Ένα
τέτοιο μήνα πριν 28 χρόνια, το Σεπτέμβριο του 1996, έφευγε από τη ζωή, σε ηλικία 93 ετών, ο ποιητής και
λογοτέχνης Γεώργιος Βαφόπουλος, ο «αρχηγός της ποίησης της Θεσσαλονίκης»,
όπως είχε αποκληθεί. Ο πνευματικός άνδρας που με τους στίχους και τις ιδέες του
«φρεσκάρισε την πραγματικότητα και έδωσε μια νέα πνοή στις ποιητικές
αναζητήσεις», σύμφωνα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
Συμπληρώθηκαν όμως και 39 χρόνια από τα εγκαίνια, στις 29 Οκτωβρίου 1983, του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου, που ο ποιητής δημιούργησε με τη
σύντροφό του Αναστασία, προσφέροντας στη Θεσσαλονίκη μία όαση πολιτισμού.
Μακραίωνη ιστορία
Ο Βαφόπουλος στο έργο του, καμαρώνει για την Γευγελή, με
την μακραίωνη ιστορία, που την αναφέρουν
στα κείμενά τους ο Ηρόδοτος και ο Θουκιδίδης, καθώς υπήρξε μια σημαντική πόλη
της Παιονίας. Και όπως μας πληροφορεί στο «Πάθος», τον πρώτο τόμο του
πεντάτομου έργου του «Σελίδες αυτοβιογραφίας», που είναι μία προσωπική
εξομολόγηση αλλά και μία εκπληκτικά δοσμένη εξιστόρηση της ίδιας της ιστορικής
διαδρομής στη Μακεδονία του 20ου αιώνα, το όνομα της Γευγελής έχει
προέλευση ακόμη από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα δε με μία
εκδοχή, προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη Ζεύγλη
που σημαίνει ζευγολατιό, δηλαδή τσιφλίκι ή αγροτικό συνοικισμό.
Η Γευγελή που υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του
Ελληνισμού στην Κεντρική και Βόρεια Μακεδονία, είχε διαδραματίσει σημαντικό
ρόλο στην επανάσταση του 1821, με το ανταρτικό σώμα που είχε σχηματίσει στην
περιοχή ο καπετάν Θανάσης Καπετανόπουλος από τη Ράδινα του Τίκφες, με βοηθούς
του τους Βασίλειο Βάνδο από το Λέσκοβο και τον
Γεώργιο Ρογκότη από τη Λαγκαδιά. Ήταν
τέτοιος ο ενθουσιασμός που είχε προκληθεί στους Γευγελιώτες η Εθνεγερσία του
1821, ώστε οι Οθωμανικές αρχές, φοβούμενες εξάπλωση της επαναστατικής έξαψης
και στην υπόλοιπη Βόρεια Μακεδονία, μετέφεραν και εγκατέστησαν στην περιοχή της
Γευγελής πολλούς Τούρκους Γιουρούκηδες η Κονιάρηδες που κατάγονταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας,
ώστε να αποτελούν κυματοθραύστη απέναντι στο ελληνικό στοιχείο.
Έχοντας κατακλυσθεί από αγάπη για τον τόπο που πρωτοείδε
το φως της ζωής, ο ποιητής αναφέρεται στην ανάπτυξη της Γευγελής, όταν γύρω στα
1890, η σιδηροδρομική γραμμή που ένωσε τη Θεσσαλονίκη με τα Σκόπια αρχικά και
στη συνέχεια με την κεντρική Ευρώπη, πέρασε από το άλλοτε μικρό χωριό,
αλλάζοντας τη μοίρα του. Μεταμορφώνοντάς το, πολύ σύντομα, σε ένα αστικό κέντρο
διαμετακομιστικού εμπορίου και βοηθώντας να αξιοποιηθούν και να αναπτυχθούν τα
βασικά προϊόντα της πλούσιας κοιλάδας του Αξιού, που ήταν τα καπνά και τα
κουκούλια.
Η δραστήρια ελληνική κοινότητα
Νοσταλγικά, ο Γιώργος Βαφόπουλος, μιλάει για τη δραστήρια
ελληνική κοινότητα της γενέτειράς του, που είχε πάντα τα πρωτεία στις
κοινωνικές εκδηλώσεις. Στις σχολικές γιορτές, τις γυμναστικές επιδείξεις, τις
μαθητικές παρελάσεις, τις θεατρικές παραστάσεις που έδιναν στη μεγάλη αίθουσα
του σχολείου ερασιτέχνες ηθοποιοί. Κι ακόμη, για την φιλαρμονική που είχαν
οργανώσει οι Έλληνες της Γευγελής από ερασιτέχνες νέους μουσικούς, με τη μπάντα
της να κάνει παρέλαση κάθε Κυριακή καταχειροκροτούμενη στον μεγάλο κεντρικό
δρόμο της πόλης.
Περιγράφει επίσης τις δύο ελληνικές εκκλησίες της
Γευγελής, την παλιά μεταβυζαντινή της Αναλήψεως και τη νεώτερη της Αγίας
Τριάδας, την οποία, μετά το σχίσμα διεκδικούσαν και οι Βούλγαροι, με τη βοήθεια
των Τούρκων. Οι προσπάθειές τους απέτυχαν, καθώς οι Έλληνες της Γευγελής τη
φρουρούσαν οπλισμένοι, «έτοιμοι να πέσουν όλοι μπροστά στο νάρθηκά της», κατά
πως λέει ο Βαφόπουλος.
Με την προσήκουσα ευλάβεια ο μεγάλος ποιητής της
Μακεδονίας αναφέρεται στον παππού του, τον διδάσκαλο Γεώργιο Βαφόπουλο, ο
οποίος μαζί με το νεώτερο αδελφό του, τον Δημήτριο Βαφόπουλο, είχαν διδάξει τα
ελληνικά γράμματα σε δύο γενιές. Ο παπούς του λοιπόν, που ήταν ένας από τους
οργανωτές στην περιοχή, της αντίστασης κατά του βουλγαρικού κομιτάτου και των
επιδιώξεών του, δολοφονήθηκε στα 1897, κοντά στη Γουμένισσα από τα μέλη μιας
τρομοκρατικής οργάνωσης κομιτατζήδων. Πρόκειται για τους εξτρεμιστές που
έσπερναν το ρατσιστικό μίσος ανάμεσα στις εθνότητες, καλλιεργώντας επιζήμιες
συγκρούσεις. Τους ίδιους εκείνους που στις 24 Αυγούστου του 1903, τη μέρα που ο
ποιητής ερχόταν στη ζωή, εκείνοι κατά σύμπτωση ανατίναζαν ένα τμήμα της
σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελή-Θεσσαλονίκη, με την τοποθέτηση μιας ισχυρής
βόμβας.
Η πτώχευση του 1893 και ο πόλεμος του 1897
Ήταν η εποχή που το επίσημο ελληνικό κράτος εγκλωβισμένο
στις συνέπειες της πτώχευσης του 1893 και του οδυνηρού βλακώδους πολέμου του
1897, αλλά και απορροφημένο από τους κομματικούς ανταγωνισμούς, δεν μπορούσε να
συλλάβει τους κινδύνους της σλαυϊκής επιβουλής και την αναγκαιότητα του
Μακεδονικού Αγώνα.
Στην περιφέρεια της Γευγελής, όπως και σε όλη την
υπόλοιπη Μακεδονία, ο ελληνισμός είχε δοκιμάσει κατά τα έτη 1901-1904 με όλους
τους τρόπους τους κατατρεγμούς του βουλγαρικού κομιτάτου, ενώ οι δολοφονηθέντες
Έλληνες υπερέβαιναν τους 140. Στο πάνθεο των μαρτύρων, βρίσκεται η δασκάλα
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου, η οποία κάηκε ζωντανή στις 14 Οκτωβρίου 1914, μαζί με άλλους πέντε συγχωριανούς της,
μέσα στο σπίτι της, στο χωριό Γκρήτσιστα της Γευγελής, από Βούλγαρους
κομιτατζήδες οι οποίοι ήθελαν να τη διώξουν από την περιοχή, ώστε να πάψει να
διδάσκει στα παιδάκια την ελληνική γλώσσα.
Γλυπτική σύνθεση του Γιώργου Τσιάρα με τις μορφές του Γιώργου Βαφόπουλου και της συζύγου του Αναστασίας |
Για τον άλλο παππού του, τον πατέρα της μητέρας του, που
είχε γεννηθεί ψηλά στις όχθες του Αξιού, στην μικρή τότε πολιτεία Βελεσσά, ο
Βαφόπουλος διηγείται τη ζωή του που λες και ήταν βγαλμένη από παραμύθι. Καθώς
ξεκίνησε ως ένας φτωχός μεροκαματιάρης ξυλοκόπος, που με μεγάλη δυσκολία
κατόρθωνε να θρέψει την οικογένειά του, για να εξελιχθεί σε σπουδαίο έμπορο
ξυλείας που την έφερνε από την Αυστρία για να εφοδιάσει όλες τις αγορές της
βόρειας Μακεδονίας. Όλα αυτά βέβαια, μετά και την ανακάλυψη ενός κρυμμένου
θησαυρού, ενός πιθαριού με χρυσάφι που είχαν παραχώσει στη γη κάποιοι ληστές.
Μαθαίνουμε ακόμη από τον Βαφόπουλο και για την κοινωνική
ζωή στην παλιά Γευγελή. Για τις βραδινές βεγγέρες, με τους χορούς και τα
αστεία, που γινόταν στίβος συναγωνισμού και όπου χορευόταν η μαζούρκα, η πόλκα
και το βαλς. Κατά κύριο λόγο, στις συναθροίσεις αυτές, τραγουδούσαν οι νέες
γυναίκες και συνόδευαν το τραγούδι τους οι νέοι άντρες με τα μαντολίνα. Ένας
Ιταλός δάσκαλος της μουσικής που είχε ξεπέσει στην πολιτεία, είχε καταφέρει να
βγάλει καλούς μαθητές.
Τεχνίτης μοναδικός της αφήγησης, ο Γιώργος Βαφόπουλος
περιγράφει και τα καρναβάλια που γίνονταν στην παλιά Γευγελή, και ήταν από τα
πιο οργανωμένα, μαζί με της Θεσσαλονίκης σε όλη τη Μακεδονία. Αλλά επίσης, το
πώς απέκτησε την αγάπη για τα βιβλία, καθώς και τα πρώτα του ποιητικά
σκιρτήματα. Ενώ ακόμη αναφέρει και το μεγάλο σηροτροφείο που διατηρούσε ο
πατέρας του σ΄αυτή εδώ την μικρή Μακεδονική πόλη. Με τον μεταξόσπορο, που
παρήγε, να τον στέλνει και στα 50 χωριά της περιφέρειας, προκειμένου να γίνουν
τα φημισμένα κουκούλια Γευγελής.
Το Τσουφλίδιον Ελληνικόν Σχολείον Γευγελής (1900) |
Η Αστική Σχολή Γευγελής
Η Αστική Σχολή της Γευγελής, στην οποία φοίτησε ο κατοπινός
ποιητής, ήταν από τα καλύτερα και σίγουρα το πιο μοντέρνο σε ολόκληρη τη
Μακεδονία. Είχε χτισθεί πάνω στα έξοχα σχέδια του αρχιτέκτονα από τη
Στρώμνιτσα, Μητρέτζου, με την πλούσια χορηγία ενός μεγάλου εθνικού ευεργέτη από
την Ήπειρο, του απόδημου Έλληνα στη Ρωσία, μεγαλέμπορου Αναστάσιου Τσούφλη. Το
σχολείο της Γευγελής, σύμφωνα με την περιγραφή του Βαφόπουλου, ήταν το πιο
μοντέρνο και το καλύτερα εξοπλισμένο της εποχής του, διαθέτοντας εκτός από τα
πλούσια όργανα της εποπτικής διδασκαλίας και μουσικά όργανα, καθώς και
γυμναστήρια, τόσο για το «αρρεναγωγείο», όσο και για το «παρθεναγωγείο», που
λειτουργούσαν στα δύο πατώματα του
κτιρίου, αλλά σε ξεχωριστές αυλές..
Ένα συνταρακτικό γεγονός για τους κατοίκους της Γευγελής,
ήταν η επίσκεψη, στις αρχές καλοκαιριού του 1911 στην πόλη τους, του σουλτάνου
Μεχμέτ Ρεσάτ, ο οποίος μόλις πριν από δύο χρόνια είχε πάρει το θρόνο της
Τουρκίας από τον Αβδούλ Χαμήτ. Ήταν η πρώτη φορά που σουλτάνος αποφάσιζε να
βγει για λίγο από τα χαρέμια του Τοπ Καπί, επιχειρώντας περιοδεία σε περιοχές
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η Θεσσαλονίκη με την Γευγελή ήταν δύο από τις
πέντε συνολικά πόλεις που είχε επιλέξει
να επισκεφθεί στη Μακεδονία.
Ο Πατισάχ
Ο πατισάχ είχε αφιχθεί στις 6 Ιουνίου 2011 στο λιμάνι της
Θεσσαλονίκης με το θωρηκτό «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», και πέντε μέρες αργότερα,
στις 11 Ιουνίου, έφτασε σιδηροδρομικώς στη Γευγελή, για να μεταβεί στη συνέχεια
στα Σκόπια, στην Πρίστινα και στο Μοναστήρι. Για την υποδοχή του σουλτάνου,
όπως εξιστορεί ο Βαφόπουλος, είχε αποσταλεί από τη Θεσσαλονίκη ειδικός ράφτης
που είχε πάρει τα μέτρα, ώστε τα παιδιά των καλών οικογενειών της Γευγελής να
ντυθούν την ημέρα της υποδοχής ομοιόμορφα με μαύρες στρατιωτικές στολές με
χρυσά κουμπιά και να ανεμίζουν μικρές κόκκινες σημαίες με το λευκό μισοφέγγαρο.
Η παιδική μνήμη του Βαφόπουλου, κράτησε ζωηρά την εικόνα του Τούρκου σουλτάνου,
καθώς πρόβαλε στο παράθυρο του βαγονιού τη νυσταλέα μορφή του, ενώ το πλήθος
στο σιδηροδρομικό σταθμό χειροκροτούσε και φώναζε «γιασασίν πατισάχ, γιασασίν
πατισάχ».
Ο εννιάχρονος τότε Γιώργος Βαφόπουλος, συγκλονίζεται,
όταν στις 30 Οκτωβρίου 1912, τέσσερις μέρες μετά την απελευθέρωση της
Θεσσαλονίκης, δύο ευζωνικά τάγματα μπαίνουν θριαμβευτικά στη Γευγελή. Και όπως
περιέγραψε: «Η υποδοχή που είχε γίνει στους ευζώνους ήταν κάτι παραπάνω από
παραλήρημα. Ποτέ δεν είχε αποθεωθεί έτσι στρατός, όπως τη μέρα εκείνη στη
Γευγελή. Πέντε μήνες οι κάτοικοι της πατρίδας μου είχαν ζήσει μέσα σ΄ένα όνειρο
ευδαιμονίας. Οι απλοϊκοί εκείνοι ορεσίβιοι της Ακαρνανίας, που συγκροτούσαν τα
δυό ευζωνικά τάγματα, στη συνείδηση των συμπατριωτών μου είχαν αναχθεί σε
μικρές θεότητες. Τόση ήταν η λατρεία προς τους ευζώνους, ώστε όλα τα σπίτια
ήταν ανοιχτά γι΄αυτούς. Γινόταν συναγωνισμός, ποιος πρώτος θα έπαιρνε στο σπίτι
του κι΄από έναν αξιωματικό» τόνιζε ο ποιητής.
Η Φιλόπτωχος Αδελφότητα Γευγελής (1904) |
Οδυνηρό ξύπνημα
Δυστυχώς για τους κατοίκους της Γευγελής το όνειρο της
ελευθερίας αποδείχθηκε απατηλό και το ξύπνημα ήταν οδυνηρό, όταν στο πλαίσιο
της συμφωνίας με τους άλλους συμμάχους, ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να
αποσυρθεί πέρα από τη γραμμή που ορίζει σήμερα τα βόρεια ελληνικά σύνορα, καθώς
η Γευγελή είχε επιδικασθεί στους Σέρβους.
Οι ανέμελες όμορφες μέρες, θα διακοπούν βίαια, όταν στην
περιοχή θα ηχήσουν τα κανόνια του Πρώτου και στη συνέχεια του Δεύτερου
Βαλκανικού πολέμου, εξαναγκάζοντας μεταξύ των άλλων τους Έλληνες της περιοχής
να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες και να πάρουν το δρόμο της
αναγκαστικής προσφυγιάς, αφήνοντας τα πάντα πίσω τους. Όπως χαρακτηριστικά
γράφει ο ποιητής, «ήταν τόσος ο καϋμός, ώστε κανένας από το σπίτι μας, ούτε ο πατέρας,
ούτε η μητέρα, ούτε τα αδέλφια μου, ούτε κανένας άλλος συγγενής δεν είχαν τη
δύναμη να την ξαναδούν καταστραμμένη». Όμως ο Βαφόπουλος, ύστερα από σαράντα
ακριβώς χρόνια, το 1955, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι του στην Ευρώπη,
σταμάτησε στη Γευγελή για να ξαναδεί τον τόπο της παιδικής του ευτυχίας. Χωρίς
δυστυχώς να μπορέσει να προσκυνήσει στον τάφο του παππού του, καθώς είχε
καταστραφεί.
Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη του για την πόλη όπου γεννήθηκε,
ώστε το ποίημά του που γράφτηκε για τη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε κάλλιστα να το
είχε συνταιριάξει για τη Γευγελή:
…στ' άτονα βλέφαρά σου, που θα τα βαραίνει η
οδύνη,
προσπάθησε μ' αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος….
προσπάθησε μ' αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος….
Η περίπτωση του μεγάλου Έλληνα ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου με τις Γευγελιώτικες ρίζες, αλλά και χιλιάδων άλλων συμπατριωτών μας που γεννήθηκαν και έζησαν στη μία ή την άλλη πλευρά των συνόρων, θα έπρεπε να αποτελεί παρακαταθήκη φιλίας και συνεργασίας για τις δυο χώρες, τους δυο λαούς μας. Και υπερνικώντας υπερεθνικιστικές αντιλήψεις του παρελθόντος και στείρους δογματισμούς, ξεπερνώντας φοβίες, απομονώνοντας ακραίες σωβινιστικές κραυγές και με την επίλυση του μοναδικού εκκρεμούς ζητήματος που υπάρχει μεταξύ των δύο χωρών, το θέμα του ονόματος, να οικοδομήσουν με στενή φιλία και αμοιβαία επωφελή συνεργασία, ένα καλύτερο μέλλον για τους λαούς μας.
Η συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία είναι όσο
ποτέ άλλοτε απαραίτητη, ιδιαίτερα αυτή την ρευστή εποχή της αβεβαιότητας. Και ο
Γιώργος Βαφόπουλος, που πάντα μιλούσε με ανυπόκριτη αγάπη και βαθιά νοσταλγία
για τον γενέθλιο τόπο του, βλέποντας να υπάρχουν καλύτερες σχέσεις ανάμεσά μας,
θα χαμογελούσε ευτυχισμένος από κει ψηλά που βρίσκεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.