαμβάνομαι ως μέλος του ΠΑΜ και οδηγούμαι στο Γ΄ Σώμα Στρατού. Τις πρώτες μέρες κρατήθηκα στην πτέρυγα Λοκατζήδων. Το «μενού» περιλάμβανε κτυπήματα, μπουνιές στο πρόσωπο, κλωτσιές, τράβηγμα μαλλιών, βρισιές, απειλές, αϋπνία και ασιτία. […]. Δεν απάντησα. Τότε, τραβήξανε και το φόρεμά μου ψηλά και κάποιος έδωσε εντολή να λειτουργήσουν τα μοτέρ. […] Κρατήθηκα στο Γ΄ Σώμα Στρατού 17 ημέρες. Μετά μεταφέρθηκα σε ένα κελί στην Ασφάλεια, στην ταράτσα, πάντα με την αγωνία μήπως ξαναέρθει η ανάκριση […].


Η δίκη των βασανιστών του Αργύρη Μπάρα

Στη μήνυση του ο Αργύρης Μπάρας, προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης στις 20/9/1974 κατά των Μιχαήλ Κουρκουλάκου, Βασιλείου Καραμήτσου, Νικολάου Τετραδάκου, Πέτρου Παπουτσή και Γεωργίου Μυριαλάκη, αναφέρεται στους βασανισμούς που υπέστη κατά την παραμονή του στο Γ΄Σώμα Στρατού (επί 36 ώρες), μετά τη σύλληψή του στις 9 Μαΐου 1968. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στα γραφεία της Εθνικής Ασφάλειας (πλατεία Μεταξά), όπου εκ νέου βασανίστηκε και ύστερα από παραμονή 6 ημερών σε κελί απομόνωσης μεταφέρθηκε στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Μετά την παραμονή του επί 50 ημέρες στο νοσοκομείο μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου. Μάρτυρες στη δίκη προσέρχονται και οι Θεόδωρος Καζέλης και Βασίλειος Μάστορας. Και στον υποφάκελλο 5-6 - καταθέσεις μαρτύρων (Φεβρουάριος – Μάιος 1975), οι Αργύρης Μπάρας και Θόδωρος Καζέλης αναφέρουν ότι βασανίστηκαν στους χώρους του Γ΄ Σώματος Στρατού. Στο μηνυτήριο έγγραφό του ο Μπάρας περιγράφει την παραμονή του στο κτίριο της ΚΥΠ (Γ΄Σώμα Στρατού) και τους βασανισμούς που υπέστη μετά τη σύλληψή του […] όταν συνήλθα ευρέθην εις εν δωμάτιον του υπογείου του Γ΄Σώματος Στρατού, όπου ο Κουρκουλάκος με σιδηροσωλήνα, ο Καραμήτσος με βούρδουλα, ο Τετραδάκος με ρόπαλο, βοηθούμενοι υπό των ετέρων δύο μηνυομένων και άλλων αγνώστων μοι με εβασάνιζαν επί 36 συνεχείς ώρας… Τα μεσάνυχτα της επόμενης ημέρας με μετέφεραν πτώμα εις τα επί της πλατείας Μεταξά γραφεία της Εθνικής Ασφάλειας…εν συνεχεία με έκλεισαν σε κελλί απομόνωσης επί 6 ημέρες πάντοτε δεμένον… Μετά 6 ημέρες με μετέφεραν εις το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου διεπίστωσαν, βρογχοεκτασία, σπάσιμο τριών πλευρών μου και των δύο χεριών μου, καθώς και άφθονα τραύματα…. Μετά 50 ημέρες μετεφέρθην στις φυλακές Επταπυργίου.

{Πρακτικά και απόφασις του εν Θεσσαλονίκη Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, Δημοσία συνεδρίασις της 10ης Δεκεμβρίου 1975, αριθμ. 153,154,155,156,157&158/1975}. Στην κατάθεσή του ο Αργύρης Μπάρας αναφέρει […]Υπήρχε στο Γ΄Σώμα ομάς βασανιστών από στρατιωτικούς. Ο Καζέλης δεν μου είπεν από ποιούς βασανίστηκε…Εγώ είπα στον Καζέλη ποιοι με βασάνισαν. Στη συνέχεια ακολουθεί η κατάθεσή του Θόδωρου Καζέλη, ο οποίος είχε συλληφθεί μαζί με τον Αργύρη Μπάρα στη οδό Γραβιάς 36 […]Με πήγαν στο Γ΄Σώμα Στρατού και με βάλανε σ’ ένα κελλί. Περίπου ένα 24ωρο έμεινα στο Γ΄Σώμα Στρατού. Άκουγα φασαρίες, μουγκρητά και κτυπήματα δίπλα μου. Σχεδόν όλη την ημέρα εγίνοντο αυτά. Εγώ είδα τον Μπάρα γυμνόν, από τις τρύπες του κελλιού μου, με φανελίτσα και σλιπάκι, μαύρο από τα κτυπήματα. Δεν είδα ποιοι τον κρατούσαν. Στη μονάδα με κρατούσαν ο Τετραδάκος λίγο, στο κελλί, ο «Βασίλας» μπήκε να με βασανίση. Γνωρίζω ποιοι κτυπούσαν τον Μπάρα. Είδα μια φορά τον Τετραδάκο κοντά στα όργανα, πήρε ένα όργανο και κατηυθύνθη προς τα άλλα κελλιά. Όλους τους είδα κατά καιρούς να περνούνε…. Στα βασανιστήρια της ΚΥΠ δεν ήτο κυρίαρχος ο Τετραδάκος. ( φ. 7ον).

Στην κατάθεσή του ο δεύτερος μάρτυρας Μιχαήλ Σπυριδάκης αναφέρει: […]Εγώ συνελήφθην την 3ην Απριλίου 1968. Στην Ασφάλεια όταν έφερναν τον Μπάρα, άκουσα ήχους μεταλλικού. Είδα τον Μπάρα ξυπόλητο και να είναι με το σώβρακο και μια φανελίτσα. Τον είδα από τις τρύπες των καρφιών που είχε η πόρτα του κελλιού μου και από το παραθυράκι της πόρτας […] (φ. 9ον).

Ακολουθεί η κατάθεση του Βασίλη Μάστορα. […]Εγώ στο Γ΄Σώμα Στρατού ήμουν 7 με 8 Μαΐου, μέσα σε κάτι γραφεία και άκουγα ένα μουγκρητό και κατάλαβα ότι ήτο ο Μπάρας. ….Εγώ κακοποιήθηκα από άλλους στο Γ΄Σώμα Στρατού […] (φ.10ον).

Σημαντική είναι η κατάθεση του Δημητρίου Σταματόπουλου, διοικητή της Εθνικής Ασφάλειας, ο οποίος αναφέρει: […]Ο Μπάρας συνελήφθη την 9-5-1968 στη γιάφκα της Γραβιάς και ωδηγηθείς εις την ΚΥΠ… Μετά 2-3 ημέρες τον φέρανε τον Μπάρα εις την Ασφάλειαν… Όταν τον φέρανε τον Μπάρα εις την Ασφάλειαν, εγώ τον είδα και σαφώς ήτο τσαλακωμένος. Εγώ τότε τηλεφώνησα εις τον Καραμπέρη και του είπα γιατί μου τον φέρανε έτσι. Τότε ο Καραμπέρης μου είπε να τον στείλω πίσω στη μονάδα και τον έστειλα….. Εγώ από τον Κουρκουλάκο έμαθα ότι ενεφανίσθη ως αυτοκινητιστικό ατύχημα. Από τους άντρες της ΚΥΠ εκακοποιήθη και όχι από τους κατηγορουμένους […] (φ.11ον).

Στο σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου, πριν ανακοινωθεί το αποτέλεσμα της δίκης διατυπώνονται οι εξής διαπιστώσεις: […]Αμέσως οι ως άνω συλληφθέντες (Μπάρας και Καζέλης – (9/5/1968) ωδηγήθηκαν κεχωρισμένως δι΄αυτοκινήτων εις την εντός του χώρου του Γ΄ Σώματος Στρατού μονάδα της ΚΥΠ (4551). Εκεί ο μηνυτής εκρατήθη έγκλειστος, καθ’ όλην την διάρκειαν της ημέρας της συλλήψεως του και μέρους της επομένης. Ευθύς από της προσαγωγής του, ήρχισε να υποβάλλεται εντός της άνω μονάδος εις δεινήν κακοποίησιν, επαναλμβανομένην περιοδικώς κατά διαστήματα μέχρι της εκ της μονάδος ταύτης μεταγωγής του, εν τη επιδιώξει της αποσπάσεως παρ’ αυτού ομολογίας (αρχικώς προφορικής και μετέπειτα εγγράφου)….Εις την κακοποίησιν ταύτην του μηνυτού επί τω ρηθέντι σκοπώ, δια την οποίαν εχρησιμοποιούντο και πρόσφορα προς τούτο όργανα (συρμάτινον μαστίγιον, σιδηροσωλήν, ρόπαλον), μετείχε και ο, άμα τη συλλήψει του μηνυτού μεταβάς εις την άνω μονάδα επί τούτω, εκ των δικαζομένων κατηγορουμένων Νικόλαος Τετραδάκος, ποιούμενος χρήσιν ιδία ροπάλου. Ούτος, από κοινού μετ’ άλλων προσώπων (εκ της χωροφυλακής και της ΚΥΠ) έπληττε τον μηνυτήν ισχυρώς, δια των χειρών, των ποδών του και δια του άνω οργάνου, εις διάφορα μέρη του σώματος του και ιδία κατά την κεφαλήν, το στέρνον, τας χείρας και τους πόδας. Διαρκούσης της τοιαύτης κακοποιήσεως του ο μηνυτής επανειλημμένως απώλεσε τας αισθήσεις του, υποστάς και αιμορραγίαν από του στόματος, της ρινός και των ώτων, ως και πλείστας σωματικάς κακώσεις, τη εκτεθείση ενεργώ συμμετοχή πάντοτε και του ρηθέντος κατηγορουμένου, παρόντος εις τον άνω χώρον και κατά τους αντιστοίχους χρόνους. Ούτω ο μηνυτής περιήλθεν εις αθλίαν κατάστασιν, συνεπαγομένην αδυναμίαν βαδίσεως τούτου, ως και χρήσεως των χειρών του […]Στη συνέχεια ο Αργύρης Μπάρας μεταφέρεται στην Υποδιεύθυνση της Εθνικής Ασφάλειας, όπου παραμένει μέχρι τις 13/5/1968 και [...]λόγω της ειρημένης βαρείας και επικινδύνου καταστάσεως του (επιβαλλούσης επειγόντως ιατρικήν περίθαλψιν) και μετά συνεννόησιν των Προϊσταμένων της Υποδ/νσεως Εθνικής Ασφαλείας και της 4551 Σ.Μ. μετεφέρθη εις το 424 Γενικόν Στρατιωτικόν Νοσοκομείον, εις ο παρουσιάσθη, υπό των συνοδευόντων αυτών, ως θύμα αυτοκινητιστικού ατυχήματος[…] (φ.18ον).

Το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον Νικόλαο Τετραδάκο και αθώωσε τους Καραμήτσο, Παπουτσή και Μυριαλάκη. Ο Μιχάλης Κουρκουλάκος δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια αυτής της δίκης, αλλά η υπόθεση εναντίον του εκδικάστηκε στις 8 Απριλίου 1992, παρότι και πάλι ήταν απών. Και στη δίκη αυτή ο Αργύρης Μπάρας και ο Θόδωρος Καζέλης επανέλαβαν όσα είχαν πει και στη δίκη του 1975. Στη δίκη καταθέτει ως μάρτυρας κατηγορίας και ο Αναστάσιος Ηλιακόπουλος, συνταξιούχος Χωροφυλακής… […] Υπηρετούσα στην ΚΥΠ…. Μετά τη σύλληψη του Αργύρη Μπάρα εγώ με αυτοκίνητο πήγα στην ΚΥΠ, όπου έμαθα και για τον θάνατο του Τσαρουχά. Πήγα να δω τον Μπάρα, να δω τι άνθρωπος ήταν, γιατί δεν τον ήξερα. Τον είδα σε κακά χάλια, μάλιστα έλυσα τα χέρια του και του έδωσα νερό. Ήταν κτυπημένος και πιστεύω ότι τον κτύπησαν πολλά άτομα, δεν ξέρω όμως αν τον κτύπησε και ο Κουρκουλάκος. Επικεφαλής της ΚΥΠ ήταν ο Καραμπέρης, ο οποίος διοικούσε με σιδηρά πειθαρχεία. Κατά κύριο λόγο τις ανακρίσεις τις έκανε ο Κουρκουλάκος[…](φ.6ον) . Στην απόφαση του το Δικαστήριο κηρύσσει ένοχο τον Κουρκουλάκο, αφού αναφέρει ανάμεσα σε άλλα ότι ο συλληφθείς Αργύριος Μπάρας οδηγήθηκε κεχωρισμένως δι΄αυτοκινήτου εις την εντός του χώρου του Γ΄Σ.Σ. μονάδα της ΚΥΠ 4551. Εκεί ο παθών έγκλειστος καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και τον υπέβαλε σε δεινή κακοποίηση επαναλαμβανόμενη διαρκώς με το σκοπό να του αποσπάσουν ομολογία περιέχουσα πληροφορίες περί της αποδιδομένης σ’ αυτόν ανατρεπτικής δράσης του για το εγκαθιδρυθέν καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 (φ.8ον).


Μαρτυρίες βασανισθέντων

Οι μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι βασανίστηκαν κατά την περίοδο της επτάχρονης τυραννίας, είτε είναι καταγεγραμμένες σε κάποιο μέσο (ραδιόφωνο, τηλεόραση), είτε είναι δημοσιευμένες σε βιβλία. Υπάρχουν και εκείνες που αποτελούν προφορικές μαρτυρίες που δεν έχουν καταγραφεί πουθενά και για τις οποίες, κρίθηκε απαραίτητο να γίνει μια συγκροτημένη προσπάθεια, στο πλαίσιο της παρούσης έρευνας, να κωδικοποιηθούν και να χρησιμοποιηθούν στην τεκμηρίωση των γεγονότων.

Ο Τάσος Δαρβέρης ήταν μέλος της αντιστασιακής ομάδας “Λαϊκή Πάλη”, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της επταετούς δικτατορίας φυλακισμένος. Στο βιβλίο που εκδόθηκε το 1983 στη Θεσσαλονίκη από τον εκδοτικό οίκο Τρίλοφος (επανέκδοση, Βιβλιοπελαγός, Αθήνα 2002) θυμάται πως μετά τη σύλληψή του μεταφέρθηκε με το αμάξι με τα βαμμένα τζάμια πέρασε πίσω από την Έκθεση και το Παλέ ντε Σπορ και μπήκε στην πίσω πύλη του Γ΄ Σώματος Στρατού. Σταμάτησε στο δεύτερο κτίριο δεξιά, απέναντι από ένα στρατώνα των ΛΟΚ, και έφεραν τον Λάμπρο σ’ ένα μεγάλο άδειο γραφείο: το γραφείο του Καραμπέρη (σελ. 190).

Ο Στέργιος Κατσαρός, εργάτης και συνδικαλιστής, μέλος επίσης της αντιστασιακής ομάδας, “Λαϊκή Πάλη” βασανίστηκε και φυλακίστηκε την περίοδο αυτήν. Στο βιβλίο που πρωτοεξέδωσε το 1999, «Εγώ ο Προβοκάτορας, ο Τρομοκράτης» περιγράφει πολλές από τις εμπειρίες του. Στη σελίδα 162 θυμάται πως στην ΚΥΠ, μέσα στο Τρίτο Σώμα Στρατού σε περιμένει ένα σκοτεινό κελί. Δεν ακούς τίποτα, λες και είσαι θαμμένος μέσα στη γη. Από καιρό σε καιρό ακούς κραυγές πόνου, σαν να βασανίζουν κάποιον δίπλα σου. Αργότερα εξακριβώσαμε ότι ήταν μαγνητόφωνα.

Ο Νάντης Χατζηγιάννης, αντιστασιακός, μέλος του “Πατριωτικού Μετώπου” συνελήφθη κατά τη διάρκεια της δολοφονίας του συντρόφου του, Γιάννη Χαλκίδη, και πέρασε μεγάλο μέρος της επταετίας στις φυλακές. Στο βιβλίο που εξέδωσε μόνος του, το 2008, «τι έχεις μ’ αυτόν» περιγράφει τη δράση του την περίοδο αυτήν. Στη σελίδα 87 θυμάται πως διασχίσαμε την Εγνατία και όταν φτάσαμε στο πίσω μέρος του Γ΄ Σώματος Στρατού μου λέει φορτωμένος μίσος και ειρωνεία ο Λεπενιώτης: Εδώ θα καλοπεράσεις. Θα κάνεις παραθέριση[…]. Στη σελίδα 88 συνεχίζει το τσιράκι του Καραμπέρη, ο Κουρκουλάκος, παρατηρώντας την αλλήθωρη κέρινη μάσκα του αφεντικού του θυμωμένη, τσατίζεται και βρίζοντας με τράβηξε έξω από το γραφείο και με παρέδωσε σε νεαρούς βασανιστές της ΚΥΠ, σε ένα άλλο γραφείο, και αρχίσανε τις μπουνιές και κλωτσιές μπροστά του. Στην ΚΥΠ με κράτησαν μια νύχτα […].

Σε τηλεοπτικές εκπομπές και ρεπορτάζ έχουν επίσης αποτυπωθεί μαρτυρίες από βασανιστήρια που έγιναν στις εγκαταστάσεις του Γ΄ Σώματος Στρατού. Στη Δημοτική Τηλεόραση TV 100 και στην ΕΤ 3, στις 21 Απριλίου 2011, παρουσιάστηκαν ρεπορτάζ για την επίσκεψη μνήμης που πραγματοποίησαν, εκείνη την ημέρα, μέλη του συλλόγου φυλακισθέντων την περίοδο της Χούντας στο χώρο όπου είχαν βασανιστεί. Η επίσκεψη έγινε με πρωτοβουλία της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων 1940 – 1974 Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας και αποσκοπούσε στην προβολή του αιτήματος για δημιουργία στις εγκαταστάσεις του Γ΄ Σώματος Στρατού, ειδικού χώρου μνήμης για τους αγωνιστές της δημοκρατίας που βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν. Στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ έχουν καταγραφεί η μαρτυρία του αγωνιστή και μετέπειτα υπουργού Κώστα Τριαρίδη, ο οποίος περιδιαβαίνοντας το χώρο θυμάται πως εδώ μέσα ήταν το πρώτο χοντρό ξύλο χωρίς κανέναν σκοπό. Και μετά η επίσκεψη στο γραφείο του Παπακωνσταντίνου του διοικητή της 4551 μονάδας της ΚΥΠ που ’καμε κουμάντο. Απειλές ξανά ξύλο και μετά στα μουλαράδικα, στο 525 τάγμα πεζικού στο Σέδες, όπου γινόταν φάλαγγα […]. Στα ίδια ρεπορτάζ, ο επίσης αγωνιστής της Δημοκρατίας, δημοσιογράφος Ανέστης Αναστασιάδης, περιφερόμενος στις εγκαταστάσεις του Πολεμικού Μουσείου Θεσσαλονίκης θυμάται: … Τα βασανιστήρια ήταν εδώ πέρα. Φάλαγγα μέχρι που τέλος πάντων είχαν ρίξει κάτω χώμα και μας χτυπούσανε στη μύτη και πέφτανε τα αίματα επάνω μας και μετά μας χτυπούσανε ξανά μέχρι που λιποθυμούσαμε και μας τύλιγαν με μια κουβέρτα και μας πετούσανε στο κελί.

Νέες Μαρτυρίες

Πέρα από τις μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί σε βιβλία και τηλεοπτικά ρεπορτάζ, το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης απευθύνθηκε σε κάποιους από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, θέλοντας να εστιάσει την έρευνά του στην τεκμηρίωση των χώρων βασανισμού στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένο πως, από την ώρα που έχουν αποδειχθεί οι βασανισμοί πέραν πάσης αμφιβολίας (άλλωστε δεν αμφισβητούνται από κανέναν), είναι παράλογο να θεωρήσουμε πως οι άνθρωποι οι οποίοι υπέστησαν τα βασανιστήρια θα είχαν οποιονδήποτε λόγο να ισχυρίζονται πως βασανίστηκαν σε άλλους χώρους διαφορετικούς από αυτούς που βασανίστηκαν.

Ο Θεόδωρος Καζέλης, εκ των συναγωνιστών του Γ. Τσαρουχά, συνελήφθη μερικές ώρες μετά από αυτόν και οδηγήθηκε στις εγκαταστάσεις της ΚΥΠ στο Γ΄ Σώμα Στρατού, λίγο πριν ψυχορραγήσει ο βουλευτής της αριστεράς. Ο Καζέλης που ήταν προδικτατορικά γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη Μακεδονίας, μετά την 21η Απριλίου 1967 πέρασε στην παρανομία και εντάχθηκε στο Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο. Συμμετείχε στη διοίκηση του Γραφείου Θεσσαλονίκης του Μετώπου στο οποίο γραμματέας ήταν ο πρώην βουλευτής της ΕΔΑ, Γιώργος Τσαρουχάς. Μέλη του γραφείου Θεσσαλονίκης ήταν επίσης οι, Αλέκος Παπαλεξίου (επίσης πρώην βουλευτής της ΕΔΑ), Αλέκος Ιωσηφίδης (δημοτικός σύμβουλος επί Θ. Μαναβή) και Χρήστος Μόσχος (Καπετάν Πέτρος, μέραρχος στον ΕΛΑΣ – περιοχή Πάϊκου).

Ο Θεόδωρος Καζέλης διέμενε μαζί με το συναγωνιστή του, Αργύρη Μπάρα, σε κρησφύγετο στην οδό της Γραβιάς, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Τα χαράματα της 9ης Μαΐου 1968, λίγες ώρες αφού είχε ήδη συλληφθεί ο Γιώργος Τσαρουχάς στα διόδια της Λεπτοκαριάς, πάνοπλο τμήμα ασφαλιτών και αξιωματικών του στρατού απέκλεισε την περιοχή στην οποία διέμεναν και συνέλαβε τους Αργ. Μπάρα και Θ. Καζέλη. Ο Θ. Καζέλης λίγο πριν τον σκεπάσουν με μια κουβέρτα διέκρινε τα πρόσωπα ορισμένων γνωστών του αστυνομικών. Μόλις είχε ανατείλει και οι δύο συλληφθέντες οδηγήθηκαν στις εγκαταστάσεις της μονάδας 4551 της ΚΥΠ, στην πίσω πλευρά του στρατοπέδου του Γ΄ Σώματος Στρατού, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το παράρτημα Θεσσαλονίκης του Πολεμικού Μουσείου.

Όπως θυμάται σήμερα, ο Θεόδωρος Καζέλης, στους χώρους εκείνους πέραν των γραφείων των αξιωματικών της ΚΥΠ υπήρχαν τρία κελιά. Στο πρώτο έβαλαν τον ίδιο, στο δεύτερο τον σύντροφό του, Αργύρη Μπάρα, ενώ αντιλήφθηκε λίγο μετά τη μεταγωγή τους εκεί πως, από το τρίτο κελί έβγαλαν, για να μεταφέρουν σε κάποιο γραφείο απέναντι, το Βασίλη Μάστορα, ο οποίος, όπως κατάλαβε, είχε συλληφθεί μαζί με τον Γ. Τσαρουχά. Αργότερα, την ίδια μέρα τόσο ο Θ. Καζέλης όσο και οι Μπάρας και Μάστορας, βασανίστηκαν μέσα στα κελιά τους. Ο Καζέλης μαστιγώθηκε, ενώ ο Μπάρας χτυπήθηκε με μεγάλα καδρόνια, τα οποία του προκάλεσαν εκτεταμένους τραυματισμούς, ενώ έσπασαν και πολλά πλευρά του. Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν και την επομένη, τα μεσάνυχτα όμως μεταφέρθηκαν και οι δύο στις εγκαταστάσεις της Ασφάλειας, στην πλατεία Βαρδαρίου. Η ασφάλεια την περίοδο εκείνη στεγαζόταν επάνω από το κατάστημα Φλόκα, στο μέσον, της κάτω πλευράς, της πλατείας. Στην ταράτσα του κτιρίου υπήρχαν κελιά, όπου έκλεισαν τους Καζέλη και Μπάρα. Αφού κρατήθηκαν στην Ασφάλεια 10 – 15 μέρες, όπου επίσης βασανίστηκαν επανειλημμένως, μεταφέρθηκαν εκ νέου στα κελιά της ΚΥΠ, στο Γ΄ Σώμα Στρατού. Από εκεί, για 15 περίπου ημέρες τους μετέφεραν καθημερινά, με την ευθύνη του αρχιβασανιστή, Μιχάλη Κουρκουλάκου, στο στρατόπεδο πεζικού στο Σέδες, όπου συνεχίστηκαν τα βασανιστήρια. Η κράτηση και τα βασανιστήρια κράτησαν για 2 μήνες και μετά το διάστημα αυτό, οι αγωνιστές μεταφέρθηκαν υπόδικοι στις φυλακές του Επταπυργίου. Εναντίον τους απαγγέλθηκαν πολλές κατηγορίες. Στο κατηγορητήριο περιλαμβάνονταν 39 άτομα, όλα μέλη του Πατριωτικού Μετώπου Θεσσαλονίκης. Η δίκη τους πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο μετά τη σύλληψή τους, το Μάιο του 1969 και έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η δίκη των 39. Ο Θεόδωρος Καζέλης μαζί με τους Αλέκο Παπαλεξίου και Μιχάλη Σπυριδάκη κατηγορήθηκαν επί πλέον ως επικεφαλείς της οργάνωσης. Το δικαστήριο καταδίκασε σε μεγάλες ποινές τους περισσότερους από τους κατηγορούμενους. Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκαν οι, Αλέκος Παπαλεξίου, Αργύρης Μπάρας, Σωκράτης Στεφανίδης και Νίκος Μιχαηλίδης. Ο Θεόδωρος Καζέλης καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 ετών, ο Μιχάλης Σπυριδάκης σε 18 χρόνια, ο Δήμήτριος Παπαλεξίου σε 12 χρόνια, ο Γιώργος Κομψόπουλος σε 1 χρόνο, ενώ στο Βασίλη Μάστορα επιδικάστηκε η ποινή του εκτοπισμού. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε μικρότερες ποινές, ενώ κάποιοι αθωώθηκαν.

Μετά τη δίκη των 39 αγωνιστών του Πατριωτικού Μετώπου Θεσσαλονίκης, οι καταδικασθέντες μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, στις φυλακές Αβέρωφ, όπου είχε δημιουργηθεί ειδική πτέρυγα για τους πολιτικούς κρατούμενους. Ο Θεόδωρος Καζέλης μαζί με τους άλλους φυλακισμένους απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1973, όταν το καθεστώς των συνταγματαρχών χορήγησε αμνηστία σε πολλούς από τους πολιτικούς κρατούμενους.

Η Ασπασία Καρρά θυμάται πως τη μετέφεραν σε ένα μεγάλο κτίριο το οποίο ήταν διώροφο και στο οποίο διέμεναν λοκατζήδες. Την οδήγησαν στο δεύτερο όροφο, όπου την έκλεισαν μέσα σε ένα δωμάτιο και απέξω ένας σκοπός φύλαγε σκοπιά. Έξω από την πτέρυγα είχε μια πινακίδα που έγραφε “¨ΞΕΝΩΝ”. Τη νύχτα την έβγαζαν έξω από το διώροφο κτίριο και την οδηγούσαν δεξιά, σε ένα άλλο κτίριο μακρόστενο το οποίο ήταν σχεδόν απέναντι από το στρατιωτικό νοσοκομείο 424. Στο κτίριο εκείνο βρισκόταν το γραφείο του διοικητή της ΚΥΠ, Καραμπέρη, όπου και ανακρίθηκε, ενώ σε παρακείμενο χώρο υπέστη τα βασανιστήρια. Το κτίριο ήταν επίσης μακρόστενο γύρω στα 20 μέτρα και ήταν μονώροφο. Το πρωί πριν ξημερώσει τη μετέφεραν και πάλι στο κτίριο των λοκατζήδων. Ανάμεσα στα κτίρια υπήρχε μια μικρή τάφρος, την οποία η κυρία Καρρά θυμάται πολύ καλά, επειδή όταν επέστρεφε βασανισμένη στο κτίριο των Λοκατζήδων έπρεπε οι δύο συνοδοί της να την ανασηκώσουν, για να μπορέσουν να την περάσουν από την τάφρο.


Πηγές

Δικαστικές Αποφάσεις :

  • Αριθμός 43 – 65 / 1979. Πρακτικά και Απόφασις Δημόσιας Συνεδριάσεως του εν Θεσσαλονίκη Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για τη δολοφονία του Γ. Τσαρουχά. Διάρκεια δίκης: 16 Μαΐου – 8 Ιουνίου 1979
    Συνοδευτικό υλικό της δικογραφίας από τις απολογίες Στέφανου Καραμπέρη, Σταύρου Αναστασιάδη, Αναστασίου Ηλιακόπουλου, Βασίλειου Νταλαχάνη και Βασίλειου Καραμήτσου στον ανακριτή του Α΄ τμήματος της εισαγγελίας Θεσσαλονίκης.

  • Αριθμός 5590 / 1975 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, για τα βασανιστήρια που υπέστη η Ασπασία Καρρά. Διάρκεια δίκης : 28.11. – 3.12.1975. Σύνθεση Α΄.

  • Αριθμός 153-158/1975. Πρακτικά και απόφασις του εν Θεσσαλονίκη Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, Δημόσια συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 1975, για το βασανισμό του Αργύρη Μπάρα. Συνοδευτικό υλικό- υποφάκελλος 5-6, καταθέσεις μαρτύρων.

  • Αριθμός 28-30 /1992. Πρακτικά και απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, Δημόσια Συνεδρίαση της 8ης Απριλίου 1992, για την υπόθεση του βασανισμού του Αργύρη Μπάρα.

Εφημερίδα Μακεδονία, 15–27/5/1969, 20/3/1975, 24/8/1975, 8/10/1975, 2-12/12/1975, 15-19/5/1979,


Βιβλιογραφία:

  • Τάσος Δαρβέρης, Μια ιστορία της νύχτας. 1967-74, εκδόσεις Τρίλοφος, Θεσσαλονίκη, 1983 και β΄ έκδοση, Βιβλιοπελαγός, Αθήνα, 2002.

  • Στέργιος Κατσαρός, Εγώ ο Προβοκάτορας, ο Τρομοκράτης. Η γοητεία της βίας, εκδόσεις Μαύρη Λίστα.

  • Απόστολος Παπαγιαννόπουλος, Θεσσαλονίκη εν Θερμώ, γ΄ τόμος, εκδόσεις Μαλλιάρης – Παιδεία, Θεσσαλονίκη, 2009, σ. 1493-1496.

  • Νάντης Χατζηγιάννης, Τι έχεις μ’ αυτόν; Προσωπική κατάθεση-μαρτυρία για την αντίσταση κατά της Δικτατορίας 1967-1974 ...και λίγο πριν και λίγο μετά..., β΄ έκδοση, ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη 2008.


Τηλεοπτικές εκπομπές:

  • Ρεπορτάζ Δημοτικής Τηλεόρασης TV 100 στις 21 Απριλίου 2011.

  • Ρεπορτάζ της ΕΤ 3 στις 21 Απριλίου 2011.


1 Ο Γιώργος Τσαρουχάς οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ και ανέπτυξε έντονη συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, από όπου αποβλήθηκε το 1934. Δούλεψε για ένα χρόνο στη Λαϊκή Φωνή και μετά τη λήξη της ποινής, συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Αθήνας, από όπου αποφοίτησε. Ο ελληνοιταλικός πόλεμος τον βρήκε στρατιώτη στην πρώτη γραμμή και μετά την κατάρρευση του μετώπου πολέμησε στην Ανατολική Μακεδονία, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, του οποίου έγινε γραμματέας Ανατολικής Μακεδονίας. Υπήρξε ο πρώτος μετακατοχικός Νομάρχης Καβάλας, αναδεικνύοντας τις οργανωτικές και άλλες ικανότητες του. Οργάνωσε ταχύτατα και αποτελεσματικά την επισιτιστική λειτουργία στον καθημαγμένο νομό και κυριολεκτικά διέσωσε εργοστάσια και εφόδια από τους αποχωρούντες Βούλγαρους. Την περίοδο που ξεκινούν οι διώξεις των αριστερών αγωνιστών, συλλαμβάνεται - πρώτος – στην Καβάλα τον Αύγουστο του 1945, καταδικάζεται σε 11 χρόνια φυλάκιση και εξορίζεται στη Γυάρο. Ύστερα από αναθεώρηση της δίκης, αθωώνεται από το Αναθεωρητικό Εφετείο Θράκης και αποφυλακίζεται στις 15 Μαΐου 1952. Από την απελευθέρωση της Καβάλας τον Σεπτέμβριο του 1944 μέχρι την εκλογή του ως βουλευτής το 1961 (δηλαδή σε διάστημα 17 ετών και 2 μηνών), πέρασε 11 χρόνια και 12 ημέρες σε φυλακές και εξορίες, όπως τεκμηριώνεται από επίσημα έγγραφα, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος κράτησής του στην Καβάλα, για τον οποίο δεν υπάρχουν επίσημα έγγραφα. Στην κοινοβουλευτική ομάδα συναντιέται με τον Γρηγόρη Λαμπράκη και αναπτύσσουν σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης και φιλίας. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, ο Γιώργος Τσαρουχάς, τραυματίζεται, κακοποιείται από τους παρακρατικούς και νοσηλεύεται για 29 ημέρες στο ΑΧΕΠΑ. Συνέχισε τους αγώνες του για τη δημοκρατία, και την ειρήνη, μέσα από τη βουλή και την κοινωνία. Το βράδυ της 8ης Μαΐου 1968, κατευθυνόμενος προς την Αθήνα, για τον συντονισμό σε πανελλαδικό επίπεδο της αντίστασης κατά της χούντας, συνελήφθη στα διόδια της Λεπτοκαρυάς, μεταφέρθηκε στα γραφεία της ΚΥΠ, στο Γ΄Σώμα Στρατού, όπου μετά από απάνθρωπα βασανιστήρια εξέπνευσε το πρωί της 9ης Μαΐου σε ηλικία 56 ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.