Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Η καταλήστευση της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς Ναζί

του Σπύρου Κουζινόπουλου

Δεν άφησαν τίποτα όρθιο οι Γερμανοί κατακτητές στα 3,5 χρόνια κατάληψης της Ελλάδας την περίοδο 1941-1944, καθώς είχαν επιδοθεί σε ένα πρωτοφανές πλιάτσικο, καταληστεύοντας όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Γι' αυτό και οι δεκάδες χιλιάδες θάνατοι από πείνα και κρύο που προστέθηκαν στα πογκρόμ των εκτελέσεων και των ολοκαυτωμάτων. Τις συνέπειες εκείνης της λεηλασίας τις πλήρωσε ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη

Το ενδιαφέρον της ναζιστικής Γερμανίας για τη Θεσσαλονίκη είχε σαν αφετηρία τη γεωστρατηγική θέση της πόλης. Αρχική πρόθεση των γερμανικών επιτελείων ήταν να περιοριστούν στη Θεσσαλονίκη και στην ενδοχώρα της, καθώς και σε ορισμένα νησιά, παραδίνοντας την υπόλοιπη Ελλάδα στους Ιταλούς και Βούλγαρους συμμάχους τους. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κατείχαν μια σημαντική βάση, από την οποία θα μπορούσαν να ελέγχουν τον εναέριο χώρο στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον έπρεπε να σιγουρευτούν οι πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας, από τις οποίες εφοδιάζονταν με καύσιμα η πολεμική μηχανή του Χίτλερ και οι οποίες θα απειλούνταν συνεχώς εάν είχαν παραμείνει οι βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα.

Στη συνέχεια της κατοχής και ανάλογα με τις γενικότερες εξελίξεις του πολέμου, διαφοροποιείται ο ρόλος της Θεσσαλονίκης. Με το θαλάσσιο αποκλεισμό από τους Βρετανούς και την άνοδο του αντάρτικου κινήματος, η πόλη γίνεται ο κύριος συγκοινωνιακός κόμβος και η κύρια βάση ανεφοδιασμού του γερμανικού στρατού όχι μόνο για την Ελλάδα, μα και για τα στρατεύματα της Βέρμαχτ στην Αφρική. Ένας ρόλος που ενισχύεται και επαυξάνεται την περίοδο 1943-1944 που τα γερμανικά επιτελεία αναμένουν μια μελλοντική απόβαση των Συμμάχων στα Βαλκάνια, Για τη Θεσσαλονίκη, όπως προκύπτει από τα αρχεία της Βέρμαχτ, αυτή η εκδοχή σήμαινε ότι πέρα από τη σημασία της ως συγκοινωνιακός κόμβος και βάση ανεφοδιασμού, ο κύριος σκοπός της πόλης ήταν να συγκεντρώσει και να θέσει σε διάθεση δυνάμεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μία επίθεση από την Κεντρική Ελλάδα και τον κόλπο του Ορφανού.

Εκτός όμως από το γεωστρατηγικό ενδιαφέρον, η Θεσσαλονίκη είχε για τους Γερμανούς και τεράστιο οικονομικό ενδιαφέρον. Την πρώτη σύντομη περίοδο, από τις 9 Απριλίου 1941 που τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη και μέχρι τον Ιούνιο με Ιούλιο 1941 οι κατακτητές επιδόθηκαν σε ένα φοβερό πλιάτσικο και μια απροκάλυπτη ληστεία που αφορούσε το καθετί που τους φαινόταν χρήσιμο και μπορούσε να μεταφερθεί. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της «Ντόϊτσε Βέλλε» Παναγιώτη Κουπαράνη που ερεύνησε τα γερμανικά αρχεία, «οι ορολογίες αναγνωρίζεται, απογράφεται, διασφαλίζεται, κατάσχεται και μεταφέρεται, χρησιμοποιούνταν κατά κόρον από τη Βέρμαχτ στις εκθέσεις της γι’ αυτή τη διαδικασία». Πετρέλαιο, υφάσματα, φυσικό μετάξι, καπνός, παλιομέταλλα, ορυκτά όλων των ειδών, βαμβάκι, δέρματα και άλλα είναι στο στόχαστρο των Γερμανών, όπως ανέφερε τον Αύγουστο του 1941 και ο προϊστάμενος της «Υπηρεσίας Πολεμικής Οικονομίας και Εξοπλισμού (οικονομικό γραφείο της Βέρμαχτ) στη Θεσσαλονίκη, υποπλοίαρχος Ο. Meyhoff.

Το κύριο καθήκον αυτής της υπηρεσίας ήταν, όπως έγραψε ο Γερμανός ιστορικός Μ. Ζέκεντορφ, ήταν «η συστηματική έρευνα και κατάσχεση όλων των αποθεμάτων τροφίμων, καυσίμων, αγροτικών προϊόντων, ορυκτών πρώτων υλών καθώς και όλων των σημαντικών ορυχείων και επιχειρήσεων και των μετοχών τους.

Το μοναδικό τομέα πολεμικής βιομηχανίας που δημιουργούν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη,  είναι τα πέντε μικρά ναυπηγεία της πόλης και οι προμηθεύτριες σ΄ αυτά επιχειρήσεις που ενώνονται σε μία μονάδα η οποία δουλεύει άμεσα για τις ανάγκες του γερμανικού στρατού. Ως διευθυντής τοποθετείται ο γερμανομαθής μηχανολόγος Οικονομόπουλος.

Οι Έλληνες επιχειρηματίες δεν αναλάμβαναν εύκολα παραγγελίες της Βέρμαχτ και αρνούνταν ορισμένες φορές να τις αποδεχτούν. Κυρίως λόγω του πληθωρισμού των τιμών που μείωνε την αξία της δραχμής σε τέτοιο βαθμό ώστε το ποσό που είχε συμφωνηθεί αρχικά να μην αρκεί τη μέρα της παράδοσης ούτε για ένα μέρος των εξόδων για την αγορά πρώτων υλών.

Μέχρι την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, η παραγωγή ενέργειας βασιζόταν στο πετρέλαιο, κι αυτό εξαιτίας της ευνοϊκής θέσης της πόλης προς τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας. Μετά την είσοδο των κατακτητών στην πόλη και την ολοκληρωτική σχεδόν κατάσχεση των αποθεμάτων πετρελαίου από τους Ναζί, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που βάσιζαν την παραγωγή τους στις πετρελαιομηχανές, αναγκάστηκαν να τις μετασκευάσουν ώστε στο εξής να λειτουργούν με κάρβουνο, κυρίως λιγνίτη που ερχόταν από τα λιγνιτωρυχεία των Σερρών.

Για τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης ο πρώτος χρόνος της κατοχής ήταν και ο πιο δύσκολος. Η οικονομία είχε σχεδόν παραλύσει. Οι οικοδομές έμεναν κλειστές, το λιμάνι είχε περιορισμένη κίνηση, η έλλειψη πρώτων υλών και καυσίμων στην κλωστοϋφαντουργία οδήγησε στην ελάττωση των ημερών εργασίας σε 2-3 την εβδομάδα, ο περιορισμός της εμπορικής κίνησης είχε συρρικνώσει το τόσο σημαντικό για τη Θεσσαλονίκη μεγαλεμπόριο, οι καπνεργάτες είχαν αποκοπεί από τις πλουσιότερες περιοχές καλλιέργειας του καπνού της Ελλάδας στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

Μετά και από όλα τα παραπάνω, η ανεργία αυξάνονταν συνεχώς και το Σεπτέμβριο 1941 οι άνεργοι φτάνουν τις 30.000. Για «να μην πολιτικοποιηθούν και σπρωχτούν στην αγκαλιά της κομμουνιστικής και της εχθρικής προς τους Γερμανούς προπαγάνδας, ο Γενικός Επιθεωρητής Μακεδονίας διατάζει το Νοέμβριο του 1941, μετά την υπόδειξη του Γερμανού διοικητή, τη σύναξη των ανέργων σε φάλαγγες εργασίας που θα εκτελούσαν δημόσια έργα με αμοιβή που περιορίζονταν σ’ ένα «ζεστό φαγητό και ένα μέτριο μισθό».

ΠΗΓΗ: Τα στοιχεία είναι βασισμένα στη μελέτη του δημοσιογράφου της «Ντόϊτσε Βέλλε» Παναγιώτη Κουπαράνη «Η Θεσσαλονίκη στην Κατοχή. Ορισμένα ζητήματα μέσα από τα γερμανικά αρχεία» στον τόμο Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912, πρακτικά, Συμπόσιο 1-3 Νοεμβρίου 1985

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.