Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Ο Ν.Παπαπερικλής για την απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη

του Σπύρου Κουζινόπουλου

Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη ακτοπλοϊκώς ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής για να αναλάβει εργασία στη νόμιμη πλέον καθημερινή πρωϊνή εφημερίδα "Λαϊκή Φωνή", που εκδίδονταν πριν μυστικά σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ως όργανο του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ. 



Το ταξίδι του από τον Πειραιά στη Θεσσαλονίκη είχε γίνει με ένα καίκι του ΕΛΑΝ, δεδομένου ότι λόγω των καταστροφών στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας από τους Γερμανούς, το δια θαλάσσης ταξίδι ήταν ο μοναδικός τρόπος για να φτάσει κανείς στην πρωτεύουσα του Μακεδονικού ελληνισμού.

Ο Νίκος Παπαπερικλής (1908-1988) είχε ζήσει μερικά χρόνια πριν στη Θεσσαλονίκη, ως φοιτητής της Νομικής του ΑΠΘ και με τη συμμετοχή του στους φοιτητικούς αγώνες εκείνης της εποχής είχε αναδειχθεί ως ένας από τους ηγέτες του φοιτητικού κινήματος. Για τη δραστηριότητά του εκείνη το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά τον εξόρισε αρχικά στον Άη-Στράτη και τον φυλάκισε στη συνέχεια στο κάτεργο της Ακροναυπλίας, κατάφερε όμως να αποδράσει το 1943 κατά τη μεταφορά του στο ναζιστικό στρατόπεδο της Λάρισας και να καταφύγει στο βουνό, για να αναδειχθεί στη συνέχεια ως μέλος της διοίκησης της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.

Φτάνοντας λοιπόν στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη στα μέσα Νοεμβρίου 1944, ο Παπαπερικλής κατέγραψε τις εντυπώσεις του για το πως βρήκε την πόλη μετά την δεκαετή του απουσία αλλά και τη νέα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, σε ένα που δημοσιεύθηκε λίγες μέρες αργότερα. Περιγράφοντας τις αισιοδοξία που υπήρχε στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πόλης ότι θα τιμωρηθούν οι δωσίλογοι συνεργάτες των κατακτητών και θα ανοίξει ο δρόμος για την καλυτέρευση της ζωής του κόσμου. Αισιοδοξία που διαψεύστηκε οδυνηρά σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα με το ανώμαλο μεταπολεμικό καθεστώς που επιβλήθηκε στη χώρα.

Ποιος ήταν ο Ν.Παπαπερικλής

Γεννήθηκε το 1908 στην Προποντίδα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, δουλεύοντας σαν εργάτης έβγαλε το Γυμνάσιο και σπούδασε Νομικά. Το 1928 εντάσσεται στην ΟΚΝΕ και δημοσιογραφεί στο «Ριζοσπάστη» και το 1930 γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Το 1933 καθοδηγεί μεγάλη φοιτητική απεργία στη Θεσσαλονίκη και το 1935 λόγω της δράσης του, αποβάλλεται από το πανεπιστήμιο. Το 1936 εξορίζεται στον Αη-Στράτη, στην Ακροναυπλία και έπειτα στο στρατόπεδο Λάρισας. Το 1943 αποφυλακίζεται και βγαίνει στο Βουνό. Το 1944 δουλεύει στη «Λαϊκή Φωνή» της Θεσσαλονίκης. Στον Εμφύλιο εξορίζεται (Γυάρος, Μακρόνησος). Τη δεκαετία του 1950 δημοσιογραφεί στις εφημερίδες «Αυγή» και «Προοδευτική Αλλαγή» και ξαναεξορίζεται στον Αη-Στράτη. Στα χρόνια της χούντας δούλεψε στον ραδιοφωνικό σταθμό «Φωνή της Αλήθειας». Μετά τη μεταπολίτευση, μέχρι το θάνατό του (22/1/1988), υπέγραφε το χρονογράφημα του «Ριζοσπάστη», ως «Νίκος Φιλικός». Στο ενεργητικό του είχε αρκετά πεζογραφικά βιβλία. 

Μακρόνησος 1950. Διακρίνονται από αριστερά: Ο ηθοποιός Γ.Γιολδάσης, ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης, ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, ο λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής, ο Γιάννης Ιμβριώτης και ο ηθοποιός Κώστας Ματσακάς

Η πόλη της τάξης και του ενθουσιασμού

Έγραφε ο Παπαπερικλής στο κείμενό του εκείνο υπό τον τίτλο "Θεσσαλονίκη: Η πόλη της τάξης και του ενθουσιασμού" μετά την επιστροφή του στην πόλη το Νοέμβριο του 1944:

Χαιρετούμε με δάκρυα χαράς την ωραία πολιτεία της Μακεδονίας, τη νύφη του Θερμαϊκού, τη ξακουστή φτωχομάνα, τη θρυλική μας εργατούπολη, τη Θεσσαλονίκη μας με τις πιο λαμπρές δημοκρατικές παραδόσεις.

Οι θαλασσόλυκοι, οι ποντοπόροι πολεμιστές μας του ΕΛΑΝ μας τη δείχνουν μέσα στο σούρουπο από μακριά.

-... Νάτην συναγωνιστές... Τα δυό-τρία φωτάκια που βλέπετε μέσα στο σκοτάδι... Εκεί πέρα βρίσκεται η Θεσσαλονίκη. Όμως εμείς θα πιάσουμε Αρετσού γιατί το λιμάνι τόχουν γεμάτο νάρκες οι Γερμανοί και βουλιαγμένα πλεούμενα.

Αμίλητοι και βαθιά συγκινημένοι κυτούμε στα σκοτάδια προσπαθώντας να ξεχωρίσουμε την πολιτεία. Την πολιτεία που αντρειωμένη κι' ορθόστητη αντίκρυσε όλες τις μπόρες, όλες τις επιδρομές κι' όλες τις συμφορές του Έθνους μας και του λαού μας. Συλλογιόμαστε πως εκεί πέρα, εκεί που απαλοφέγκουν τρεμοσβήνοντας δύο φώτα, ζει κι' ανασαίνει, βουλεύει και κινείται, σκέπτεται και πολεμάει ένας λαός αντρείος, τολμηρός κι' εργατικός, ένας υπέροχος λαός από τετρακόσιες χιλιάδες ελληνικά ψυχόμετρα.

Είναι ο λαός εκείνος που εξασφάλισε τις πρώτες νίκες της πολυβασανισμένης εργατιάς, που στάθηκε πρώτος εχτρός και τολμηρός πολέμιος κάθε τυραννίας, που σήκωσε πρώτος το λάβαρο της πάλης στις 9 του Μάη του 1936 κατά της λαομίσητης δικτατορίας του Γλύξμπουργκ-Μεταξά, κατεβαίνοντας συν γυναιξί και τέκνοις στους δρόμους και δίνοντας ηρωϊκά του τέκνα ολοκαυτώματα για να φράξει το δρόμο στην 4η Αυγούστου. Τέτοιον ένα λαό – συλλογιόμαστε- θάχουμε να αντικρύσουμε σε λίγο. Ένα λαό που πάλεψε στήθος με στήθος με τον κατακτητή και τους προδότες, που έδωσε μάχες μέσα στην πόλη και τους συνοικισμούς και ξεβρώμισε την πόλη από κατακτητές και προδότες.

Έναν τέτοιο λαό τέλος, που μόλις τα ηρωϊκά τέκνα του, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μπήκαν στην πόλη, κράτησε μια τέτοια τάξη και μια τέτοια πειθαρχία που θα την ζήλευε και η πιο ευνομούμενη χώρα και πολιτεία. Κι' όμως, γιαυτή την πόλη βρέθηκαν άνθρωποι κακόπιστοι και σκοτεινοί, άνθρωποι που μισούνε το λαό της και θέλουν να φαρμακώσουν τη χαρά του και στείλαν έξω στην Αθήνα κι' όπου αλλού πληροφορίες και μυθεύματα αισχρά πως δεν υπάρχει τάξη.

Κι όμως, εκείνο που αντικρύζει ο επισκέπτης που πρωτοέρχεται στην πόλη τούτη, είναι μία τάξη τόσο παραδειγματική, τόσο ειρηνική κι' ωραία που μας γεννάει το αυθόρμητο ερώτημα: Μα αυτή είναι η πολιτεία που τόσα χρόνια ζούσε κάτω από τη μπότα του Γερμανού; Οι άνθρωποι οι αδικημένοι από τους συνεργάτες του κατακτητή δεν εκδικούνται εδώ πέρα; Οι άνθρωποι, ο πολύπαθος λαός ο αναιμικός, που γδάρθηκε από τους τρανούς μαυραγορίτες δεν εκδικούνται εδώ πέρα;

Και οι μαυροντυμένες γυναίκες, τα ορφανά, που οι προστάτες τους σκοτώθηκαν μέσα στην πόλη και στα στρατόπεδα και μέσα στις φυλακές, δεν εκδικούνται εδώ πέρα;

Ναι, δεν εκδικούνται. Δεν παρασύρονται από το μίσος στους προδότες, το μίσος που το γεννάει ο πόνος. Κι' οι προδότες είναι κρατούμενοι και οι δολοφόνοι βρίσκονται στα χέρια τους. Πειθαρχεί ο λαός και δεν αυτοδικεί. Πειθαρχεί στην Εθνική Κυβέρνηση, πειθαρχεί στις οργανώσεις του και στο κόμμα μας που το πιστεύει και το αγαπάει. Αφήνει στη λαοκρατική δικαιοσύνη να τιμωρήσει τους προδότες και τους εγκληματίες που τον κάψανε. Γιαυτό και η Θεσσαλονίκη λευτερώθηκε από το λαό και τον ΕΛΑΣ χωρίς να ματώσει μύτη πολίτη και γιαυτό η ζωή μέσα στη πόλη είναι ομαλή κι' ειρηνική όσο ποτές άλλοτε.

Διασχίζουμε την πόλη απ' άκρο σ' άκρο. Παντού χαρούμενα πρόσωπα λεύτερων ανθρώπων. Χαρούμενα μα χλωμά πρόσωπα. Περάσανε φρικτές μέρες οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης. Μέρες καταπίεσης και δουλείας και στέρησης. Και τώρα πεινούν.

Πεινούν οι εργάτες μα δουλεύουν πεινασμένοι ανοικοδομώντας τη χώρα. Οι σιδηροδρομικοί δουλεύουν ανεξάρτητα από το βαθμό στην υπηρεσία τους όλοι μαζί, συμμαζεύοντας τα ερείπια που σκόρπισαν φεύγοντας οι κατακτητές. Οι καπνεργάτες, χιλιάδες ηρωϊκοί καπνεργάτες σε τεράστιες συγκεντρώσεις, δηλώνουν ότι βάζουν τις δυνάμεις τους χωρίς συζήτηση στην υπηρεσία του λαού.

Οι υπάλληλοι που δυστυχούν, δεν αφήνουν τις υπηρεσίες τους, έτοιμοι να αναστήσουν ένα κρατικό μηχανισμό μιας δίκαιης και λαοπρόβλητης λαοκρατίας. Όλος ο λαός πειθαρχεί και περιμένει καρτερικά να λύσει η κυβέρνησή του τα ζωτικά του προβλήματα.

Μας συγκινεί σε κάθε βήμα μας αυτός ο άφθαστος λαός μας της Θεσσαλονίκης. Μας συγκινεί με την αξιοπρέπειά του σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Με τον τρόπο που ανέχεται τη φτώχεια και τη στέρησή του, έχοντας πίστη στις οργανώσεις του και στην Εθνική του Κυβέρνηση και στη γρήγορη μελλοντική του ευημερία . Μας συγκινεί η γελαστή, ορμητική και φωτισμένη νεολαία του που μας ενθουσιάζει και βοηθάει με το δικό της τρόπο τον αγώνα. Όλοι πιστεύουν σε μια καλύτερη άσπρη μέρα. Μίλησα με υπαλλήλους, βιοτέχνες και με εργάτες. Μίλησα με Επονίτες και γυναίκες. Κουβέντιασα με εμπόρους και τεχνίτες. Όλοι πιστεύουν πως θα περάσουμε όπως-όπως με τη βοήθεια των συμμάχων μας και με τον κόπο των χεριών μας και πως σύντομα θα ξαναφκιάξουμε τον τόπο πιό καλύτερο από πρώτα.

Μονάχα οι λιγοστοί, οι αδιόρθωτοι, οι κακοί Έλληνες που δεν ήταν καθαροί ποτές τους, μόνο αυτοί ξενίζονται και στραβομουτσουνιάζουν όταν ακούνε τις φωνές τις ουρανόφταστες του πολύπαθου λαού μας για τη λαοκρατία.. Μα αυτοί είναι που πάντα βάζανε φραγμούς στην πορεία μας σαν έθνος, σα λαός προς τα μπρός, προς τη πρόοδο.

Σήμερα η Θεσσαλονίκη και η τρισένδοξη Αθήνα με τ' όπλο παρα πόδα, κρατούνε τις πύλες της μελλοντικής μας ευτυχίας. Αυτό το βλέπει ο επισκέπτης πεντακάθαρα παντού. Στο δρόμο, στο σπίτι, στο εργοστάσιο, στο λιμάνι, στο σταθμό και μέσα στο μαγαζί και στο γραφείο. Αυτό το είδαμε κι εμείς και με χαρά το χαιρετίζουμε κλείνοντας τις ταξιδιωτικές μας εντυπώσεις.

Εφημερίδα Λαϊκή Φωνή 25 Νοεμβρίου 1944



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.