Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Στερνό αντίο στον Βασίλη Δεμουρτζίδη

Τι μας έλεγε για τα βασανιστήρια στην Ασφάλεια και τη φυλάκιση στο Γεντί Κουλέ

του Σπύρου Κουζινόπουλου

Στερνό αντίο σε έναν σπουδαίο άνθρωπο, έναν λαμπρό αγωνιστή του αντιδικτατορικού κινήματος, της Αριστεράς, των κοινωνικών αγώνων, έναν σύντροφο και συναγωνιστή που με τιμούσε με τη φιλία του, τον Βασίλη Δεμουρτζίδη που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 χρόνων. Κλίνοντας ευλαβικά το γόνυ στη μνήμη του, δημοσιεύουμε παρακάτω το απόσπασμα μιας μακράς συνέντευξης που μας είχε παραχωρήσει πριν από χρόνια και απόσπασμα της οποίας δημοσιεύουμε στο πρόσφατο βιβλίο μας «Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ.

Ο Βασίλης Δεμουρτζίδης, που ήταν στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη, είχε συλληφθεί την πρώτη μέρα της δικτατορίας της χούντας, στις 21 Απριλίου 1967 και είχε εξοριστεί στη Γυάρο. Όταν διαλύθηκε το στρατόπεδο και αφέθηκαν ελεύθεροι οι εξόριστοι, ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη εντάχθηκε στο ΚΚΕ και έγινε Γραμματέας Μακεδονίας-Θράκης της αντιδικτατορικής ΚΝΕ και μέλος του Κεντρικού της Συμβουλίου. Τον Φεβρουάριο του 1974 το χουντικό καθεστώς κατορθώνει να εξαρθρώσει ένα τμήμα της ΚΝΕ, συλλαμβάνοντας τον Β. Δεμουρτζίδη μαζί με αρκετά μέλη και στελέχη της οργάνωσης. Οι συλληφθέντες βασανίζονται άγρια και με μεσαιωνικές μεθόδους στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, στην οδό Βαλαωρίτου και στους σταύλους μιας στρατιωτικής μονάδας στην περιοχή του Σέδες επί 38 μέρες. Ακολούθως φυλακίζονται στο Γεντί Κουλέ για έναν μήνα και στη συνέχεια μεταφέρονται στις στρατιωτικές φυλακές Διαβατών μέχρι την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Δύο μέρες μετά την ανατροπή της χούντας, στις 26 Ιουλίου 1974, ο Δεμουρτζίδης και τα υπόλοιπα μέλη της ΚΝΕ αφήνονται επιτέλους ελεύθερα. Ήταν οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι στη Θεσσαλονίκη.


Τα βασανιστήρια

Περιγράφει ο Βασίλης Δεμουρτζίδης τα βασανιστήρια:

«Όλοι όσοι πέρασαν από την Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης βασανίστηκαν άγρια επί πολλές μέρες ολόκληρες. Τα βασανιστήρια ήταν κυρίως φάλαγγα και σε ορισμένους από εμάς ηλεκτροσόκ. Ηλεκτροσόκ μέχρι θανάτου δηλαδή. Υπεύθυνος για τα ηλεκτροσόκ, ήταν ο ανθυπασπιστής Καραμήτσος. Ήταν μαθημένος πάρα πολύ καλά στη μέθοδο αυτή και πήγαινε τα πράγματα μέχρι εκεί που έπρεπε. Ήμασταν και νέοι, αντέχαμε. Άλλος είχε το μηχάνημα. Αυτός είχε το βύσμα στο χέρι κι έλεγε: «Ανέβαζε, ανέβαζε. Στοπ. Σταμάτα εκεί». Κι εκεί πάνω στα βασανιστήρια ρωτούσαν: «Ποιος σας καθοδηγεί από το κόμμα;».

Για το κόμμα ξέραν αυτοί ότι καθοδηγεί την ΚΝΕ κι έλεγα: «Δεν σας λέω, δεν σας λέω! Μη ρωτάτε πουθενά αλλού, εγώ είμαι υπεύθυνος, μόνο εγώ ξέρω, δεν σας λέω! Μη βασανίζετε άλλον να σας πει, δεν ξέρει. Μόνο εγώ, αφού είμαι επικεφαλής, μόνο εγώ!»» Το κόμμα πράγματι έναν υπεύθυνο για τη νεολαία είχε, που είχε επαφή μόνο με τον γραμματέα, με κανέναν άλλο. Κανείς δεν ήξερε ποιος είναι».


Οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές Διαβατών. Στην κάτω σειρά, πρώτος δεξιά ο Βασ. Δεμουρτζίδης

Οι συνθήκες κράτησης στο Γεντί Κουλέ

Μετά τις εξαντλητικές ανακρίσεις και τα άγρια βασανιστήρια στην Ασφάλεια, τα μέλη της ΚΝΕ και της ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ που είχαν συλληφθεί, μεταφέρονται στις στρατιωτικές φυλακές του Γεντί Κουλέ. Για τις συνθήκες κράτησης εκεί μας είχε αφηγηθεί ο αείμνηστος Βασίλης Δεμουρτζίδης:

«Αφού περάσαμε το Άουσβιτς της οδού Βαλαωρίτου, όπου ήταν η Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης και μετά από τα βασανιστήρια που κράτησαν επί 38 μέρες, μας πάνε στις στρατιωτικές φυλακές Επταπυργίου. Όπου ευτυχώς σε ένα μήνα, οι στρατιωτικές φυλακές Επταπυργίου παύουν να είναι φυλακές. Είχαν φτιαχτεί οι στρατιωτικές φυλακές Διαβατών, οι σημερινές φυλακές. Ξεκίνησαν σαν στρατιωτικές φυλακές. Και εμείς επειδή ήμασταν κρατούμενοι του στρατού, ήμασταν φυλακισμένοι στις στρατιωτικές φυλακές. Και μας πήγαν εκεί με τους στρατιώτες, αλλά σε άλλη πτέρυγα.

Λέω «ευτυχώς», γιατί κοίταξε η φυλακή είναι φυλακή, αλλά υπάρχουν και κάποια όρια. Δηλαδή άλλο είναι μένεις στη φυλακή, σ’ αυτόν τον χώρο και να έχει μια καθαριότητα, να ‘χει μια τουαλέτα κλπ. Και άλλο είναι να έχεις εδώ, σε αυτόν τον χώρο το ντουβάρι από πίσω να έχει χώματα μέχρι πάνω, πέτρα και χώμα. Και ήταν και χειμώνας. Και όλη την ημέρα να στάζει νερό όλο το ντουβάρι. Υγρασία να σου τρυπάει τα κόκκαλα.

Επίσης, τουαλέτα δεν υπήρχε και αναγκαζόμασταν να ουρούμε μέσα στο κελί. Να βρωμάει το κελί απ’ την υγρασία και από αυτό. Ευτυχώς μας μετέφεραν στα Διαβατά, γιατί από τέλος Μαρτίου που πήγαμε εκεί μέχρι τον Ιούλιο θα είχαμε πεθάνει. Θα είχαμε πεθάνει όχι πια από βασανιστήρια ή από σφαίρα, αλλά από τις συνθήκες διαβίωσης.  Ευτυχώς στα Διαβατά ήταν καινούριες οι φυλακές. Ήμασταν πάνω στον όροφο, είχε και καλοριφέρ, είχε κρεβάτια ανθρώπινα….»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.