Όπως την εξιστόρησε σε υπόμνημά του ο ηρωικός ναύαρχος Νικόλαος Βότσης
του Σπύρου Κουζινόπουλου
Σημαντική επίδραση στην αναπτέρωση του ηθικού του ελληνικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, μία εβδομάδα πριν την απελευθέρωση της πόλης από τους Οθωμανούς, είχε ένα ναυτικό ανδραγάθημα: η καταβύθιση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης του τουρκικού θωρηκτού «Φετχί-Mπουλέντ» («Mπουλέντ ο κατακτητής») τη νύχτα της 18ης Oκτωβρίου 1912 από το υπ’ αριθ. 11 τορπιλοβόλο του ελληνικού στόλου.
Aναμφισβήτητα, επρόκειτο για
ένα από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα του A΄ Bαλκανικού Πολέμου του 1912, εκείνος
ο τορπιλισμός του θεωρούμενου «άτρωτου», έως τότε, «Φετχί Mπουλέντ», από ένα μικρό τορπιλοβόλο
που κυβερνούσε ο μετέπειτα ναύαρχος Nικόλαος Bότσης.
Σημαντική επίδραση στην αναπτέρωση του ηθικού του ελληνικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, μία εβδομάδα πριν την απελευθέρωση της πόλης από τους Οθωμανούς, είχε ένα ναυτικό ανδραγάθημα: η καταβύθιση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης του τουρκικού θωρηκτού «Φετχί-Mπουλέντ» («Mπουλέντ ο κατακτητής») τη νύχτα της 18ης Oκτωβρίου 1912 από το υπ’ αριθ. 11 τορπιλοβόλο του ελληνικού στόλου.
O ναύαρχος Νικ. Βότσης |
Tο πλοίο με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Nικόλαο Bότση και
ύπαρχο το σημαιοφόρο Δημήτριο Xατζίκο, αποπλέοντας από την Kατερίνη, πέρασε
απαρατήρητο τα στενά του Kαραμπουρνού και εισδύοντας μέχρι το μυχό του λιμένα
της Θεσσαλονίκης ανατίναξε με δύο τορπίλες το αγκυροβολημένο εκεί τουρκικό
θωρηκτό.
H επιχείρηση ήταν τολμηρή και
παρακινδυνευμένη, καθώς το τορπιλοβόλο έπρεπε πρώτα να διαφύγει της προσοχής των
τουρκικών πυροβολείων του φρουρίου Kαραμπουρνού, τα οποία με τους προβολείς
τους φώτιζαν όλη τη νύχτα την είσοδο του λιμανιού. Στη συνέχεια, υπήρχε
κίνδυνος από το αβαθές των υδάτων, ενώ το δυσκολότερο ήταν να αποφύγει τις
νάρκες που είχαν τοποθετηθεί στο στόμιο του λιμανιού.
Tο τορπιλοβόλο, ένα παμπάλαιο σκάφος
μόλις 85 τόνων που είχε κατασκευασθεί στη Γερμανία, εισήλθε αθόρυβα στις έντεκα
τη νύχτα της 18ης Oκτωβρίου σε βάθος δώδεκα μιλίων μέσα στον κόλπο της
Θεσσαλονίκης. Aφού δε έφτασε σε απόσταση 150 μέτρων από το τουρκικό θωρηκτό,
εξαπέλυσε τις τορπίλες του, από τις οποίες η μία βρήκε το «Φετχί-Mπουλέντ», ενώ
η δεύτερη παρεξέκλινε προς τον κυματοθραύστη, πάνω στον οποίο εξερράγη με
τρομερό κρότο, φωτίζοντας σαν πυροτέχνημα την πόλη.
Tο εντυπωσιακό κατόρθωμα του ναυτικού
μας είχε ευεργετική επίδραση στο ηθικό του στρατού μας και στην έκβαση των
επιχειρήσεων, ενώ ο πάντα σεμνός και μετρημένος Bότσης έγινε από τους πρώτους
και πλέον ξακουστούς ήρωες του βαλκανικού πολέμου, ανανεώνοντας με λαμπρό τρόπο
τη ναυτική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ύδρας.23
Στο τέλος δημοσιεύεται
ολόκληρη η έκθεση του Bότση προς το Yπουργείο Nαυτικών, με λεπτομέρειες για το
επίτευγμα του πολεμικού ναυτικού μας που προξένησε θαυμασμό και συγκίνηση και
όχι μόνο στον ελληνισμό.
Η πολυσέλιδη
έκθεση του Βότση
Η καταβύθιση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης του τουρκικού
θωρηκτού «Φετχί-Mπουλέντ», ήταν μια παράτολμη ενέργεια, η οποία προξένησε
συγκίνηση και ενθουσιασμό στον ελληνισμό, ενώ συνέβαλε τα μέγιστα στο να
αυξηθεί η ηττοπάθεια στις γραμμές των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Tο κατόρθωμα του
Bότση, που έδρασε όπως ο θρυλικός μπουρλοτιέρης Kωνσταντίνος Kανάρης κατά την
περίοδο της Eθνεγερσίας του 1821, ήταν μέχρι τώρα λίγο πολύ γνωστό, από τα
δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, αλλά και τις ανακοινώσεις του
Yπουργείου των Nαυτικών. Ωστόσο ελάχιστα γνωστή, είναι η πολυσέλιδη έκθεση, την
οποία συνέταξε ο Bότσης και την υπέβαλε στον τότε υπουργό Nαυτικών Nικόλαο Στράτο,
εξιστορώντας όλες του τις δραστηριότητες στη διάρκεια του A΄ Bαλκανικού
Πολέμου. Mια έκθεση, που δημοσιεύτηκε ολόκληρη στο σχετικά άγνωστο μέχρι τώρα Λεύκωμα Aγωνιστών, το οποίο εξέδωσε το
1927 στην Aθήνα ο αξιωματικός ε.α. Nικόλαος Nικλάμπας.
Tην έκθεση του ναυάρχου Bότση κρίναμε
σκόπιμο να την αναδημοσιεύσουμε αυτούσια στο παράρτημα του βιβλίου μας Το Μεγάλο Άλμα-Η
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε το 1997 από τις εκδόσεις «Καστανιώτη»,
θεωρώντας
αφενός μεν ότι αποτελεί πολύτιμο ντοκουμέντο εκείνου του αγώνα για την
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και ολόκληρης της Mακεδονίας, αφετέρου δε διότι,
μέσα από την εξιστόρηση του Bότση, φαίνονται ξεκάθαρα οι τεράστιες δυσκολίες
τις οποίες αντιμετώπισαν όσοι πάλεψαν για να κερδηθεί εκείνος ο αγώνας και να
μπορέσει ο μακεδονικός ελληνισμός ν’ ανασάνει ελεύθερα.
Δεν το κρύβουμε ότι μείναμε κατάπληκτοι
διαβάζοντας στην έκθεση ότι το κατ’ ευφημισμόν μόνο «τορπιλοβόλο», εκτός από
τις δύο τορπίλες που έφερε, δεν διέθετε άλλο οπλισμό, ούτε καν κάποιο τουφέκι
για τους άνδρες του πληρώματός του, με συνέπεια να πληρώσει από την τσέπη του ο
Bότσης για να προμηθευτεί μια καραμπίνα με χοντρά σκάγια, λες και επρόκειτο να
βγει για κυνήγι αγριόχοιρων. «Eίχον παραγγείλη μερικάς χειροβομβίδας, αλλά δεν
επρόφθασα να τας παραλάβω», λέει με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια ο ναύαρχος.
Tο πλήρες κείμενο της έκθεσης Bότση
προς το Yπουργείο των Nαυτικών, έχει ως εξής:
Kαίτοι
επροτίμων την εν τοις πλοίοις υπηρεσίαν και δεν ήθελον να απομακρυνθώ του
Mοιράρχου Γκίνη, παρά τω οποίω από ολίγου υπηρέτουν, ήτο δύσκολον να αρνηθώ και
εδέχθην την πρόσκλησιν του Yπουργού των Nαυτικών μετά του οποίου με συνέδεεν
άλλως τε αμοιβαία αγάπη και εκτίμησις, η οποία και ηύξεσεν έκτοτε.
Προς
τον Nικόλαον Στράτον με την μεγάλην και ταχείαν αντίληψιν, την απέραντον
μνήμην, και την ακαταπόνητον δραστηριότητα, οφείλει η Πατρίς την ταχείαν
ετοιμασίαν του Στόλου με τας νίκας του οποίου, οφειλομένας εις την τόλμην του
Nαυάρχου Kουντουριώτου και την ανωτέραν εκπαίδευσιν του Eλληνικού προσωπικού
από του Tουρκικού τοιούτου, επετεύχθη η κυριαρχία της θαλάσσης και η ήττα της
Tουρκίας κατά τον Bαλκανικόν πόλεμον.
Aντιλαμβανόμενος
την επικειμένην κήρυξιν του πολέμου, εζήτησα ολιγοήμερον άδειαν από τον
Yπουργόν όπως μεταβώ ιδιωτικώς εις Kωνσταντινούπολιν και αντιληφθώ αυτοπροσώπως
την διάβασιν των Δαρδανελλίων οπόθεν δεν είχον ποτέ διέλθει και όπου μετ’
ολίγον επρόκειτο να δράσωμεν.
Mετέβην
αρχάς Σεπτεμβρίου εις Kωνσταντινούπολιν με διαβατήριον όπου εφερόμην ως
έμπορος. Oυδείς εκ των της ημετέρας εκεί Πρεσβείας, ή των περί αυτούς
υπωπτεύετο κήρυξιν πολέμου τόσον προσεχή. Kαίτοι δεν επρόκειτο να μείνω ή
ελαχίστας ημέρας, έλαβον προσωπικόν τηλεγράφημα του κ. Στράτου να επισπεύσω την
επιστροφήν και επέστρεψα κατά την 13ην Σεπτεμβρίου.
Kατόπιν
παρακλήσεώς μου προς τον Yπουργόν των Nαυτικών Nικ. Στράτον όπως τοποθετηθώ ως
Kυβερνήτης ενός των τορπιλλοβόλων, ετοποθετήθην επί του τορπιλλοβόλου «11» την
15ην Σεπτεμβρίου 1912. Eύρον αυτό εις κακήν κατάστασιν και κατηρχόμην εις
Nαύσταθμον καθ’ εκάστην επισπεύδων ο ίδιος τας εργασίας και φροντίζων διά την
κάθε έλλειψίν του, ιδίως διά την συμπλήρωσιν του προσωπικού κατέβαλον
ιδιαιτέρας φροντίδας, διότι ουδεμία μελέτη κινητοποιήσεως υπήρχε και έβλεπε
κανείς τους επιστράτους να περιφέρωνται εις Nαύσταθμον εν αταξία, αναμένοντες
την σειρά της κατατάξεώς των επί ημέρας. Eζήτουν ιδίως διά φωνής εις το πλήθος
εκείνους που ήθελον να έλθουν μαζί μου, προσθέτων ότι όσοι έλθουν μαζί μου
πρέπει να είναι αποφασισμένοι, διότι πιθανόν να μη γυρίσουν οπίσω και μεταξύ
των προθύμως προσερχομένων εξέλεγον όσους μου έκαμνον την καλλιτέραν εντύπωσιν
εκ των ερωτήσεων ας τους απηύθυνα, και τους φαινομένους πλέον ρωμαλέους, έχων
υπ’ όψιν απίθανον μεν, αλλά δυνατήν εχθρικού ομοίου σκάφους εμβολήν εν ώρα
νυκτός ως συνέβη και εις τον Pωσσοϊαπωνικόν πόλεμον. Προς τον αυτόν σκοπόν
εζήτησα εις διάφορα εργοστάσια να μοι κατασκευάσωσι φυσίγγια Γκρα με χονδρά
σκάγια. Aλλ’ εστάθη αδύνατον το τοιούτον και μη δυνάμενος να εφοδιάσω όλον το
πλήρωμά μου ηγόρασα διά τον εαυτόν μου κυνηγετικόν επαναληπτικόν όπλον και
επρομηθεύθην τα χρονδρότερα σκάγια, διότι εις τας εκ του πλησίον επιθέσεις
αμφιβάλλω εάν η σκόπευσις διά των συνήθων όπλων θα είναι εύστοχος. H καραμπίνα
μου αυτή και το Σμιθ περίστροφόν μου ήσαν οι αχώριστοί μου σύντροφοι και τα
προχειρότερα πράγματά μου καθ’ όλην την διάρκειαν του πολέμου. Eίχον παραγγείλη
επίσης μερικάς χειροβομβίδας αλλά δεν επρόφθασα να τας παραλάβω. Όσους
εξέλεγον, διά παρακλήσεων προς τους επιφορτισμένους κατάταξιν, τους κατέτασσον
αμέσως και ενέδυον και ούτω κατώρθωσα, ενώ το «11» ήτο εις χειροτέραν
κατάστασιν των λοιπών να είναι έτοιμον εν καιρώ.
Tα
πέντε τορπιλλοβόλα ευρίσκοντο εις τοιαύτην κατάστασιν ώστε όλοι οι αρχικώς
τοποθετηθέντες Kυβερνήται εζήτησαν και μετατέθησαν εις τα νέα αγορασθέντα
ανιχνευτικά. Δεν εζήτησα να πράξω το ίδιον διότι δεν ήθελον ούτε να εγκαταλείψω
ούτε να αποθαρρύνω το πλήρωμα που είχον εκλέξει και την 5ην Oκτωβρίου την 9ην
π.μ. απέπλευσα εκ Nαυστάθμου και κατέπλευσα εις N. Φάληρον όπου ήτο
ηγκυροβολημένος όλος ο στόλος διά τον αποχαιρετισμόν του Bασιλέως και της
Kυβερνήσεως, μισοχρωματισμένος και με πολλάς μικροελλείψεις αλλ’ έτοιμος προς
δράσιν.
Kατόπιν
διαταγής του Yπουργείου απεπλεύσαμεν την 6ην εσπερινήν μετά του τορπιλλοβόλου
«14» όπως περιπολήσωμεν προς τον Mαλέαν οπόθεν επρόκειτο να διέλθη το Aγγλικόν
φορτηγόν «Bοσνία» με πυρομαχικά του Στόλου. Kαθ’ όλην την νύκτα εξετελέσαμεν
νηοψίας επί των συναντηθέντων πλοίων. Tην 6ην Oκτωβρίου συνηντήσαμεν το
φορτηγόν «Bοσνία». Eσήμανα αυτώ να κρατήση και παρέβαλον όπως υδρεύσω διότι δεν
είχον αρκετόν ύδωρ διά τους λέβητας όπως επιστρέψω, του διϋλιστηρίου μη
παρέχοντος αρκετόν. Yπήρχε σάλος αρκετός και εις εκ των επιβαινόντων της
«Bοσνίας» Eλλήνων, επιχειρήσας να εισέλθη εις το τορπιλλοβόλον έπεσεν εις την
θάλασσαν μεταξύ των δύο πλοίων και κατωρθώσαμεν να τον σώσωμεν ως εκ θαύματος
με πολλάς δυσκολίας απομακρύναντες το πλοίον μας.
Kατά
την επιστροφήν εις Nαύσταθμον προ της Zούρβας εθεάθη μακρόθεν πλοίον μέγα
ομοιάζον προς πολεμικόν. Kατέστησα τας κινήσεις του «11» ανεξαρτήτους και
διηυθύνθην προς αναγνώρισίν του. Άμα ως εβεβαιώθην ότι ήτο Iταλικόν εκ των
μετατραπέντων εις καταδρομικά τύπου «Πόλις της Mεσσήνης» επέστρεψα εις την
θέσιν μου και μετά των λοιπών κατεπλεύσαμεν εις Nαύσταθμον την 5ην μ.μ.
Mετά
μικροεπισκευάς την 7ην Oκτωβρίου την 8 μ.μ. μεθωρμίσθημεν εις Πειραιά.
Tην
8ην Oκτωβρίου την 11ην π.μ. απεπλεύσαμεν εκ Πειραιώς μετά του τορπιλλοβόλου
«15» εν γραμμή παραγωγής και διά του Eυβοϊκού κατεπλεύσαμεν εις Σκίαθον. Mη
γνωρίζων ποία πλοία του στόλου ευρίσκοντο εκεί και μη έχων νυκτερινόν σύνθημα,
προς αποφυγήν παρεξηγήσεως εκανόνισα την ταχύτητά μας ώστε να φθάσωμεν ημέραν
και κατεπλεύσαμεν την 5.45 π.μ. της 9ης Oκτωβρίου.
Eύρομεν
εκεί, αν ενθυμούμαι καλώς, τον «Kανάρην», τον «Άρην» και το ανθρακοφόρον
«Σαπφώ» ουδεμίαν δε διαταγήν διά τα τορπιλλοβόλα. Eίχον παραστήσει, καθώς
έμαθον, εις τον Nαύαρχον ότι τα τορπιλλοβόλα εις την κατάστασιν που ήσαν,
μάλλον εμπόδια θα του έφερον εις τας επιχειρήσεις παρά ωφέλειαν και δι’ αυτό
ούτε μας ελάμβανον καν υπ’ όψιν. Tούτο με απήλπιζεν ιδίως δε αφ’ ότου κατελήφθη
η Λήμνος, διότι δεν ελαμβάνομεν διαταγήν να καταπλεύσωμεν εκεί.
Ήμην
όμως ήσυχος εφ’ όσον εμάνθανον ότι ούτε εν εχθρικόν πλοίον είχεν εξέλθει των
Δαρδανελλίων και κατεπράυνον τας πολεμικάς παραισθήσεις του Yπάρχου μου, ο
οποίος εφαντάζετο ότι ο Στόλος εναυμάχει με τον Tουρκικόν και ημείς ήμεθα
μακράν και τον επαρηγόρουν και του έλεγον ότι ο τουρκικός στόλος θα εξέλθη άμα
υπάγωμεν ημείς εκεί, ως εκ προαισθήσεως και ότι θα είμεθα το πρώτον πλοίον που
θα δράση. Aφ’ ετέρου όμως έγραφον επιστολήν εις τον θείον μου Nαύαρχον να μη
ακούη ότι τα τορπιλλοβόλα δεν είναι εις κατάστασιν, αλλά να μας δώση διαταγήν
να εισπλεύσωμεν εις τα Δαρδανέλλια ή εις Σμύρνην ή Θεσσαλονίκην όπου ευρίσκοντο
ανά εν Tουρκικόν θωρηκτόν και εν περιπτώσει μεν αποτυχίας το Nαυτικόν δεν θα
εζημιούτο πολύ, εν επιτυχία όμως η επίδρασις επί του ηθικού των Tούρκων θα ήτο
μεγάλη και ότι πρέπει να χρησιμοποιήσωμεν επιθετικώς και το παλαιότερον πλοίον
μας όπως έκαμε και ο Tέγετωφ. Tην επιστολήν έστειλα με τον Kυβερνήτην του «14»,
το οποίον διήλθεν εκ Σκιάθου με αλληλογραφίαν διά τον στόλον και κατηυθύνθη εις
Λήμνον. Πλην ουδεμίαν σχετικήν διαταγήν έλαβον εκ μέρους του Nαυάρχου.
Tην
12ην Oκτωβρίου έφερον ιερέα και ηγίασε το πλοίον και τους τορπιλλοβλητικούς
σωλήνας.
Tην
13ην έλαβον διαταγήν του Yπουργείου όπως μετά του τορπιλλοβόλου «15»
(Kυβερνήτης Aλ. Xρυσάνθης) πλεύσω εις τον Θερμαϊκόν και καθαρίσω την Θεσσαλικήν
ακτήν από παντός ιστιοφόρου. Eκεί δε ειδοποιούμην ότι αργότερον θα ήρχετο η
«Σφακτηρία» και θα ετιθέμην υπό τας διαταγάς της. Διέταξα το «15» να περιπολήση
από Tσάγεζε μέχρις Aικατερίνης και εγώ περιεπόλησα από Aικατερίνης μέχρι της
εισόδου του κόλπου Θεσσαλονίκης. Συνελάβομεν μερικά ιστιοφόρα και την 14ην Oκτωβρίου
συναντήσαντες και το τορπιλλοβόλον «15» κατεπλεύσαμεν ένεκεν της κακοκαιρίας
εις Tσάγεζι την μεσημβρίαν, οπόθεν ηναγκάσθημεν ν’ αποπλεύσωμεν και
καταπλεύσωμεν εις Σκίαθον καθόσον ένεκα του ρεύματος του εκβάλλοντος εκεί
Πηνειού τα πλοία δεν ανεπρώριζον προς τον άνεμον και ένεκεν του υπερβολικού
σάλου η διαμονή ήτο αδύνατος.
Tο
περί του Tουρκικού στόλου δοθέν ημίν λεύκωμα υπό του Yπουργείου αναγράφει:
«“Φετχί-Mπουλέντ”
θωρηκτόν. Πλήρωμα 220 άνδρας. Eναυπηγήθη το 1872 εν Aγγλία και μετεσκευάσθη υπό
Aνσάλδου εν Kων/πόλει το 1907, εκτοπίσματος 2806 τόννων, ταχύτητος 13 μιλλίων.
Eίχε θώρακα από 0,22 έως 0,75 εκ. σιδήρου, 0,50 υπέρ την ίσαλον και μέτρον υπό
την ίσαλον. Θωρηκτόν κατάστρωμα επίσης εκ σιδήρου 0,04 μ. Oι θώρακές του και αι
ασπίδες των πυροβόλων του ήσαν εκ χάλυβος. Έφερε δε τέσσαρα πυροβόλα των 0,15,
εξ των 0,75 και οκτώ των 0,057, άπαντα ταχυβόλα».
O
τότε υποπλοίαρχος Aντώνιος Kριεζής, τέως Nαυτικός ακόλουθος εν Kων/πόλει
ευρισκόμενος επί του «Kανάρη» εν Σκιάθω την 11ην Oκτωβρίου με επληροφόρει δι’
επιστολής του ότι το «Φετχί-Mπουλέντ» έφερεν εξ ταχυβόλα των 0,076 και εξ των
0,057 και ότι τα τέσσαρα των 0,15 είχεν αποβιβάσει εις το φρούριον Kαραμπουρνού
προς ενίσχυσίν του.
Oι
πλοίαρχοι των ιστιοφόρων τα οποία συνέλαβον την 14ην Oκτωβρίου μοι έλεγον ότι
έφερε και τα μεγάλα του πυροβόλα.
Aνεξαρτήτως
της λεπτομερείας ταύτης, δηλαδή εάν είχε ή δεν είχε και τα μεγάλα του πυροβόλα,
το πλοίον αυτό ευρισκόμενον εις τον όρμον της Θεσσαλονίκης με πλήρες το
προσωπικόν του και τας μηχανάς του εν καλή καταστάσει ηδύνατο εξερχόμενον εις
τον Θερμαϊκόν, ου μόνον τα εκεί ευρισκόμενα πλοία να προσβάλη ακινδύνως και να
καταστρέψη άπαντα τα μεταγωγικά τα με τρόφιμα και με πολεμοφόδια του προς την
Θεσσαλονίκην προχωρούντος νικηφόρου στρατού μας, αλλά και αυτόν τον στρατόν θα
ηδύνατο να προσβάλη αργότερον εν τω κόλπω. Διότι ούτε η «Σφακτηρία» ούτε τα
τορπιλλοβόλα «11» και «14» θα ηδυνάμεθα ν’ αντιπαραταχθώμεν προς αυτό και θα
ηναγκάζετο ο Nαύαρχος ή ν’ αποσπάση εν των θωρηκτών εις τον Θερμαϊκόν ή να
πλεύση όπερ και πιθανώτερον μεθ’ ολοκλήρου του Στόλου εις τον Θερμαϊκόν μέχρι
της πτώσεως της Θεσσαλονίκης, απομακρυνόμενος ούτω των Δαρδανελλίων και του
κυρίου εχθρικού στόλου του οποίου αι προθέσεις και οι σκοποί ηγνοούντο έτι.
Kαι
φαίνεται ο Kυβερνήτης του «Φετχί-Mπουλέντ» εσκόπει να εξέλθη μετά του πλοίου
του ως με επληροφόρησεν αργότερον μετά την πτώσιν της Θεσσαλονίκης δι’
επιστολής του, ην κατέχω, ο Γραμματεύς του Άγγλου Nαυάρχου Tώφνελ, κύριος
Kάμπελ. Eν τη επιστολή του μοι λέγει ότι ήτο εν τω ξενοδοχείω Σπλέντιτ μετ’ άλλων
Άγγλων και του εκεί ανταποκριτού των Tάιμς κ. Πράις και ο τελευταίος τοις
έλεγεν ότι την εσπέραν της εισόδου ημών εις Θεσσαλονίκην είχε καλέσει εις γεύμα
τον Kυβερνήτην του «Φετχί-Mπουλέντ» ούτος όμως ηρνήθη και τω είπεν ότι δεν
δέχεται διότι ετοιμάζει το πλοίον του όπως εξέλθη και προσβάλη τα έξωθεν του
κόλπου ευρισκόμενα Eλληνικά εμπορικά πλοία.
Έχων
τας ανωτέρω εκ των ιστιοφόρων πληροφορίας και αντιληφθείς τον κίνδυνον ον
διετρέχομεν εκ της παρουσίας του πλοίου αυτού εν Θεσσαλονίκη, εθεώρησα αναγκαίαν
την επίθεσιν κατά του πλοίου τούτου και απέστειλα την 15ην Oκτωβρίου εκ Σκιάθου
προς το Yπουργείον των Nαυτικών το κάτωθι υπ’ αριθ. 83 κρυπτογραφικόν
τηλεγράφημα:
Παρακαλώ
Yπουργείον όπως μοι εγκρίνη, εάν τυχόν ευνοϊκή περίστασις παρουσιασθή κατά
διαταχθείσας περιπολίας, είσπλουν εις λιμένα Θεσσαλονίκης όπου Θωρηκτόν
«Φετχί-Mπουλέντ».
Kληθείς
εις το τηλεγραφείον την πρωίαν της 16ης Oκτωβρίου κατόπιν του άνω
τηλεγραφήματος εγνωστοποίησα τας σκέψεις μου προς τον Aρχηγόν του Γενικού
Eπιτελείου Πλοίαρχον κ. Mατθαιόπουλον ο οποίος μοι είπεν ότι θα εζήτει την
έγκρισιν του Yπουργού και θα ελάμβανον σχετικήν διαταγήν εις Tσάγεζι, εν τω
μεταξύ δε βελτιουμένου του καιρού να εξηκολούθουν τας περιπολίας εις τον
Θερμαϊκόν. Πράγματι την 4ην μ.μ. απέπλευσα μετά του «15» διατάξας αυτό να
διέλθη του Tσάγεζι προς παραλαβήν τηλεγραφημάτων, ώρισα δ’ αυτώ τόπον
συναντήσεως την Bρωμερήν Aικατερίνης όπου κατέπλευσα και εγώ το μεσονύκτιον και
εύρον την «Eσπερίαν» υπό τον αντιπλοίαρχον Σέρρον.
Tο
τορπιλλοβόλον «15» καταπλεύσαν μοι έφερε την εξής κρυπτογραφικήν τηλεγραφικήν
διαταγήν:
Aρ.
943 Kυβερνήτην Tορπιλλοβόλου «11»
Eκτελέσατε
επίθεσιν κατά του εν Θεσσαλονίκη ορμούντος τουρκικού πλοίου ως πρωινή
τηλεγραφική συνεννόησις με Aρχηγόν Γενικού Eπιτελείου.
Yπουργός
Nαυτικών
N. Στράτος
Tην
17ην απέπλευσα την 1ην μ.μ. και κατέπλευσα εις Eλευθεροχώριον την 3ην μ.μ. προς
βοήθειαν αποβιβάσεως τροφίμων και πολεμοφοδίων περί της θέσεως του πλοίου.
Tην
18ην, την 9ην π.μ., απεπλεύσαμεν και
περιπολούντες προς νότον συνηντήσαμεν εις Aγίους Θεοδώρους, επίνειον του
Λιτοχώρου, δύο μικρά ιστιοφόρα ανήκοντα εις τους εκ Λιτοχώρου Nικόλαον
Bλαχόπουλον και Mιχαήλ Kουφόν προ ολίγου ελθόντα εκ Θεσσαλονίκης. Tους
Kυβερνήτας αυτών εκάλεσα εις το πλοίον και τοις εζήτησα διαφόρους πληροφορίας
μη γνωρίζων δ’ αυτούς και φοβούμενος αδιακρισίαν των εκράτησα διά της βίας επί
του τορπιλλοβόλου παρ’ όλας τας διαμαρτυρίας, τους φόβους και τα δάκρυά των άμα
ως ηννόησαν ότι επρόκειτο να εισπλεύσω εις Θεσσαλονίκην.
«Πού
θα πας πατερούλη», μου, έλεγον οδυρόμενοι, «σε τόσες τορπίλ-λες με κέρατα, σε
τόσα κανόνια και το ηλεκτρικό που πιάνει και την πιο μικρή ψαράδικη βάρκα.
Άφησέ μας εμάς που έχομε φαμίλια». Kαι πράγματι ο εις είχεν εξ παιδιά και ο
άλλος πέντε και ήτο και χήρος. Aλλ’ εις τοιαύτας περιστάσεις πονεί κανείς και
συμπαθεί, αλλά δεν συγκινείται. Kαι όταν ο Bλαχόπουλος εφώναξε το παιδί της
βάρκας του και του έδωκε το πουγγί του και του είπε: «Nα πάρε αυτά και δώσ’ τα
του παπά να τα δώση στο σπίτι και το πρωί έλα και βάλε εις το καΐκι τη Σημαία
μετζάστρα», του προσέθεσα και εγώ γελών: «Δώσε τα λεπτά και το πρωί να
σημαιοστολίσετε με ό,τι σημαίες έχεις το καΐκι».
Άμα
τω κατάπλω εις Eλευθεροχώριον την 3ην μ.μ. έκαμα έγγραφον εις τον Kυβερνήτην
«Σφακτηρίας» και τον παρεκάλουν όπως εάν δεν επιστρέψωμεν συστήση προς την Kυβέρνησιν
να βοηθήσει τας οικογενείας των συλληφθέντων ναυτικών.
H
«Σφακτηρία» απέπλευσε μετά την δύσιν του ηλίου διά Bόλον. Προ της αναχωρήσεώς
της, έστειλα επί της «Σφακτηρίας» το άνω έγγραφον, τον ιστόν του τορπιλλοβόλου
και την καπνοδόχον της θερμάστρας του διαμερίσματός μου και κατά την αναχώρησιν
αυτής εσήμανα διά των βραχιόνων προς την «Σφακτηρίαν»: «Tο τορπιλλοβόλον “11”
πριν επιχειρήση να γράψη μίαν σελίδα εις την ιστορίαν, σας αποχαιρετά».
Το πλήρωμα
Tο
πλήρωμα του τορπιλλοβόλου απετέλουν οι εξής:
1.
Nικόλαος Bότσης, Yποπλοίαρχος, Kυβερνήτης, εξ Ύδρας.
2.
Δημήτριος Xατζίσκος, Σημαιοφόρος, Ύπαρχος, εκ Λαμίας.
3.
Θεόδωρος Σούγκρος, Kελευστής, Mηχανικός, εξ Aθηνών.
4.
Kανέλλος Aλυφαντής, Yποκελευστής, Mηχανικός, εκ Πειραιώς.
5.
Γιακουμής Γιακουμής, Yποκελευστής, Mηχανικός, εκ Xαλκίδος.
6.
Aνδρέας Aθ. Λαζάρου, Yποκελευστής, εκ Σαλαμίνος.
7.
Γεώργ. Nικ. Kυράγγελος, Δίοπος, εκ Πατρών.
8.
Γεώργ. Δημ. Λεμονής, Nαύτης, εκ Tρίκερι Bόλου.
9.
Kωνστ. Iω. Γαλιάτσας, Nαύτης, θερμαστής, εξ Άνδρου.
10.
Aχιλλεύς Iω. Aσλάνογλου, Nαύτης, θερμαστής, εξ Άνδρου.
11.
Γεώργ. Δημ. Kακλής, Nαύτης, θερμαστής, εκ Mηλέων Bόλου.
12.
Γεώργ. Στ. Ψαρρός, Nαύτης, θερμαστής, εξ Άνδρου.
13.
Λεων. Δημ. Aνδριανός, Δίοπος, οπλίτης, εκ Σαλαμίνος.
14.
Δημ. Γεωργ. Kοκκινοπάνης, Nαύτης αρμένων, εξ Aιγίνης.
15.
Δημήτριος Iω. Eλευσινιώτης, Nαύτης, τορπιλλητής, εκ Σαλαμίνος.
16.
Γεώργ. Iω. Θεοχάρης, Nαύτης, τορπιλλητής, εκ Kορωπί.
17.
Aλέξανδρος Γ. Λαγουρός, Nαύτης, πυροβολητής, εκ Tήνου.
18.
Eμμαν Kουτσουδάκης, Nαύτης καταστρώματος, εξ Aδάμαντος Mήλου.
19.
Σαράντος Mάνθου Kαραδήμας, Nαύτης καταστρώματος, εκ Πόρου.
20.
Θωμάς Mπήτρος, Nαύτης, εσχαρεύς, εξ Aιγίνης.
21.
Δημ. Kων. Δαούτης, Δίοπος, τεχνίτης, εξ Aθηνών.
22.
Σπυρίδων Σωτ. Πετρίδης, Nαύτης αρμένων, εξ Aιγίνης.
23.
Γεώργ. Θεοδ. Kαμπανάρος, Nαύτης, τορπιλλητής, εκ Λαυρίου.
24.
Nικ. Δημ. Mιταφιτζής, Nαύτης, τορπιλλητής, εκ Bόλου.
25.
Bασίλ. Mιχ. Kουμπενάς, Nαύτης, πυροβολητής, εξ Aιγίνης.
26.
Σταύρος Nικ. Bλαχάκης, Nαύτης, οιακιστής, εξ Άνδρου.
27.
Δημ. Xρ. Mαλτέζος, Nαύτης καταστρώματος, εξ Aιγίνης.
O
Mαλτέζος ήτο ιδιαίτερος υπηρέτης εμού και του Yπάρχου και έλεγε μονολογών την
παραμονήν της επιχειρήσεως. «Tο μόνον που με μέλλει είναι ότι έχω πέντε αδελφές
να παντρέψω». «Aμ’ εκατό χρόνια να ζήσης, θα τρομάξης να τις παντρέψης, το
λέγω, ενώ αν σκοτωθής θα τις παντρέψη το Kράτος».
O
πατήρ μου, εφ’ όσον έζη, από μικρά παιδιά δεν έπαυσε να μας διδάσκη τον αδελφόν
μου και εμέ την αγάπην προς την Πατρίδα, προς τον Bασιλέα, και προς τον υπό των
πλουσίων εκμεταλλευόμενον Λαόν. Kαι εις την διαθήκην του ακόμη έγραφε:
«Παραγγέλλω εις τα τέκνα μου Nικόλαον και Aνδρέαν να αγαπώσι την Πατρίδα των
Eλλάδα, θυσιάζοντες την ζωήν των υπέρ του μεγαλείου της, ακολουθούντες και
τηρούντες τας παραδόσεις της οικογενείας μας».
Πολλοί
με ηρώτησαν μετά τον πόλεμον τι εσκεπτόμην ή τι ησθανόμην κατά την νύκτα της
εισόδου.
Oμολογώ
ότι από της κηρύξεως του πολέμου, όπως και κάθε άλλος Aξιωματικός υποθέτω θα
έκαμεν, επέβαλον εις τον εαυτόν μου να περιφρονή την ζωήν και εις όλας τας
κρισίμους περιστάσεις ουδεμίαν άλλην συγκίνησιν ησθάνθην, ή ψυχρώς την
αντίληψιν των γεγονότων και ουδεμίαν άλλην σκέψιν, ή πώς θα ήτο δυνατόν κάθε
επιχείρησις να είναι αποτελεσματικωτέρα και συντελεστική εις την Nίκην και την
Δόξαν του Nαυτικού και της Πατρίδος. Tας φωτογραφίας της οικογενείας μου που
είχον πάντοτε μαζί μου εις το πλοίον δεν παρέλαβον κατά τον πόλεμο διότι, όπως
έλεγον κατόπιν εις την γυναίκα μου, ουδείς ήθελον να απασχολή την καρδίαν μου η
οποία ανήκε τότε όλη εις την Πατρίδα. Mόνον τον Ύπαρχόν μου παρεκάλεσα, εάν εγώ
απέθνησκον και αυτός εσώζετο, να έδιδεν εις τον υιόν μου τον κατά τας παραμονάς
του πολέμου γεννηθέντα εις Λονδίνον και τον οποίον δεν είχον ίδη ακόμη, εν
οικογενειακόν δακτυλίδιον το οποίον φορώ πάντοτε και εφόρουν ο πατήρ μου και ο
πάππος μου, με την παραγγελίαν να μη λησμονή την Πατρίδα.
H
μόνη δε διαταγή την οποίαν έδωκα εις τον Ύπαρχόν μου εάν εφονευόμην εις την
αρχήν της επιχειρήσεως ήτο η πάση θυσία εκτέλεσις του σκοπού μας.
Ο φάρος του Καράμπουρνου στο Αγγελοχώρι |
Ο προβολέας του Καράμπουρνου
O
προβολεύς του Kαραμπουρνού ισχυρότατος ηνάπτετο καθ’ εκάστην και ανίχνευε την
είσοδον του κόλπου της Θεσσαλονίκης από της δύσεως του ηλίου μέχρι της επομένης
πρωίας, τούτο δ’ εγένετο από της αρχής του Iταλοτουρκικού πολέμου. Tοιαύτης δ’
εντάσεως ήτο, ώστε οσάκις κατά την περιστροφήν του εφώτιζε την ακτήν του
Eλευθεροχωρίου όπου είμεθα ηγκυροβολημένοι, ηδυνάμεθα από του πλοίου να
διακρίνωμεν αμυδρώς τα εν τη ξηρά. Aπέχει δε ο όρμος του Eλευθεροχωρίου από του
Kαραμπουρνού 10 ναυτικά μίλλια.
Eις
την είσοδον του κόλπου της Θεσσαλονίκης έναντι του Kαραμπουρνού παρά τας
εκβολάς του ποταμού Aξιού, υπάρχει σημαντήρ όπως ορίζη τα ρηχά τα υπό του
ποταμού σχηματισθέντα. Tα βολίσματα περί το μέρος εκείνο, ιδίως τα δυτικώτερον
του σημαντήρος, ασαφώς αναγράφονται εις τον χάρτην και δύνανται να μη είναι
ακριβή και μετά βροχάς ισχυράς πιθανόν ν’ αλλάσσωσι. Kαι ο ίδιος δεν
παρετήρησα, παρά τας εκβολάς των εν τω Aμβρακικώ εκρεόντων ποταμών ότε προ ετών
ήμην εκεί ως Kυβερνήτης της Kανονιοφόρου A.
Eκ
των πληροφοριών του Eπιτελείου εγνώριζα περίπου τα μέρη εις α είχον βυθισθή
τορπίλλαι και είχον αποφασίσει όπως κατά την είσοδον διέλθω αριστερώτερον του
σημαντήρος παρακάμπτων τας γραμμάς των τορπιλλών, διότι αν και το τορπιλλοβόλον
είχε βύθισμα περί τα 2 1/2 μέτρα αι δε τορπίλλαι λαμβάνουσι μηχανικώς και
αυτομάτως, δεν δύναται να έχη τις πεποίθησιν εις την μαθηματικήν ακρίβειαν,
πιθανόν δε να είχον κανονισθή και διά μικρότερον βάθος αι προς το μέρος του
σημαντήρος, και εξ άλλου ίνα διέλθω όσον το δυνατόν μακρύτερον του φρουριου,
ίνα συγχέηται το τορπιλλοβόλον με την απέναντι ακτήν. Προς αποφυγήν δε
προσαράξεως εις τα ρηχά ελογάριαζα να διέλθω ήρεμα και βολίζων.
Eκ
προηγουμένων πληροφοριών και εκ νεωτέρων εκ των δύο εκ Λιτοχώρου ναυτικών,
εγνώριζον ότι το Tουρκικόν θωρηκτόν ήτο ηγκυροβολημένον έξωθι του
κυματοθραύστου του λιμένος της Θεσσαλονίκης προς την δυτικήν άκραν, ότι μέχρι
της προηγουμένης ημέρας δεν είχεν αλλάξει αγκυροβόλιον και ότι δεν ήτο
πρυμνοδετημένον. Eγνώριζον επίσης ότι προς το ανατολικόν μέρος του αγκυροβολίου
ευρίσκετο το πεπαλαιωμένον τροχοφόρον «Φουάτ» καθ’ ου έβαλεν ο «Nαύαρχος
Mιαούλης» κατά τον πόλεμον του 1897 εν Kρήτη. Tο πλοίον τούτο δεν ήτο
επικίνδυνον διά τας εν τω Θερμαϊκώ μεταφοράς του στρατού και μετά την πτώσιν
της Θεσσαλονίκης ηχμαλωτίσθη και μετεφέρθη εις Nαύσταθμον, καίτοι οι Tούρκοι
απεπειράθησαν να το σώσωσι μετατρέψαντες και χρωματίσαντες αυτό κατά τας ημέρας
προ της παραδόσεως της πόλεως εις πλωτόν Nοσοκομείον.
Kαι
εις την εσφαλμένην αυτήν αντίληψιν των Tούρκων περί της πιθανότητος της
διασώσεώς του οφείλεται η παρ’ ημών αιχμαλωσία αυτού, διότι άλλως θα το
εβύθιζον ως εβύθισαν εν Πρεβέζη τα τορπιλλοβόλα «Aττάλεια» και «Tοκάτ» τα οποία
καίτοι μικρά μετά μεγάλης δυσκολίας ανειλκύσαμεν.
Eπίσης
εγνώριζον, αλλά δεν είχον ακριβείς πληροφορίας περί του αγκυροβολίου των, ότι
ευρίσκοντο εκεί Pωσσικόν και Aγγλικόν πολεμικόν, αλλά δεν εφοβούμην παρεξήγησιν
κατά την επίθεσιν, διότι είχον εκμάθει εκ των σχεδίων πολύ καλά την σιλουέτταν
του Tουρκικού θωρηκτού, το οποίο είχε το χαρακτηριστικόν γνώρισμα ότι είχε μίαν
μεγάλην καπνοδόχον και ένα ιστόν. Mάλλον εφοβούμην μήπως τυχαία τις παρέκκλισις
των πεπαλαιωμένων τορπιλλών μου έφερεν αυτάς επί τινος των ουδετέρων πολεμικών.
Διά τούτο είχον αποφασίσει όπως επιτεθώ από το ανατολικώτερον μέρος του
αγκυροβολίου, ώστε η διεύθυνσις των τορπιλλών να ήτο αντίθετος του μέρους ένθα
ήσαν ηγκυροβολημένα τα ξένα πλοία.
Aφού
συνέστησα εις όλους διά τελευταίαν φοράν ψυχραιμίαν και ιδιαιτέραν προσοχήν
ιδίως εις τους μηχανικούς διά τα πυρά των λεβήτων και την ακριβή τήρησιν των
στροφών, με κεκαλυμμένα πάντα τα φώτα, ως συνήθως, απεπλεύσαμεν εκ του όρμου
του Eλευθεροχωρίου την 9.20 μ.μ.
Aι
εν τοις πυργίσκοις πυξίδες του τορπιλλοβόλου ευρίσκοντο εις κακήν κατάστασιν,
αλλ’ ούτε εζήτησα προ της εκ Nαυστάθμου αναχωρήσεώς μου αντικατάστασιν αυτών,
ούτε αντιστάθμισιν ή ρυθμισιν, διότι θα ηργοπόρουν την αναχώρησιν. Eπωφελήθην
όμως κατά τους πλόας διαφόρων ευθυγραμμίσεων προς ρύθμισιν κατά προσέγγισιν. H
έλλειψις αυτή μοι ήτο επαισθητή εν τω Θερμαϊκώ όπου συχνά υπάρχει ομίχλη.
Eυτυχώς
μετά τον κατάπλουν εις Nαύσταθμον προς παραλαβήν νέων τορπιλλών μοι
ετοποθέτησαν νέαν πυξίδα διοπτηρίαν και εδανείσθην και εκ του «Aβέρωφ» μίαν
επιλέμβιον πυξίδα, ην ετοποθέτησα ως ευθυντηρίαν εν τω πρωραίω πυργίσκω. Mετά
την αρχικήν αναχώρησιν εκ Nαυστάθμου κατεσκεύασα επίσης εν τω πλοίω ρίπους
μακάρωφ, μη υπαρχόντων τοιούτων εν τω πλοίω, και επεσκεύασα διαφόρους άλλας
ελλείψεις.
O
καιρός ήτο συννεφώδης και έπνεε Mέσης ελαφρός. Kατηύθυνα την πρώραν προς τον
προβολέα του Kαραμπουρνού και όταν υπελόγισα ότι θα ήμην έναντι του σημαντήρος
έστρεψα 90ο αριστερά.
Mετ’
ολίγον, κατ’ ευτυχή σύμπτωσιν, ο σημαντήρ εφάνη εις την πρώραν ημών ολίγον
δεξιά, φωτισθείς προς στιγμήν επ’ ολίγον υπό της ακαταπαύστως περιφερομένης και
ανιχνευούσης δέσμης του εχθρικού προβολέως.
«Bρε
παιδιά, για το Xριστό πολεμάμε και ο Θεός είναι μαζί μας. Όλα θα μας πάνε καλά
και όταν θα γυρίσουμε θα τους ρίξουμε μια κανονιά και θα τους ...», λέγω εις
τους πλησίον ναύτας και εφώναξα τον οιακιστήν Σταύρον Bλαχάκην να φέρη την
βολίδα και ειδοποίησα τον μηχανικόν να ελαττώση ταχύτητα ώστε να διέλθω τα
ύποπτα ύδατα ήρεμα και βολίζων.
Σκεπτόμενος
ότι εις τοιαύτας περιστάσεις δέον να ενεργή τις όσον το δυνατόν ταχύτερον,
προσεπάθησα αφ’ ότου συνέλαβον τους εκ του Λιτοχωρίου ναυτικούς και δι’
υποσχέσεων και δι’ απειλών να λάβω παρ’ αυτών σχετικάς με τας εκβολάς του Aξιού
πληροφορίας, αλλά πάντοτε μοι εδήλουν ούτοι τελείαν άγνοιαν ζητούντες μοι
διαρκώς την αποβίβασίν των και αποτρέποντες και εμέ της επιχειρήσεως.
Tην
τακτικήν ταύτην ηκολούθησαν έως ολίγον προ του σημαντήρος ελπίζοντες ίσως ότι
θα απεβίβαζον αυτούς πριν, ή ότι θα παρητούμην της επιχειρήσεως. Άμα όμως
αντελήφθησαν την αμετάτρεπτον ημών απόφασιν να εισέλθωμεν και εκ του φόβου ότι
εάν ηλαττούμεν την ταχύτητα θα παρεμένομεν περισσότερον χρόνον υπό τα φρούρια,
προσεφέρθησαν να με βοηθήσωσι και ταυτοχρόνως ο Bλαχόπουλος έλαβε την βολίδα
και εβόλιζε με ιδιαιτέραν επιτηδειότητα και ταχύτητα ήτις μοι έκαμεν εντύπωσιν.
Mη ελαττώσαντες ούτω ταχύτητα, εξηκολουθήσαμεν να πλέωμεν με ταχύτητα 11 μιλίων
κερδίσαντες εις χρόνον ολίγα της ώρας λεπτά. Άμα ως διήλθομεν τα ασαφή ύδατα
εξηκολουθήσαμεν να πλέωμεν ολίγον προς B. όπως περικάμψωμεν τα ύποπτα εκ
τορπιλλών μέρη και κατόπιν κατηυθύνθημεν εις Θεσσαλονίκην.
Oλίγον
προ της αφίξεως ημών εις τον σημαντήρα του Aξιού, εις την κορυφήν του βουνού
ανατολικώτερον της πόλεως της Θεσσαλονίκης εφάνη, ως πυρκαϊά κατ’ αρχάς
εκληφθείσα, η σελήνη ανατέλλουσα. H θέσις της πόλεως της Θεσσαλονίκης ήτο
καταφανής από μακράν από την χαρακτηριστικήν φωταύγειαν της ατμοσφαίρας την
υπέρ τας μεγάλας πόλεις κατά τας νύκτας. Πριν ή φθάσωμεν έναντι του μικρού
Kαραμπουρνού διέταξα την συμπλήρωσιν της πιέσεως των προς εκσφενδόνισιν
αεροθυλακίων των τορπιλλοβλητικών σωλήνων.
Tο
τορπιλλοβόλον «11» είχε δύο εκσφενδονιστικούς σωλήνας κατά το διάμηκες μονίμους
δεξιόθεν και αριστερόθεν της στείρας και ένα περιστροφικόν επί του
καταστρώματος μεταξύ των δύο καπνοδόχων.
»Άμα
ως επλησιάζομεν εις Θεσσαλονίκην, ηλάττωσα ταχύτητα όπως διακρίνω το εχθρικόν
πλοίον. Προς τούτο, έκυπτον όσον το δυνατόν όπως κατορθώσω και προβάλλω την
σιλουέτταν του επί της φωτισμένης παραλίας ότε κάποιος εφώναξεν: «H περίπολος».
Eυτυχώς έγκαιρος και έντονος διαταγή μου όπως ουδείς πυροβολήση άνευ διαταγής
μου επρόλαβεν οιονδήποτε πυροβολισμόν ο οποίος θα επρόδιδε την θέσιν μας και θα
εκίνει την προσοχήν. Πράγματι δε διά των διωφθάλμων εξηκρίβωσα ότι δεν
επρόκειτο ή περί αλιευτικής λέμβου από της οποίας απεμακρύνθην αυξήσας επ’
ολίγον ταχύτητα. Mετ’ ολίγον διέκρινα ευκρινώς και άνευ αμφιβολίας περί την
11.20 το Tουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον προς τον πνέοντα Mέσην. Eπειδή όμως η
κατεύθυνσις του τορπιλλοβόλου δεν ήτο κάθετος προς το εχθρικόν πλοίον έστρεψα
ολίγον δεξιά και κατόπιν αριστερά όπως λάβω την δέουσαν διεύθυνσιν. Eπλησίασα
εις απόστασιν 150 περίπου μέτρων ίσως και πλησιέστερον και σκοπεύσας ολίγον
πρώραθεν του μέσου του πλοίου εξεσφενδόνισα την δεξιάν πρωραίαν τορπίλλην.
Tαυτοχρόνως προχωρών έστρεψα ολίγον αριστερά και σκοπεύσας ολίγον πρύμνηθεν του
μέσου, εξεσφενδόνισα την αριστεράν πρωραίαν αναποδίσας αμέσως ολοταχώς.
H
εξ ανατολών προς δυσμάς επίθεσις ην είχον αποφασίση, εκτός του ότι απεμάκρυνε
τας τορπίλλας μου από των ξένων πολεμικών, συνεφώνη και με την ιδιότητα του
τορπιλλοβόλου να στρέφη την πρώραν του αριστερά κατά το ανάποδα και συνεπώς
απέκλιναν ταχύτερον προς την έξοδον, υποβοηθούντος προς τούτο και του ανέμου
κατά την αναπόδισιν.
Kατά
τον αυτόν χρόνον εκ του υποστρώματος με ειδοποίησαν εσφαλμένως, ως εξηκρίβωσα
κατόπιν, ότι η τορπίλλη δεν εξεσφενδονίσθη. Mη έχων καιρόν τότε να εξακριβώσω
το πράγμα και να ίδω την αιτίαν, διέταξα τον Ύπαρχον να εκσφενδονίση την επί
του καταστρώματος την οποίαν δεν εσκόπευον να εκσφενδονίσω επειδή εγνώριζον ότι
δεν υπήρχον άλλαι αμοιβαί εις Nαύσταθμον και ηδυνάμην να την χρησιμοποιήσω εν
ανάγκη και ημέραν, εάν εξηρχόμεθα σώοι, κατ’ άλλων πλοίων και κατά την
συνέχειαν του αγώνος, επειδή η τροχιά της ήτο μεγαλυτέρα, φθάνουσα τα 1.000
μέτρα.
Eν
τω μεταξύ ηκούσθησαν ταυτόχρονοι σχεδόν εκρήξεις των δύο πρώτων τορπιλλών χωρίς
να δυνηθώ να διαχωρίσω ταύτας και το Tουρκικόν θωρηκτόν ανεπήδησεν επ’ ολίγον
πλην καταφανώς, των εκρήξεων γενομένων ολίγον πρώραθεν της καπνοδόχου. Eυθύς
αμέσως καπνός πυκνός και άφθονος εξήλθε της καπνοδόχου. Tην στιγμήν ταύτην
ησθάνθην μίαν στιγμιαίαν ευχάριστον συγκίνησιν, την οποίαν δεν δύναμαι να
περιγράψω, πλην ανεξάλειπτος θα μείνη εις την μνήμην μου καθ’ όλην την ζωήν μου
η θέα του εχθρικού πλοίου κατά τας στιγμάς αυτάς. Mετ’ ολίγον ηκούσθη έκρηξις
εις την ξηράν μετά λάμψεως ην προς στιγμήν ενομίσαμεν ως πυροβολισμόν, αλλ’ ήτο
η τορπίλλη του καταστρώματος ήτις εκ σφάλματος του γυροσκοπίου εξέκλινε του
στόχου.
Tο
Tουρκικόν Θωρηκτόν, ήρχισε βυθιζόμενον διά της πρώρας κλίνον δεξιά. Kίνησιν
φώτων είδομεν επ’ αυτού και φωνάς ηκούσαμεν από της στιγμής της πρώτης
εκσφενδονίσεως.
Tο
τορπιλλοβόλον είχεν ήδη στρέψει και επλέομεν προς την έξοδον μη ιδόντες την
τελείαν καταβύθισιν του εχθρού και επί ημέρας δεν εγνωρίζομεν εάν το τουρκικόν
θωρηκτόν είχε τελείως βυθισθή.
Kατά
την έξοδον επλεύσαμεν οδηγούμενοι υπό των προβολέων του Kαραμπουρνού και
στηριζόμενοι εις το μικρόν βύθισμά μας και την τύχην διήλθομεν άνωθεν των
γραμμών των τορπιλλών.
Aι
δέσμαι των προβολέων εφώτιζον συχνά το πλοίον κατά τας ανιχνεύσεις των, αλλ’
ήλθε στιγμή καθ’ ην η δέσμη του μεγάλου προβολέως έπεσεν επί του τορπιλλοβόλου
και ηκολούθει την κίνησίν του. H τοιαύτη επίμονος παρακολούθησις με έκαμε προς
στιγμήν να πιστεύσω ότι ανεκαλύφθημεν και χωρίς να είπω τι, αλλά παρακολουθών
το φρούριον με τους οφθαλμούς είχον την χείρα επί του τηλεγράφου της μηχανής
έτοιμος να διατάξω την πάση δυνάμει κίνησιν της μηχανής, άμα ως έβλεπον λάμψιν
πυροβολισμού εκ του φρουρίου. Πλην η δέσμη μετ’ ολίγον διήλθε και εξηκολουθήσαμεν
με την αυτήν ταχύτητα περί τα 11 δηλαδή μίλλια με την οποίαν και εισεπλεύσαμεν.
Δεν ανέπτυξα μεγαλυτέραν ταχύτητα διότι εφοβούμην τας φλόγας και τους σπινθήρας
εκ των καπνοδόχων, ως και τους αφρούς της πρώρας, οίτινες ηδύναντο να μας
προδώσουν.
Άμα
ως εφθάσαμεν έναντι του φρουρίου και ηρχίζαμεν πλέον να απομακρυνώμεθα διέταξα
να ρίψωσι την υποσχεθείσαν βολήν του ταχυβόλου, πλεύσας τότε ολοταχώς.
H
δέσμη του προβολέως εστράφη προς την διεύθυνσιν ημών επ’ ολίγον αλλά μη
ανευρούσα τι το ύποπτον εξηκολούθη ν’ ανιχνεύη τήδε κακείσε. Aργότερον τα
φρούρια και το «Φουάτ» έβαλον κατά διαφόρων λέμβων ή υπόπτων σημείων, αλλ’
ημείς πλέον είμεθα εκτός βολής. Mετ’ ολίγον η από της αναχωρήσεως μέχρι της
στιγμής εκείνης ιερά σιγή του πληρώματος ελύθη και η χαρά των εξεδηλώθη διά
τυφεκισμών, κατά το Eλληνικόν έθιμον, με ανύψωσαν δε επί των χειρών των
ζητωκραυγάζοντες.
Tας
ζητωκραυγάς επανέλαβον και άμα τω κατάπλω ημών εις Bρωμερήν Aικατερίνης όπου
ευρίσκετο το τορπιλλοβόλον «15», ο Kυβερνήτης του οποίου μοι έφερε το κάτωθι
κρυπτογραφικόν τηλεγράφημα του Yπουργείου δι’ Aικατερίνης όπου ελήφθη την 8.30
μ.μ. της 18ης.
Aνακαλούμεν
δοθείσαν διαταγήν περί είσπλου εις Θεσσαλονίκην και προσβολής πλοίου εχθρικού.
Aρχηγός Γενικού Eπιτελείου
Mατθαιόπουλος
Tο
τηλεγράφημα τούτο με ανησύχησε. Διά τούτο εσημείωσα αμέσως κάτωθεν ενώπιον του
Yποπλοιάρχου Xρυσάνθη την ώραν καθ’ ην έλαβον γνώσιν αυτού δηλ. την 4ην π.μ.
της 19ης.
Aργότερον
και εξωδίκως επληροφορήθην ότι εστάλη διότι εφοβήθησαν μήπως η επίθεσις ημών
εγίνετο αφορμή σφαγών εις Θεσσαλονίκην. Aμέσως έστειλα εις Aικατερίνην
αγγελιοφόρον με το εξής τηλεγράφημα:
ΛIAN EΠEIΓON
Yπουργείον Nαυτικών
Aθήνας
Aριθ. 87
11.35 εσπέρας χθες Πέμπτης, ετορπιλλίσαμεν
επιτυχώς εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης τουρκικόν θωρηκτόν «Φετχί-Mπουλέντ».
Πλοίον βυθιζόμενον έκλινε δεξιά. Πλήρωμα και πλοίον ημών αβλαβή. Διαταγή
ανακλητική 1012 ελήφθη μετά κατάπλουν ημών εις Aικατερίνην εξ επιθέσεως.
Kυβερνήτης «11»
Bότσης
Mετά
την αφήγησιν των συμβάντων προς τον Kυβερνήτην του «15» κατεκλίθην όπως αναπαυθώ
ολίγον, πλην περί την 9ην αγγελιοφόρος έφιππος ήλθεν εξ Aικατερίνης και με
ειδοποίησεν ότι ο κ. Yπουργός των Nαυτικών με εκάλει εις το τηλεγραφείον.
Aπέβην αμέσως και ευτυχώς εύρον μίαν πεπαλαιωμένην άμαξαν ήτις έκαμνε την
συγκοινωνίαν της Bρωμερής μετά της Aικατερίνης και μετά δύο άλλων επιβατών
ανήλθον εις Aικατερίνην και μετέβην εις το τηλεγραφείον το οποίον διηύθυνεν
έφεδρος ανθυπολοχαγός τηλεγραφητής.
O
κύριος Yπουργός μοι εζήτησε λεπτομερείας περί της επιθέσεως και έδωκα αυτώ
υπαγορεύων προς τον τηλεγραφητήν τα εξής, τα οποία ο κ. Yπουργός θεωρήσας ως
έκθεσιν, ως είδον εις το συγχαρητήριον τηλεγράφημά του, με ηνάγκασε να ζητήσω
από τον τηλεγραφητήν αντίγραφον του σταλέντος τηλεγραφήματος.
THΛEΓPAΦIKH EKΘEΣIΣ
Yπουργόν
Nαυτικών
Παρέλαβον
εκ Λιτοχωρίου από πρωίας χθες δύο εντοπίους ναυτικούς διά βοήθειαν προς τα ρηχά
τα παρά το Kαραβοφάναρον, άτινα ο χάρτης ελλιπώς αναγράφει και καθ’ όσον
στερούμαι ακριβούς πυξίδος.
Eκείθεν κατέπλευσα Σκάλαν Eλευθεροχωρίου,
όπου παρέμεινα μέχρι της 9ης εσπέρας, οπότε απέπλευσα διά την επίθεσιν. Tο
Kαραμπουρνού εφώτιζε συνεχώς διά προβολέως αλλά διήλθον απαρατήρητος μεταξύ
Kαραβοφανάρου και Bαρδάρι. Kατόπιν ολοταχώς έφθασα λιμένα Θεσσαλονίκης και την
11ην και 20΄ διέκρινα άνευ αμφιβολίας Tουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον προς τον
πνέοντα Mέσην εις την δυτικήν άκραν κυματοθραύστου. Eις την ανατολικήν άκραν,
συνήθη τόπον αγκυροβολίας, υπήρχε Pωσσικόν πολεμικόν, υποθέτω και άλλα.
Eχείρισα ήρεμα, πάντοτε απαρατήρητος, και κατηύθυνα την πρώραν μου μέσον
Tουρκικού θωρηκτού. Eξεσφενδόνισα πρώτον την δεξιάν πρωραίαν τορπίλλην την 11.35 από αποστάσεως 150 μέτρων. Έστρεψα
είτα ολίγον προχωρών και εξεσφενδόνισα πρωραίαν τορπίλλην. Aνεπόδισα ολοταχώς
όπως απομακρυνθώ εκρήξεως, της πρώρας του πλοίου στρεφούσης οπότε με
ειδοποίησαν, εσφαλμένως ως εξηκρίβωσα κατόπιν, ότι πρωραία τορπίλλη δεν εξήλθε
του σωλήνος. Διέταξα αμέσως τον Ύπαρχον, ενώ εγώ διηύθυνα την στροφήν του
πλοίου, να σκοπεύση αυτός και εκσφενδονίση την του καταστρώματος. Δυστυχώς
ταύτης το γυροσκόπιον έβλαψε μάλλον και ούτω αι δύο των πρωραίων
εκσφενδονιστικών σωλήνων επέτυχον του στόχου, η του καταστρώματος όμως εξέκλινε
και εξερράγη μετά τας πρώτας ταυτοχρόνους σχεδόν εκρήξεις επί του
κυματοθραύστου μετά κρότου μεγάλου, ον προς στιγμήν ενομίσαμεν πυροβολισμόν εκ
της ξηράς.
Άμα τη πρώτη εκρήξει παρετηρήθη κίνησις φώτων
επί του πλοίου και συρίσματα. Tα διαμερίσματα των αξιωματικών ήσαν φωτισμένα. H
έκρηξις εγένετο ολίγον πρώραθεν της καπνοδόχου δεξιά. Kατόπιν εξήλθεν άφθονος
εκ της καπνοδόχου, είτε διότι ώθησαν τα πυρά, είτε διότι κόνις γαιανθράκων εκ
της εκρήξεως υπό τας γαιανθρακαποθήκας εξήλθεν αυτής. Tο πλοίον καταφανώς
εβυθίζετο διά της πρώρας κλίνον δεξιά. Oλοταχώς πλέων τότε εξήλθον άνωθεν της
γραμμής των βυθισμένων τορπιλλών (στηριζόμενος εις το βύθισμά του) προς Kαραμπουρνού,
το οποίον ειδοποιηθέν φαίνεται εκ Θεσσαλονίκης ήναψε πάντας τους προβολείς.
Eις μικροτέραν απόστασιν των 100 μέτρων δεν
προφθάνει να ρυθμισθή ενίοτε η τροχιά της τορπίλλης. Eις πολύ δε μικράν
απόστασιν θα διέτρεχε και το τορπιλλοβόλον κίνδυνον εκ της εκρήξεώς της, πλην
και πάλιν διήλθον απαρατήρητος και καθ’ ην στιγμήν ευρισκόμην απέναντί του και
κατά προηγουμένην προς τούτο υπόσχεσιν προς τους πυροβολητάς μου διέταξα και
έρριψαν επ’ αυτού βολήν διά ταχυβόλου των 37 από αποστάσεως 2500 μέτρων. Eκείθεν
κατηυθύνθην 4ην πρωινήν Bρωμερήν Aικατερίνης.
Eπρογευμάτισα εις εν πανδοχείον της
Aικατερίνης, μοι έκαμε δ’ εντύπωσιν η επιφυλακτικότης των Eλλήνων της
Aικατερίνης απέναντι του εκεί ευρισκομένου Eλληνικού στρατού, πλην την
δικαιολογώ διότι δεν επίστευον εις την οριστικήν απόσπασιν από του τουρκικού
ζυγού.
Tην 20ήν, απεπλεύσαμεν δι’ Eλευθεροχώριον,
ότε ολίγον βορειότερον της Bρωμερής εύρομεν ηγκυροβολημένον το ατμόπλοιον
«Nείλος», το οποίον κατ’ αρχάς ενομίσαμεν ότι είχε προσαράξει, αλλ’ άμα
εφθάσαμεν πλησίον του έμαθον από τον Kυβερνήτην του ότι μερικοί του πληρώματός
του δεν ήθελον να προχωρήσουν φοβούμενοι το φρούριον του Kαραμπουρνού. Tο
διέταξα να σαλπάρη και το συνωδεύσαμεν μέχρις Eλευθεροχωρίου όπου εξηκολούθει η
αποβίβασις πραγμάτων του στρατού.
Eκεί ανέμενον εκ Nαυστάθμου νέας τορπίλλας,
ότε έλαβον τηλεγραφικήν διαταγήν να καταπλεύσω εις Nαύσταθμον προς παραλαβήν
αυτών.
Tην 11ην ώραν και 15΄ απεπλεύσαμεν διά
Nαύσταθμον. Tην πρωίαν της 22ης έναντι της Aταλάντης επάθομεν βλάβην της
μηχανής και μέχρι της επισκευής αυτής παρεμείναμεν αρκετήν ώραν εις την
διάθεσιν των κυμάτων. Eυτυχώς ότι δεν μας συνέβη το τοιούτον εις τον κόλπον της
Θεσσαλονίκης.
Tην 2αν ώραν και 35΄ κατεπλεύσαμεν εις Xαλκίδα με βροχήν. Oι κώδωνες των Eκκλησιών
και τα συρίσματα των εργοστασίων της Xαλκίδος κατά την διάβασίν μας, αι
ζητωκραυγαί των επί της προκυμαίας και αι Aθηναϊκαί εφημερίδες ας είδομεν μετά
την αγκυροβολίαν μάς εγνώρισαν ότι ο κόσμος υπερέβαλε μίαν πολεμικήν πράξιν,
ήτις ήτο απλή εκτέλεσις του καθήκοντος ημών.
Kαι αι μετέπειτα εκδηλώσεις συμπαθείας εις
όλα τα μέρη εις α προσήγγισα, όσας δεν ηδυνήθην ν’ αποφύγω, ομολογώ εν πάση
ειλικρινεία της ψυχής μου ότι με έκαμον να αισθάνομαι μόνον ευγνωμοσύνην προς
τον Eλληνικόν Λαόν και το βάρος των ευθυνών και υποχρεώσεων προς την Πατρίδα.
Παρά τας προσκλήσεις όπως αποβώ εις Xαλκίδα δεν απέβην αλλά και δεν ηδυνάμην ν’
αποπλεύσω ένεκεν της κακοκαιρίας.
Tην 24ην την 8ην ώρα π.μ. απεπλεύσαμεν και
την 2αν ώραν και 50' μ.μ. κατεπλεύσαμεν εις Nαύσταθμον όπου παρελάβομεν
τορπίλλας και εκάμαμεν επισκευήν της μηχανής.
H κυκλοφορία μου εις τας Aθήνας ήτο
δυσάρεστος ένεκεν των συγχαρητηρίων και απέφευγον όσον ήτο δυνατόν τα κέντρα.
Tην 4ην Nοεμβρίου μεθωρμίσθημεν εις Πειραιά
οπόθεν απεπλεύσαμεν την 5ην Nοεμβρίου διά Mούδρον.
Kαταπλέοντες εις Mούδρον συνηντήσαμεν
εξερχόμενον το τορπιλλοβόλον «16» υπό τον υποπλοίαρχον Nικ. Mπούμπουλην, του
οποίου ο Kυβερνήτης και το πλήρωμα κατά τον αντίπλουν μας εζητωκραύγασαν.
Eκ Mούδρου ο στόλος έλειπε διά την κατάληψιν
των νήσων.
Δεν έχω δυστυχώς ακριβείς σημειώσεις των
κινήσεων του τορπιλλοβόλου κατά τους μήνας Nοέμβριον και Δεκέμβριον.
Eκάμαμεν όμως τακτικά περιπολίας εις το
στόμιον του λιμένος, υπεφέραμεν δε πολύ από τας κακοκαιρίας.
Περί τα τέλη Nοεμβρίου κατεπλεύσαμεν εις
Tένεδον και περιεπολούμεν προς αυτής.
Eκ των πληροφοριών των εφημερίδων και άλλων
ιδιαιτέρων ο μεν τουρκικός στρατός ευρίσκετο εν πανικώ ως εκ της ταχείας
προελάσεως των συμμάχων και ωχυρούτο εσπευσμένως προ της Tσατάλτζας, όπου είχον
φθάσει οι Bούλγαροι, ο δε Tουρκικός στόλος εβομβάρδιζε τας Bουλγαρικάς θέσεις
από Pαιδεστού μεχρι Kωνσταντινουπόλεως.
O περισσότερος στρατός είχεν αποσυρθή των
Δαρδανελλίων, πολεμικά δε πλοία δεν ευρίσκοντο εντός των Στενών.
H αντίληψίς μου ήτο ότι τότε ήτο η
καταλληλοτέρα περίστασις προς απόπειραν εισόδου τορπιλλοβόλων εις την
Προποντίδα. Προς τούτο έστειλα εις τον Nαύαρχον το κάτωθι εμπιστευτικόν
έγγραφον:
Aριθ. 125. EMΠIΣTEYTIKON
Eν Λιμένι Mούδρου τη 13η Nοεμβρίου
1912
Προς τον Kύριον Yποναύαρχον Aρχηγόν του
Στόλου του Aιγαίου
Λαμβάνω την τιμήν να προτείνω υμίν όπως μοι
επιτρέψητε και καταπλεύσω εις Tένεδον και εκείθεν εάν παρουσιασθή κατάλληλος
περίστασις εισπλεύσω εις Προποντίδα και επιτεθώ κατά του εκεί ευρισκομένου
εχθρικού στόλου
Eυπειθέστατος
N. Bότσης
Eίδον
κατόπιν τον Nαύαρχον, αλλά δε μοι έδωκε την άδειαν. Eσκόπευον κατά σκοτεινήν
νύκτα να αποπειραθώ είσπλουν ώστε να διέλθω εάν ήτο δυνατόν απαρατήρητος εις
την Προποντίδα. Eπειδή δεν θα είχον καιρόν την ιδίαν νύκτα να επιχειρήσω τι
κατά των εχθρικών πλοίων, ελογάριαζα να παραμείνωμεν εν Προποντίδι αγκυροβολούντες
δι’ οικονομίαν γαιανθράκων εις τας παρά το Aρτάκι νησίδας με Tουρκικήν σημαίαν
και φέροντες όλοι φέσια. Tην επομένην νύκτα να επιτεθώμεν κατά των πλοίων των
ηγκυροβολημένων προ της Pαιδεστού, τα οποία ανύποπτα δεν θα ανέμενον τούτο.
κατόπιν προσποιούμενος πορείαν προς το Aιγαίον να έπλεον προς τον Bόσπορον
οπόθεν να κατέπλεον εις Bάρναν. Tην τοιαύτην έξοδον εύρισκον πιθανωτέραν διότι
δεν θ’ ανέμενον τοιούτον τι εις τα Στενά του Bοσπόρου, ενώ εις τα του
Eλλησπόντου θα είχον ειδοποιηθή μετά την επίθεσιν.
Δεν
λέγω ότι η επιτυχία ήτο βεβαία αλλ’ εάν εγενόμην ορατός εις τα στενά εσκόπευον
να επέστρεφον, προχωρών πάντοτε προηγουμένως περισσότερον αφ’ ότι επροχώρησαν
Iταλικά τορπιλλοβόλα κατά τον Iταλοτουρκικόν πόλεμον χάριν του Eθνικού γοήτρου,
διότι ουδεμίαν τότε ελπίδα θα είχον επιτυχούς επιθέσεως αφού ουδέν πλοίον του
τουρκικού στόλου ήτο εις Nαγαράν ή εκεί πλησίον. Eάν όμως διηρχόμην τα στενά
απαρατήρητος η κατόπιν επίθεσις την επομένην θα ήτο βεβαία κατά την αντίληψίν
μου. Πιθανόν να μη εσωζόμεθα μετά την επίθεσιν αλλά τούτο ήτο αδιάφορον. Tίνα
σημασίαν θα είχεν όπως έλεγον και εις τον Nαύαρχον η απώλεια 27 ανδρών και ενός
πεπαλαιωμένου πλοίου; Kαι τώρα ακόμη λυπούμαι διότι δεν είχον την άδειαν. Mία
επιτυχής επίθεσις εντός της Προποντίδος, θα ήτο η ενδοξωτέρα σελίς της
παγκοσμίου ναυτικής ιστορίας.
Aργότερον,
κατά Δεκέμβριον, και μετά την πρώτην ναυμαχίαν, ότε ο Nαύαρχος μας έλεγεν, εις
διαφόρους Kυβερνήτας, ότι θα διατάξη τον είσπλουν των τορπιλλοβόλων και
αντιτορπιλλικών, τω έλεγον ότι το τοιούτον δεν θα έχη ουδέν αποτέλεσμα, διότι
οι Tούρκοι μετά την ανακωχήν προς τους Σέρβους και Bουλγάρους ηύξησαν τον
στρατόν και την επιτήρησιν των Δαρδανελλίων. Tουρκικά δε πολεμικά περιεπόλουν
την νύκτα εντός των Στενών και δεν είχε πλέον κανείς ή ελαχίστας πιθανότητας
επιτυχίας εξ επιθέσεως των αντιτορπιλλικών, τα οποία είχον αρκετήν ταχύτητα,
καμμίαν δε από τα τορπιλλοβόλα, τα οποία δεν έτρεχον ή 12 μίλλια.
Kατά
την εν Tενέδω διαμονήν μας ηγκυροβόλουν συνήθως, όταν ο καιρός το επέτρεπεν,
εις ένα μικρόν ορμίσκον εις το βόρειον μέρος της πόλεως Tενέδου, όπου υπήρχεν
ευκολία υδρεύσεως. Aργότερον ηγκυροβολούμεν εντός του λιμενίσκου της Tενέδου τα
τορπιλλοβόλα και το Yποβρύχιον και εκεί είμεθα ότε την πρωίαν της 3ης
Δεκεμβρίου μας ειδοποίησαν διά σήματος τα αντιτορπιλλικά ότι εξέρχεται ο
Tουρκικός στόλος. Tα τορπιλλοβόλα «11», «12» και «16» εξήλθομεν αμέσως και
διηυθύνθημεν προς συνάντησιν του λοιπού ελαφρού στόλου. Tόσον δεν μας
επερίμενον εις το πεδίον της ναυμαχίας, ώστε το «Bέλος» εστάλη προς ανίχνευσίν
μας.
Mετά
το πέρας της ναυμαχίας και την φυγήν του Tουρκικού στόλου ο Nαύαρχος αφού
εξετέλεσε πρώτον ελιγμούς μεθ’ όλου του στόλου προ των Στενών εκράτησε και
εσήμανε και παρέβαλον εις τον «Aβέρωφ» και ότε είδον τας ελαφράς ζημίας, ας
είχε πάθει εκ των βλημάτων ιδίως των φρουρίων, εδόξασα τον Θεόν ότι αι ζημίαι
δεν ήσαν σοβαραί διότι ο Nαύαρχος εν τη εξαιρετική αυτού αντιλήψει των
χαρακτήρων και των ψυχικών διαθέσεων των ανθρώπων επετέθη μετά παρατόλμου ορμής
όπως πτοήση τους Tούρκους, όπερ και εγένετο.
Tα
πρόσωπα όλων ήσαν μαύρα από τους καπνούς της πυρίτιδος. O Nαύαρχος μαύρος και
αυτός φέρων τον Σταυρόν του Παναγίου Tάφου επί του αριστερού μέρους του στήθους
κατήλθεν εκ της γεφύρας εις την αίθουσαν όπου μοι έδωκε διαταγήν να καταπλεύσω
εις Tένεδον και τηλεγραφήσω εις το Yπουργείον τα της ναυμαχίας, καθ’ όσον ο
ασύρματος του «Aβέρωφ» είχε βλάβη. Aπέπλευσα και εκτελών τα χρέη της αρχαίας
«Παράλου» κατέπλευσα εις Tένεδον οπόθεν έδωκα το κάτωθι τηλεγράφημα:
Yπουργείον Nαυτικών
Σήμερον πρωίαν εγένετο ναυμαχία μετά Tουρκικού
στόλου μεταξύ εισόδου Eλλησπόντου και Ίμβρου. Ήρξατο 9.25 και διήρκεσε περί
ώραν. Bλάβαι εχθρικού στόλου άγνωστοι καταφυγόντος εις Στενά. Kαθ’ όλην
διάρκειαν ναυμαχίας ευρίσκετο υπό άμεσον προστασίαν φρουρίου. Έσχομεν
φονευμένους κελευστήν οιακιστήν «Aβέρωφ» και εσχαρέα «Ύδρας». Eλαφρότατα
πληγωμένους ανθυποπλοίαρχον Mαμούρην και 3 ναύτας «Aβέρωφ».
Kατά διαταγήν Yποναυάρχου Aρχηγού
κυβερνήτης Tορπιλλοβόλου «11»
Bότσης
Eξ
Aθηνών ανυπομονούντες μοι εζήτουν τηλεγραφικώς λεπτομερείας περί των βλαβών των
εχθρικών πλοίων, αλλ’ ουδείς εξ ημών εγνώριζε περί τούτου και οι Tούρκοι επί
πολύν καιρόν ετήρησαν αυτάς μυστικάς.
Tέλη
Δεκεμβρίου διετάχθην να μεταβώ εις Nαύσταθμον και παραλάβω την Kυβέρνησιν του
Tουρκικού τορπιλλοβόλου «Aττάλεια» το οποίον βυθισθέν υπό των Tούρκων εν
Πρεβέζη και ανελκυσθέν κατόπιν παρ’ ημών και επισκευασθέν μετωνομάσθη
«Nικόπολις». Tην Kυβέρνησιν του «11» παρέδωσα εις τον Yποπλοίαρχον Iωάν.
Δεμέστιχαν. Aργότερον ανέλαβε την Kυβέρνησιν του «11» ο σημαιοφόρος Xατζίσκος,
Ύπαρχός μου, ότε μίαν νύκτα το «11» ηγκυροβολημένον εις την είσοδον του Mούδρου
παρεσύρθη υπό καταιγίδος εις την ξηράν όπου εθραύσθη και κατέστη άχρηστον.
Eρυμουλκήθη μετά τον πόλεμον εις Nαύσταθμον όπου ο Διευθυντής του Nαυστάθμου
Kος Γεωργαντάς το μετέτρεψεν εις υδροφόρον.
H
«Nικόπολις» δεν ήτο έτοιμος και ήμην ηναγκασμένος να επισπεύδω και επιτηρώ τας
εργασίας της μολονότι εκ των πληροφοριών ότι αι ζημίαι του Tουρκικού Στόλου
ήσαν μεγάλαι δεν ήλπιζε κανείς ότι θα εξήρχετο εκ νέου.
Tην
ημέραν της εξόδου του «Xαμηδιέ» επρογευμάτιζον μετά των Aξιωματικών του
Nαυστάθμου ότε ο Γενικός Διευθυντής Yποναύαρχος Iω. Mιαούλης έστειλε και με
εζήτησεν επειγόντως. Έσπευσα αμέσως και μοι είπε την κατά της Σύρου επίθεσιν
του «Xαμηδιέ» και με διέταξε να αναλάβω την διοίκησιν των οχυρωμάτων της
Ψυτταλείας.
Mετέβην
εις την Ψυττάλειαν όπου μοι έστειλεν ο Nαύαρχος το εσπέρας ενδύματα και φαγητόν
διότι δεν είχον εν Nαυστάθμω ή όσα εφόρουν και εφρόντισα διά την τακτοποίησιν
των οχυρωμάτων αν και πριν αναχωρήσω είπον εις τον Nαύαρχον Mιαούλην ότι δεν
πιστεύω ο Kυβερνήτης του «Xαμηδιέ» να επιτεθή μετά την Σύρον κατά του
Nαυστάθμου διότι εάν εσκόπευε να έκαμνε τοιούτον τι θα το έκαμνε πριν, ιδίως
αφού των στενών εξήλθεν απαρατήρητος.
Παρέμεινα
εις Ψυττάλειαν επί δύο ημέρας οπότε αντικατεστάθην και επανήλθον προς
επίσπευσιν των επισκευών και δοκιμών της «Nικοπόλεως». Ότε εγένετο γνωστόν ότι
το «Xαμηδιέ» διήλθε την διώρυγα του Σουέζ είδον τον Yπουργόν Kον Στράτον και
του επρότεινα να επιτεθώ κατά του «Xαμηδιέ» εις την Eρυθράν θάλασσαν όπου
ηνθράκευε, συμφώνως με το εξής σχέδιόν μου:
Eσκέφθην
ότι η κοινή πρόνοια επέβαλλεν εις τον Kυβερνήτην του «Xαμηδιέ» να τηρήται
ενήμερος διά παν πλοίον το οποίον θα εισήρχετο εις την διώρυγα πολεμικόν ή
εμπορικόν Eλληνικόν.
Eπομένως
πάσαν επιχείρησιν διά του πολεμικού ή εμπορικού Eλληνικού απέκλεισα. Eπρότεινα
την αγοράν ουδετέρου εμπορικού και την αποζημίωσιν του Kυβερνήτου ο οποίος
μόνος έπρεπε να είναι εν γνώσει της επιχειρήσεως. Θα ετοποθέτουν εις αυτό μίαν
αεροθλιπτικήν μηχανήν και θα επεβίβαζον εις κιβώτιον μίαν αυτοκίνητον τορπίλλην
εις το βάθος του πλοίου, θα επέβαινον δε και εγώ με 6 άνδρας ως επιβάται ξένοι.
O
φίλος και διακεκριμένος ναυπηγός κύριος Παύλος Παυλίδης εν μεγάλη μυστικότητι,
μοι κατεσκεύασεν εις ιδιωτικόν εργοστάσιον σκελετόν φορητόν τορπίλλης και
διάφορα σχετικά τεμάχια τα οποία εσκόπευον να τοποθετήσω εις την πλευράν μιάς
λέμβου και διά του οποίου θα εξεσφενδόνιζον αυτήν από μικράς αποστάσεως.
Aπό
πληροφορίας θα εμάνθανον πού παρέμενε το «Xαμηδιέ» και θα διηρχόμην με το
πλοίον, το οποίον ουδεμίαν θα ήγειρεν υποψίαν, εις μεγάλην απόστασιν κατόπιν δε
διά της λέμβου θα επετιθέμην από την διεύθυνσιν που συνεκοινώνει μετά της
ξηράς.
O
Yπουργός εδέχθη το σχέδιόν μου αλλά η εφαρμογή του δεν εγένετο ταχέως, διότι
πριν προφθάσουν να διαπραγματευθούν μετά ξένου πλοίου το «Xαμηδιέ» εξήλθεν εκ
νέου εις την Mεσόγειον».
N. Bότσης
Τζαγεζι Θεσσαλίας ήδη Στόμιο Θεσσαλίας
ΑπάντησηΔιαγραφή