Μία ακόμη μαρτυρία για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί, στις 30 ΟΚτωβρίου 1944, ύστερα από την νικηφόρα προέλαση των ανταρτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ, παραθέτουμε στη συνέχεια. Την αλιεύσαμε από παλιότερη ανάρτηση πριν λίγα χρόνια της κ. Ρίτσας Παπαναστασίου στο διαδίκτυο. Απολαύστε την. Οι διοικήσεις της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας και της ΧΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ μετά την απελευθέρωση
"Ο παππούς μας ο Σάκας (με το "σ" παχύ) ήταν ΕΠΟΝίτης το '44. Όσα πράγματα θυμόταν από τον πόλεμο, είχε το κουράγιο και το μεράκι και κοντά στα 90 του χρόνια έκατσε και μας τα έγραψε (δημοσιεύθηκαν σε 3 μέρη πριν κάποια χρόνια από την εφημερίδα των Σερβίων).
Το τελευταίο τμήμα - που μοιράζομαι παρακάτω - αναφέρεται στις μέρες πριν και μέχρι την απελευθέρωση του Λιτόχωρου και της Θεσσαλονίκης.
- - -
Με κάλεσε ο Καπετάν Νικήτας, Καπετάνιος του Συντάγματός μας και κάπως συνεσταλμένα μου είπε: "Σε ζητά ο Καπετάν Μάρκος, Καπετάνιος της ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας στην Κόκοβα. Πάρε και το άλογο."
Παρουσιάστηκα. Μαζί του ήταν και ο Στρατηγός Καλαμπαλίκης , Διοικητής της Μεραρχίας μου.
- "Γνωρίζεις τον λόγο που σε καλέσαμε;"
- "Όχι, δε γνωρίζω."
- "Δυσκολεύτηκε να στο ανακοινώσει[1]τώρα που πλησιάζει ο χρόνος να μπούμε στη Θεσσαλονίκη. Ο ΕΠΟΝίτης της Μεραρχίας ζήτησε να πας στην Καβάλα στην 7η Μεραρχία. Γνωρίζεις ότι η Καβάλα είναι ελεύθερη εδώ και μήνες με την συνθηκολόγηση των Βουλγάρων."
- "Κανένα παράπονο. Όπου το καθήκον μας καλεί."
Πήρε τον λόγο ο Καπετάν Μάρκος και μου είπε: "Βιάσου να προλάβεις. Στο Λιτόχωρο τριάντα αξιωματικοί της σχολής του ΕΛΑΣ, με καΐκι, φεύγουν για Καβάλα. Θα τους προλάβεις. Σου δίνω δύο σημειώματα. Το ένα για τον επικεφαλή της ομάδος των αξιωματικών, για να σε πάρουν, και το άλλο για την πολιτική οργάνωση να μου φέρουν το άλογο. Μου άρεσε πολύ. Αν δεν τους προλάβεις, θα περιμένεις δύο και τρεις ημέρες. Θα έρθει και άλλη ομάδα στην οποία θα είμαι και 'γω για την Θεσσαλονίκη και από εκεί θα φύγεις για την Καβάλα."
Δεν τους πρόλαβα. Βρήκα μόνο έναν αξιωματικό της ομάδος, κάτοικος Θεσσαλονίκης που αργότερα με είπε ότι δεν πήγε με την ομάδα γιατί κάποιος φίλος του θα του έδινε μια στολή αξιωματικού. Πράγματι την άλλη ημέρα ήταν αγνώριστος. Η στολή ήταν από έναν έφεδρο υπολοχαγό και είχε δυο άστρα. Όταν του είπα για τα δυο άστρα. μου είπε: "Εδώ δε γνωρίζει κανείς το βαθμό μου, όταν φθάσω στη Θεσσαλονίκη θα τα βγάλω και τα δυο άστρα."
Δέκα η ώρα π.μ. χτυπάνε οι καμπάνες όλων των εκκλησιών χαρμόσυνα, όχι για συναγερμό. Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το σιδηροδρομικό σταθμό του Λιτοχώρου, είμαστε λεύτεροι. Όλος ο κόσμος με γιορτινά ρούχα μαζεύονταν στην πλατεία. Αγκαλιές και φιλια, χαρά και συγκίνηση απερίγραπτη. Οι ομιλίες των υπευθύνων τελειώνουν με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα και φθάνουν στις κορυφές του Ολύμπου. Μέσα στο πλήθος είαστε και αντάρτες. Κάποια στιγμή ακούω τον ομιλητή να λέγει: " Ο ΕΠΟΝίτης Γαβριάς να έρθει στο βήμα." Ξαφνιάστηκα. Οι ΕΠΟΝίτες του Λιτοχώρου που γνώριζαν και το ψευδώνυμό μου , αυτοί είπαν στον ομιλητή να με καλέσει. Βγήκα στο βήμα αμήχανος. Αφού είπα κι εγώ τα γνωστά, έκλεισα την ομιλία με τα εξής λόγια: "Τα όπλα που έχουμε, εσείς μας τα δώσατε και μόνο με εντολή σας θα τα παραδώσουμε." Ο κόσμος το άκουσε με χαρά και ενθουσιασμό. Το Λιτόχωρο ήταν το κεφαλοχώρι που μετά τα Σέρβια είχαν τα περισσότερα θύματα.
Το βράδυ φθάνει η ομάδα μαζί με τον Καπετάν Μάρκο. Μαζί όλο το πολιτικό γραφείο του ΕΑΜ Μακεδονίας. Ένοπλη μόνο η συνοδεία του Καπετάν Μάρκου. Μας ζήτησαν και ανεβήκαμε στο καΐκι.
Ώρα 12μμ, στα μισά της απόστασης Λιτόχωρο - Θεσσαλονίκη, η μηχανή του καϊκιού καίει την φλάντζα του καπακιού. Σηκώνουν τα πανιά και πάμε όπως φυσάει ο άνεμος. Οι μεγάλοι (εννοώ τον Καπετάνιο και τα στελέχη του Μακεδονικού γραφείου) δεν ανησυχούν διότι γνωρίζουν ότι η θάλασσα από καιρό ήταν ελεύθερη από επιτήρηση των Γερμανών. Ανησυχία είχαν οι συναγωνιστές που μας περίμεναν. Το ραντεβού ήταν ώρα 2 μετά τα μεσάνυχτα στο λιμάνι του μικρού Καραμπουρνάκι.
Ξημερώνοντας , βλέπουμε ένα καΐκι. Το πλησιάζουμε. Πηγαίνει στη Μεθώνη Κατερίνης να ξεφορτώσει βαρέλια με άσφαλτο. Στον γυρισμό θα μας ρυμουλκήσει στον προορισμό μας. Με τα κάλια βλέπουν κόσμο στην παραλία της Μεθώνης. Υπάρχει πολύς κόσμος. Τα χρωματιστά ρούχα που φορούσαν τα κορίτσια σήμαινε ότι οι Γερμανοί έφυγαν από τη Μεθώνη και οι κάτοικοι γιόρταζαν.
Βραδινές ώρες μας ρυμούλκησε το καΐκι και 10-11 ώρα μμ φθάσαμε στο λιμάνι. Σε μηδέν χρόνο οι πάντες εξαφανίστηκαν. Τους παρέλαβε το εφεδρικό ΕΛΑΣ. Μείναμε οι δύο που είχαμε προορισμό την Καβάλα και δύο ΕΛΑΣίτες για να φυλάγουν τον οπλισμό που κατεβάζαμε στη Θεσσαλονίκη. Αυτοί είχαν εντολή[2]. (Εμάς) μας ξεχάσανε. Μένοντας στο καΐκι ακούσαμε να πέφτουν πυροβολισμοί, δείγμα ότι οι Γερμανοί ήταν ακόμη[3].
Ύστερα από ώρες ήρθαν δύο πολίτες να μας πάρουν. Μάθαμε ότι την ώρα που φτάσαμε ένα τάγμα Τατάρων προσπαθούσε να καταλάβει το νεκροταφείο της Καλαμαριάς όπου είχαν προωθηθεί δυνάμεις του ΕΛΑΣ της 11ης Μεραρχίας. Οι Τάταροι υποχώρησαν. Η Καλαμαριά είναι λεύθερη και ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και πανηγυρίζει.
Στα γραφεία της πολιτικής οργάνωσης μας περίμενε ένας αξιωματικός: «Θα μείνετε εδώ το βράδυ και το πρωί θα σας συνοδεύσουμε στη Γεωργική Σχολή (που) είναι η 11η Μεραρχία.
Πήγαμε στη Γεωργική Σχολή. Μας πληροφορούν πως ο στρατός μετακινήθηκε προς Πανόραμα. Βαδίζοντας προς Πανόραμα, σε απόσταση 100 μέτρων, δυο άντρες με όπλα, ντυμένοι με γερμανικά ρούχα. Πηδήσαμε από την άσφαλτο στο χωράφι. Ο οπλισμός ήταν από ένα πιστόλι. Την μόνη κουβέντα που είπαμε ήταν: «Ήρθε το τέλος μας.» Την κίνησή μας την είδαν οι δύο άνδρες. Κατάλαβαν το νόημα[4]και φώναξαν : «αντάρτες είμαστε». Βγήκαμε στην άσφαλτο, αγκαλιαστήκαμε, μας ζήτησαν συγνώμη για το φόβο που μας προκάλεσαν: « Οι άνδρες της 11ηςΜεραρχίας είμαστε ντυμένοι με πολιτικά ρούχα και αρκετοί με γερμανικά. Ο ρουχισμός και οπλισμός δεν έφθασε στη Χαλκιδική. Ο δρόμος ελεύθερος. Έφυγε και ο τελευταίος Γερμανός. Οι αντάρτες έφυγαν προς Ασβεστοχώρι. Μην κάνετε τόσο δρόμο, στο Πανόραμα ο κόσμος γλεντάει και ώρα με την ώρα περιμένει εντολή να κατέβει στη Θεσσαλονίκη.
Κι έτσι έγινε. Καθίσαμε στο Πανόραμα, φάγαμε, διασκεδάσαμε και μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, ακούσαμε τις καμπάνες να χτυπούν.
Κατεβαίνοντας προς τη Θεσσαλονίκη όλοι οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι από τον κόσμο των γύρω χωριών. Φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη αντικρίσαμε συναισθήματα που εγώ δεν μπορώ να περιγράψω. Από παιδιά μέχρι γέροι, γνωστοί άγνωστοι να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται και οι φωνές χαράς να σβήνουν τον ήχο των καμπάνων που χτυπούσαν συνεχώς.
Για την άλλη ημέρα, επίσημη γιορτή για την απελευθέρωση με παρέλαση του ΕΛΑΣ και όλου του κόσμου, δεν έζησα. Έφυγα μέσω Χαλκιδικής για Καβάλα.
[1] ο Καπετάν Νικήτας
[2] Να μείνουν εκεί.
[3] Στην περιοχή
[4] Ότι οι άλλοι φοβήθηκαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.