Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

"Εις τον συνήθη τόπον......."

Επταπύργιο: ένα οδυνηρό αλλά αναγκαίο ταξίδι στο Χρόνο και την Ιστορία.

Μία ομάδα πολιτικών κρατουμένων, περιστοιχισμένη από στρατιώτες και χωροφύλακες, οδηγείται στον "συνήθη τόπον" του Γεντί Κουλέ
του Τριαντάφυλλου Τρανού*

Θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω ένα μέρος από τις εικόνες, τις σκέψεις και την συγκίνηση, ανθρώπινη, πολιτική και αισθητική, που μου προκάλεσε η ανάγνωση του βιβλίου για το οποίο θα συζητήσουμε σήμερα. Αυτές οι παρατηρήσεις αφορούν τόσο στην περιοχή της λογοτεχνίας και των εικαστικών τεχνών που θεραπεύω ως δάσκαλος και καλλιτέχνης, όσο και σε ισχυρά βιωματικά στοιχεία της παιδικής ηλικίας μιας και ένα μεγάλο μέρος της το οποίο διατρέχει την περίοδο της χούντας το πέρασα στην ευρύτερη περιοχή του Επταπυργίου.

Ξεκινώ με δύο λόγια από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου "Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης": […] μέσα από ένα πλήθος μαρτυριών, ντοκουμέντων και αρχειακού υλικού, ο Σπύρος Κουζινόπουλος μετά από πολυετείς έρευνες επιτυγχάνει στο βιβλίο του να παρουσιάσει όλη την εξέλιξη του Επταπυργίου, από τη λειτουργία του ως κάστρου της Θεσσαλονίκης και αργότερα ως φυλακής, από την περίοδο ακόμη της Οθωμανικής κυριαρχίας της πόλης μέχρι το κλείσιμό της το 1989. Εκθέτει με ανατομική ακρίβεια την απεχθή εικόνα του σωφρονιστικού συστήματος ξεκινώντας από την πριν το Γεντί Κουλέ περίοδο, όταν χρησιμοποιούνταν ως φυλακή ο Λευκός Πύργος και το Κονάκι του Πασά, το σημερινό Διοικητήριο.

Παρακολουθούμε σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης ανάγλυφα, σχεδόν στερεοσκοπικά, την άθλια κατάσταση που επικρατούσε στις φυλακές Επταπυργίου αφότου άνοιξε ως φυλακή, γύρω στο 1896. Η αφήγηση ανακαλεί στη μνήμη τη σειρά των χαρακτικών «Φανταστικές Φυλακές». Πρόκειται για τους φανταστικούς τόπους του Ιταλού χαράκτη και αρχιτέκτονα Τζιαμπαττίστα Πιρανέζι(1720 - 1778), διάσημου για τις χαλκογραφίες που παρήγαγε με απεικονίσεις των μνημείων και κτηρίων της πόλης της Ρώμης (Vedute di Roma), καθώς και για τα ατμοσφαιρικά σχέδια του 1770 πελώριων υπογείων φυλακών (Le Carceri d'Invenzione) που θυμίζουν εσωτερικά μεσαιωνικών πύργων, όπου όλα έχουν αποκτήσει γιγάντιες διαστάσεις με τις  τεράστιες κολόνες, τις τροχαλίες με αλυσίδες που κρέμονται απειλητικά, τα όργανα βασανιστηρίων και τους οδοντωτούς τροχούς.

Και ενώ οι Φυλακές του Πιρανέζι είναι απολύτως φανταστικές, όπως δηλώνει ο τίτλος της σειράς, οι «εγκληματικαί» όπως για μεγάλο διάστημα επισήμως αποκαλούνταν φυλακές του Επταπυργίου υπήρξαν απολύτως πραγματικές με φρικτές συνέπειες για αμέτρητους κρατούμενους-ες. Οι φυλακές αυτές που λειτούργησαν περίπου 100 χρόνια, από το 1896 μέχρι και το 1989, «εγκαινιάστηκαν» την όψιμη περίοδο της τουρκοκρατίας, διατήρησαν όμως και παρόξυναν τα απεχθή χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του ελληνικού εμφυλίου αλλά και στη διάρκεια  της χούντας των συνταγματαρχών και όλα τα κατοπινά χρόνια. Κατέστησαν διαβόητες κυρίως  από τη διακίνηση ναρκωτικών, τους βιασμούς κρατουμένων και την άγρια εκμετάλλευση των φυλακισμένων από ένα απροσπέλαστο σύστημα εξουσίας προκειμένου να πλουτίζουν ελάχιστοι μεγαλοπαράγοντες, ακόμη και κρατικοί λειτουργοί σε βάρος συχνά της ίδιας της ζωής των κρατουμένων.

Από την παρουσίαση του βιβ λίου "Γεντί Κουλέ" στις Σέρρες. Από δεξιά: Τρ. Τρανός, Σπ. Κουζινόπουλος, Ν. Φαλαγκάρας

Στο τέλος του βιβλίου, παρατίθεται ένας πλήρης σχεδόν κατάλογος με τα ονόματα των εκατοντάδων εκτελεσμένων «εις τον συνήθη τόπον» πίσω από το Γεντί Κουλέ, σαν ένα «κεράκι στη μνήμη των αδικοχαμένων που πλήρωσαν με τη ζωή τους και έγιναν σφάγια για να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες μιας ταραγμένης ανώμαλης περιόδου που κορυφώθηκε με τον,ζωντανό ακόμη για πολλούς-ές συγγενείς των νεκρών, εφιάλτη των εκτελέσεων, κυρίως πολιτικών κρατουμένων, κατά τις περιόδους της Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου».

Ο Κουζινόπουλος περιγράφει γλαφυρά ως ένα είδος αναγκαίας παύσης-ανάσας από την συνολική φρίκη και τις μυθιστορηματικές αποδράσεις, οι περισσότερες των οποίων έγιναν την περίοδο του μεσοπολέμου. Η πιο θρυλική, ήταν η θεαματική διαφυγή από το κάτεργο του Επταπυργίου του μετέπειτα Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος στις 29 Μαρτίου 1925 διέφυγε και μάλιστα από την κεντρική πύλη των φυλακών αλλάζοντας ρούχα και ένα καπέλο που τα είχε μεταφέρει μία επισκέπτριά του, ανακατεμένος με τους άλλους επισκέπτες στο τέλος του επισκεπτηρίου.

Από τις εντυπωσιακές αποδράσεις, εξόχως «κινηματογραφική», ήταν αυτή του λήσταρχου Μήτρου Τζατζά ο οποίος πέταξε στην κυριολεξία από το υψηλότερο σημείο του Επταπυργίου, κρατώντας στα χέρια μία μεγάλη ομπρέλα που του χρησίμευσε ως αερόστατο και τον βοήθησε να προσγειωθεί σώος στο έδαφος.

Η ζωγραφική απόδοση της απόδρασης από αέρος με τη χρήση κάθε είδους πτητικών μηχανών- «σαν μέσα στο όνειρο»- όπως έλεγαν οι ίδιοι χαρακτηριστικά, υπήρξε ένα από τα προσφιλέστερα θέματα των κρατουμένων-εκπαιδευομένων του ΣΔΕ Φυλακών Διαβατών όσο υπηρετούσα ως καθηγητής σε αυτό.

Το Γεντί Κουλέ, επισημαίνει ο Κουζινόπουλος, υπήρξε πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία, καθώς έγραψαν γιαυτό πολλοί λογοτέχνες και ποιητές, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Χρόνης Μίσσιος, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Ηλίας Πετρόπουλος κ.α., αλλά και η πιο πολυτραγουδισμένη φυλακή της χώρας. Κιαυτό λόγω της σκληρότητας, των άθλιων συνθηκών και των εκτελέσεων που γίνονταν εκεί. Άφησαν εποχή τα πάνω από δέκα ρεμπέτικα τραγούδια για το Επταπύργιο όπως το «Γεντί Κουλέ» με τον Καζαντζίδη, το «Αντιλαλούν οι φυλακές» με τον Βαμβακάρη, «Πέρα στα κάστρα του Γεντί Κουλέ» με τον Νταλάρα, «Γεντί Κουλέ» με τον Πασχάλη Τερζή, «Δραπέτης του Γεντί Κουλέ», «Πέντε χρόνια δικασμένος», «Τα κάστρα του Γεντί», «Βράδιασε στο Γεντί Κουλέ» και τόσα άλλα.

Στη δική μου αντίληψη ένα είδος βαθιάς εκλεκτικής συγγένειας συνδέει βιβλία φαινομενικά ανόμοια όπως το Γεντί-Κουλέ του Σπύρου Κουζινόπουλου με το Άνθρωποι στη Φυλακή του 1930, το  βιβλίο του Βικτόρ Σερζ του Ρώσου επαναστάτη και γαλλόφωνου συγγραφέα και ιστορικού. Το «κλασικό μυθιστόρημα εγκλεισμού» όπως έχει χαρακτηρισθεί το βιβλίο του Σερζ, έχει συγκριθεί με το Σπίτι των Νεκρών του Ντοστογιέφσκι, την Ισπανική Διαθήκη του Άρθουρ Κέστλερ, το Θαύμα του Ρόδου του Ζαν Ζενέ και το Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, τόσο για την αυθεντικότητά του όσο και για το καλλιτεχνικό του επίπεδο.

Σε σχέση με τούτο, το ιστορικό κατά βάση βιβλίο του Κουζινόπουλου λειτουργεί συμπληρωματικά. Και τα δύο βιβλία διερευνούν λεπτομερώς, σε διαφορετικό ασφαλώς συγκείμενο-πλαίσιο, τα διαχρονικά θέματα της απομόνωσης, της βιαιότητας και των ψυχολογικών επιπτώσεων του εγκλεισμού, ενώ παράλληλα προβάλλουν το πλούσιο φάσμα ατόμων, κοινωνικών κατηγοριών και προσωπικοτήτων που βρέθηκαν για διαφορετικούς λόγους εντός των τειχών της φυλακής. Πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για ισχυρές, τεκμηριωμένες και απροσδόκητα συγκινητικές απεικονίσεις της ανθρώπινης εμπειρίας στο πλαίσιο της φυλάκισης.

Η εμπειρία του Σερζ στη φυλακή, μαζί με τα μετέπειτα γραπτά του, διαμόρφωσαν την πολιτική του σκέψη και εδραίωσαν τη θέση του ως εξέχοντα επικριτή του αυταρχισμού και του κρατικού ελέγχου. Ο ίδιος εξέτισε πέντε χρόνια στις γαλλικές φυλακές (1912-1917) για το έγκλημα της «εγκληματικής οργάνωσης» - στην πραγματικότητα για τη θαρραλέα άρνησή του να καταθέσει εναντίον των παλιών συντρόφων του, των διαβόητων «τραγικών ληστών» του γαλλικού αναρχισμού.

«Όσο ήμουν ακόμα στη φυλακή», θυμόταν αργότερα ο Σερζ, «παλεύοντας με τη φυματίωση, την παραφροσύνη, την κατάθλιψη, την πνευματική φτώχεια των ανθρώπων, τη βαρβαρότητα των κανονισμών, έβλεπα ήδη ένα είδος δικαίωσης αυτού του κολασμένου ταξιδιού στη δυνατότητα να το περιγράψω». Καθετί σ' αυτό το βιβλίο είναι μυθιστορηματικό και καθετί είναι αλήθεια. Έχω προσπαθήσει μέσω της λογοτεχνικής δημιουργίας να αποδώσω τη γενική σημασία και το ανθρώπινο περιεχόμενο μιας προσωπικής εμπειρίας. Σ' αυτό το μυθιστόρημα δεν υπάρχει ήρωας εκτός αν η φυλακή, αυτή η τρομερή μηχανή, είναι ή ίδια ο ήρωας».

 Ο Βικτόρ Σερζ, όπως ο Κουζινόπουλος, αναφέρεται σ' όλους τους ανθρώπους που συντρίβονται σ' αυτή τη σκοτεινή γωνιά της κοινωνίας. Λίγο πριν πεθάνει ο Σερζ έγραφε ότι τίποτα δεν έχει γίνει για το πρόβλημα του εγκλήματος και των φυλακών από την εποχή που ξεσηκώθηκε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Πολύ λίγα έχουν αλλάξει από τότε. Η εναντίωση απέναντι σε αυτό το είδος της αδρανοποίησης της εξέλιξης της Ιστορίας αλλά και η ταυτόχρονη επιθυμία για την επανεκκίνησή της είναι το  leit motiv του βιβλίου, το κεντρικό θέμα του που παρέχει κατά τη γνώμη μου την έμπνευση στον Σπύρο Κουζινόπουλο, εννοώντας με τον όρο έμπνευση εκείνο το είδος  που περιέχει στο διευρυμένο ορισμό του εκτός από ευαισθησία, πείσμα, αποφασιστικότητα και αντοχή στα δύσκολα ταυτόχρονα. Αυτά  ακριβώς τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τον Κουζινόπουλο, για όσους τον γνωρίζουν έστω και ελάχιστα, όπως επίσης και η οξεία  αντίληψη κα εποπτεία της κατά τον Φερνάν Μπρωντέλ «μακράς διάρκειας» του ιστορικού χρόνου.

Η συγκίνηση παίζει και αυτή το δικό της ρόλο στην πολιτική θέση/θέαση του Σπύρου Κουζινόπουλου.

«Προσπαθώ, εξομολογείται ο Κουζινόπουλος σε μια πρόσφατη συνέντευξή, να βάλω στο χαρτί ένα διήγημα για την αληθινή ηρωϊκή ιστορία των γονιών μου. Με τον πατέρα μου να στέλνεται ως «ντουρντουβάκι» όμηρος στη Βουλγαρία το 1941 από τους φασίστες κατακτητές και τη μάνα μου να πεθαίνει εξαιτίας των κακουχιών που υπέστη εξόριστη από τη χούντα στη Γυάρο και τη Λέρο. Καθώς είμαι ήδη 78 χρόνων, μακάρι να έχω μια μικρή ακόμη παράταση ζωής για να μπορέσω να εκδώσω όσα έχω κατά νου». Όμως εδώ η συγκίνηση δεν είναι μόνο υποκειμενική ποιότητα. Συνδέεται κα ενισχύεται από την ανυποχώρητη επιμονή και τον επαγγελματισμό του συγγραφέα αλλά και με τις αυστηρές, πολιτικές κατά βάση, μεθοδολογικές-συντακτικές προϋποθέσεις του εγχειρήματός του.

Σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει μια ορισμένη  σύγχυση σχετικά με το ζήτημα του τι είναι πραγματικά  «πολιτικό» ή μη στα πνευματικά ζητήματα. Εδώ και καιρό οι όροι πολιτική ή δεσμευμένη τέχνη ή μαρτυρία χρησιμοποιούνται πολύ συχνά αστόχαστα.

Αυτές οι απλουστεύσεις έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Ως συγγραφέας ή καλλιτέχνης κάποιος πρέπει να είναι πρωτίστως απόλυτα αφοσιωμένος στο έργο του. Δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα από την απόλυτη αφοσίωση αν θέλει να πετύχει κάτι με μέσο την δημιουργική εργασία. Αυτό ισχύει για οποιαδήποτε μορφή τέχνης ή διανοητικής-πνευματικής προσπάθειας.Η δήλωση «το θέμα είναι να κάνεις ταινίες πολιτικά- δεν είναι να κάνεις απλώς πολιτικές ταινίες» η οποία ανήκει στον Γάλλο σκηνοθέτη του Νέου Κύματος  Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είναι εξόχως διαφωτιστική και στο πεδίο της δημοσιογραφικής ιστορικής έρευνας και καταγραφής. Ταιριάζει «γάντι» στην περίπτωση του Κουζινόπουλου. Η ίδια πολιτική ποιότητα συνέχει γύρω από ένα ιδεατό κέντρο βάρους την αποτελεσματική οργάνωση της δομής των κεφαλαίων του βιβλίου για το Γεντί Κουλέ τις ακριβείς, τεκμηριωμένες περιγραφές που αφορούν στον "Πύργο του αίματος" ως φυλακή, τα γεγονότα του Μάη του 1936 και τα έκτακτα στρατοδικεία-"θανατοδικεία" ή το Γεντί Κουλέ στα χρόνια της χούντας με τα μικρογραφικά «ρινίσματα ιστορίας» που έλκονται και αυτά από το ίδιο ακριβώς κέντρο βάρους. Ανάμεσα σε αυτά τα μικρογραφικά μοντέλα βρίσκεται  και το κεφάλαιο που αφορά στην Υπόθεση Παγκρατίδη την υπόθεση που νομίζω πως χρησιμοποιεί προοπτικά ως πρότυπο γραφής για τα μελλοντικά του εγχειρήματα ο Σπύρος για το οποίο ελπίζω να μας πει λίγα πράγματα αργότερα ό ίδιος.

Θυμίζουμε πως η υπόθεση Παγκρατίδη απασχόλησε έντονα την κοινή γνώμη, στοίχειωσε την παιδική φαντασία όσων ήμαστε σήμερα γύρω στα 65  και άφησε βαθύ αποτύπωμα στη συλλογική μνήμη και ευαισθησία της Θεσσαλονίκης. Η εκτέλεση στις 16 Φεβρουαρίου 1968 του 24χρονου Αριστείδη Παγκρατίδη, με την άδικη και αναπόδεικτη κατηγορία ότι υπήρξε ο «Δράκος του Σέϊχ Σου», αποτέλεσε στίγμα για τη Δικαιοσύνη και όντως ανέδειξε τα ευρύτερα σοβαρά προβλήματα στο δικαστικό σύστημα της χώρας, όπως αυτά αναδείχτηκαν και σε άλλες μεγάλες υποθέσεις που διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπως των πολιτικών δολοφονιών του Γρηγόρη Λαμπράκη, του Γιάννη Χαλκίδη, του Στέφανου Βελδεμίρη και του Γιώργη Τσαρουχά, νωρίτερα των δολοφόνων του Γιάννη Ζεύγου και του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ αλλά και αργότερα των βασανιστών της χούντας, που όλοι «κατά σύμπτωση» έπεσαν στα μαλακά. Ανάλογες πλευρές αναδεικνύει και το κεφάλαιο του βιβλίου που αφορά στην υπόθεση Γιαταγάνα-Λογοθέτη.

Τέλος, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, το βιβλίο του Σπύρου, αλλά και η συνολική του προσπάθεια, παρέχουν επιτέλους ελπίδα - κυρίως σε όσους-ες δεν ήλπιζαν πιά! […] Το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας που έκαιγε κάποτε στο παρελθόν- έγραφε το 1940 στις Θέσεις για την  Φιλοσοφία της Ιστορίας ο σπουδαίος Βάλτερ Μπένγιαμιν λίγο πριν αυτοκτονήσει για να μην πέσει στα χέρια της Γκεστάπο - το έχει εκείνος ο ιστορικός που είναι απόλυτα πεισμένος ότι ούτε ακόμη και οι νεκροί δεν θα ‘ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει οριστικά. Και ο εχθρός αυτός δεν έχει πάψει να νικά, καταλήγει ο Μπένγιαμιν.

Σήμερα η μάχη της μνήμης απέναντι στη λήθη δίνεται σε πολλά μέτωπα. Μεταξύ του Δεκεμβρίου 2024 και του Μαρτίου 2025, κατά τη διάρκεια εργασιών ανάπλασης του Πάρκου Εθνικής Αντίστασης, στις Συκιές Θεσσαλονίκης, ήρθαν στο φως τα σκελετικά κατάλοιπα 36 τουλάχιστον εκτελεσμένων ατόμων που ήταν θαμμένα εκεί. Οι 36 σκελετοί κατανέμονταν σε έξι «συγκεντρώσεις» (λάκκους) των 13, 10, 5, 3, 3 και 2,που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους στη ΒΔ γωνία του Πάρκου. Οι συγκεντρώσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν από τους ανασκαφείς και τον Τύπο ως «Ομαδικοί Τάφοι». Είχε σχηματιστεί ένα πρόχειρο «αυτοσχέδιο» νεκροταφείο, αποτέλεσμα της συσσώρευσης διαδοχικών αλλεπάλληλων ενταφιασμών, καθώς οι τάφοι ανοίγονταν συνήθως πολύ κοντά στο σημείο της εκτέλεσης. Αυτό επαληθεύεται επιπρόσθετα και από τη μελέτη αεροφωτογραφιών της περιόδου 1951-1965, που απεικονίζουν την περιοχή, ακόμη και πολλά χρόνια μετά τη λήξη της χρήσης του. Αν και δυσδιάκριτα, τα όρια της έκτασής του φαίνεται να ταυτίζονται με την ευρύτερη περιοχή του Πάρκου. Κατά την γερμανική Κατοχή μαρτυρούνται σχετικά λίγες εκτελέσεις στον χώρο του Επταπυργίου, εκ των οποίων καμία δεν ήταν μεγαλύτερη των τεσσάρων ατόμων, και καθώς δεν είναι βέβαιη η ακριβής τοποθεσία τους, φαίνεται λογικό το νεκροταφείο και οι σκελετοί που αποκαλύφθηκαν σε αυτό να χρονολογούνται στα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτό το ανοιχτό ζήτημα είναι ένα ακόμη πεδίο της μάχης της μνήμης απέναντι στην λήθη. Αλλά ας σταματήσω εδώ. Για το ζήτημα αυτό νομίζω πως ο πλέον αρμόδιος για να μας μιλήσει είναι ο Σπύρος Κουζινόπουλος.

 

*Τριαντάφυλλος Τρανός, εικαστικός-διδάσκων στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών  του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.