![]() |
Σκίτσο του Ηλία Πετρόπουλου για τον τόπο εκτελέσεων και το νεκροταφείο των τουφεκισμένων του Γεντί Κουλέ |
Στο νέο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ, υπάρχει εκτός των άλλων εκτενής αναφορά στη διαδικασία με την οποία γίνονταν οι εκτελέσεις των εκατοντάδων μελλοθάνατων κομμουνιστών στις φυλακές Επταπυργίου, η τοποθέτηση των εκτελεσμένων σε ομαδικούς τάφους, μερικές φορές γυμνών και ξυπόλητων, χωρίς σταυρό ή κάποιο άλλο διακριτικό σημάδι. Επίσης η δημιουργία στο σημείο εκείνο από τους συγγενείς ενός αυτοσχέδιου νεκροταφείου αμέσως μετά τα μέτρα ειρήνευση του Πλαστήρα αλλά και το ξεπάτωμα των πρόχειρων τάφων από τον διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού ύστερα από την ανατροπή του.
Μία περιγραφή του Ηλία Πετρόπουλου
O Ηλίας
Πετρόπουλος που είχε επισκεφθεί αρκετές φορές τον χώρο όπου κροτάλιζαν τα όπλα του εκτελεστικού
αποσπάσματος και θάβονταν επιτόπου οι εκτελεσμένοι, θα γράψει τον Μάιο του 1988
από το Παρίσι όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του:
«Στη
διάρκεια του Ανταρτοπολέμου, τα στρατοδικεία της Θεσσαλονίκης δουλεύανε ρολόι.
Με τον ίδιο ρυθμό δουλεύανε και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Οι εκτελέσεις
γινόντουσαν πίσω από το Γεντί Κουλέ. Τα πτώματα τα έθαβαν επιτόπου.
Εκείνη την
εποχή πίσω από το Γεντί Κουλέ ήταν μια απέραντη ερημιά. Τα κοντινότερα σπίτια
(Συκιές μεριά) απείχαν τουλάχιστον πεντακόσια μέτρα. Τα μοναδικά πράματα που
έβλεπες πίσω από το Γεντί Κουλέ ήσανε το γκρεμισμένο μνήμα του Μπαμπά, ένα
μαρμαρένιο κολονάκι και μια κερασιά. Αυτός ο Μπαμπάς ήταν κάποιος λόγιος
δερβίσης. [...] Το κολονάκι φαίνεται να ήταν κατάλοιπο από κάποιο άλλο μνήμα.
Όσο για την κερασιά, λέγανε πως εκεί, ακριβώς μπροστά της έστηναν τους
μελλοθάνατους».
Η υπερπληρότητα
στο Γεντί Κουλέ εκείνη την ταραγμένη περίοδο ξεπερνούσε πλέον κάθε όριο.
Σύμφωνα με τα αρχεία της φυλακής, ένα μέρος των οποίων κατορθώσαμε να
εξετάσουμε το 1987, με ειδική άδεια του τότε Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου
Δικαιοσύνης Γεώργιου Ασημακόπουλου (1936-2012), ο αριθμός μόνο των πολιτικών
κρατουμένων στις αρχές του 1947, ξεπερνούσε τους 2.000 φυλακισμένους, γεγονός
που είχε προκαλέσει το αδιαχώρητο στις φυλακές και είχε οδηγήσει σε
αλλεπάλληλες στάσεις των κρατουμένων και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των συγγενών
τους. Έτσι αναγκάστηκαν οι αρχές να μεταφέρουν την 1η Απριλίου 1947 με το
αρματαγωγό «Χίος» 198 κατάδικους από το Επταπύργιο σε μία νέα πτέρυγα η οποία
είχε μόλις δημιουργηθεί στις φυλακές «Αβέρωφ» της Αθήνας. Ήταν τέτοιος ο συνωστισμός
που είχε εμφανιστεί, ώστε η εφημερίδα Το Φως επισημαίνει την ανάγκη όπως
μεταφερθούν από το Επταπύργιο 900 έως 1.000 κρατούμενοι για να έχουν κάποια
άνεση οι υπόλοιποι, «διότι ο χώρος των φυλακών της Θεσσαλονίκης είναι
προορισμένος μόνον δια χιλίους εγκαθείρκτους».
![]() |
Mε συνοπτικές διαδικασίες οδηγούνταν στο έκτακτο στρατοδικείο και στη συνέχεια στο εκτελεστικό απόσπασμα οι αγωνιστές |
Το τελετουργικό των εκτελέσεων
Η διαδικασία
που ακολουθούνταν για όλες τις περιπτώσεις των εκτελέσεων πολιτικών κρατουμένων
ήταν προκαθορισμένη: Με βάση την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου, η
Διεύθυνση Δικαστικού του Γ’ Σώματος Στρατού έστελνε έγγραφο στις αρμόδιες
Διευθύνσεις Β’ και Β7 του Σώματος ενημερώνοντας για την ημερομηνία της
εκτέλεσης και ζητώντας την επιλογή των στρατιωτών που θα συγκροτούσαν το
εκτελεστικό απόσπασμα. Το έγγραφο κοινοποιούνταν στον Εισαγγελέα Εφετών, την
Αστυνoμική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης για να λάβει μέτρα τάξης γύρω από το
Επταπύργιο, τον διευθυντή των φυλακών για να κανονίσει σχετικά με την παρουσία
ιερέα, τον διευθυντή του 937 Κέντρου Διερχομένων για να διατάξει έναν
στρατιωτικό γιατρό να παραστεί κατά την εκτέλεση, τον Βασιλικό Επίτροπο του
Έκτακτου Στρατοδικείου για να παραστεί και να ανακοινώσει στους μελλοθάνατους
την καταδικαστική απόφαση και τέλος τη στρατιωτική αστυνομία ΕΣΑ για να
αποστείλει στον τόπο της εκτέλεσης μία αντιπροσωπεία από έναν αξιωματικό ή
υπαξιωματικό και δύο ΕΣΑτζήδες.
Μετά την ενημέρωση του διευθυντή των φυλακών,
οι φύλακες έμπαιναν τη νύχτα στους θαλάμους των κρατουμένων, οδηγώντας όσους
επρόκειτο να εκτελεστούν το επόμενο ξημέρωμα στο κελί απομόνωσης, όπου
παρέμεναν περιμένοντας να έρθει η στιγμή για να στηθούν μπροστά στο εκτελεστικό
απόσπασμα. Ήταν η πιο δύσκολη ώρα για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους. Και
όπως την αποτύπωσε ο Χρόνης Μίσσιος: «Η νύχτα είναι η πιο δύσκολη ώρα για τους
μελλοθάνατους, γιατί είναι ο προθάλαμος της αυγής, η ώρα της επικείμενης
εκτέλεσης».
![]() |
Η ομαδική εκτέλεση στις 23-10-1947, 24 μελλοθάνατων, μεταξύ των οποίων και η Ευθυμία Πατσιά. Ήταν όλοι μέλη της «Στενής Αυτοάμυνας» (ΟΠΛΑ), βραχίονα του ΔΣΕ στις μεγάλες πόλεις. Λίγες μέρες νωρίτερα είχαν εκτελεστεί σε δύο παρτίδες άλλα 23 μέλη της ίδιας οργάνωσης μεταξύ των οποίων και ο επικεφαλής της, Αλβανός Ακίνδυνος.
Λίγο πριν ξημερώσει, έφταναν στον «συνήθη
τόπον εκτελέσεων» ο Βασιλικός Επίτροπος, ο γιατρός, ο ιερέας, οι χωροφύλακες
και τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος, τα οποία οδηγούσαν εκεί και τους
μελλοθάνατους που επρόκειτο να τους αφαιρέσουν τη ζωή. Οι στρατιώτες έδεναν τα
μάτια όσων το επιθυμούσαν, ο Βασιλικός Επίτροπος διάβαζε την απόφαση του
στρατοδικείου και ο επικεφαλής του αποσπάσματος αξιωματικός έδινε τη διαταγή
«Πυρ». Σε πολλές περιπτώσεις καταφερόταν η χαριστική βολή, με πυροβολισμό στο
κεφάλι εξ επαφής σε όσους εκτελεσμένους δεν είχαν ξεψυχήσει ακόμη. Κατόπιν
αυτού ο γιατρός πιστοποιούσε τον θάνατο και ο παριστάμενος ιερέας διάβαζε μία
σύντομη ευχή.
Τα πτώματα των εκτελεσθέντων θάβονταν σε
πρόχειρους λάκκους που είχαν ανοιχτεί λίγες ώρες πριν από εργάτες της περιοχής
ή από ποινικούς φυλακισμένους. Οι νεκροί πλέον κομμουνιστές πολιτικοί
κρατούμενοι ρίχνονταν στους λάκκους αυτούς χωρίς φέρετρο ή κάποια υποτυπώδη
κάσα, απλά και μόνο με ό,τι ρούχα φορούσε ο καθένας δίχως ξύλινο σταυρό ή
κάποιο άλλο διακριτικό σημάδι. Πολλές φορές τα πτώματα των εκτελεσμένων
ξεγυμνώνονταν από ρούχα και παπούτσια, όταν αυτά ήταν σε καλή κατάσταση και
πωλούνταν στους κρατούμενους του Επταπυργίου.
Ο συγγραφέας Ηλίας Πετρόπουλος που είχε
επισκεφθεί «άπειρες φορές», όπως ανέφερε
ο ίδιος, το πρόχειρο νεκροταφείο των τουφεκισμένων, θα περιγράψει την περιοχή
και τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε στηθεί εκείνο το υποτυπώδες κοιμητήριο:
![]() |
Οι μελλοθάνατοι στο κελί της απομόνωσης λίγη ώρα πριν οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Σκίτσο πολιτικού κρατούμενου στις φυλακές του Γεντί Κουλέ που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Σπ. Κουζινόπουλυου |
Οι μπουλντόζες του Γ΄ Σώματος Στρατού
«Οι εκτελέσεις γινόντουσαν πίσω από το Γεντί
Κουλέ. Τα πτώματα τα έθαβαν επιτόπου. Εκείνη την εποχή πίσω από το Γεντί Κουλέ
ήταν μια απέραντη ερημιά. [...] Η επιφάνεια της κακοτράχαλης γης (της γεμάτης
μπάζα από κάποιο παλιό βαρόσι) σχημάτιζε πολλές-πολλές καμπουρίτσες: ήσανε οι
τάφοι των τουφεκισμένων. Αυτοί οι τάφοι δεν είχανε μήτε πλάκα, μήτε σταυρό,
μήτε τίποτα. Η κάθε μάνα ήξερε τον τάφο του παιδιού της από ένα μικρό σημάδι
(παλουκάκι, τούβλο, κονσερβοκούτι κλπ). Κάπου-κάπου ερχότανε στο επισήμως ανύπαρκτο
νεκροταφείο των τουφεκισμένων μια χαροκαμένη και σιγόκλαιγε, ενώ από την πίσω
σκοπιά της φυλακής ο χωροφύλακας κοίταγε με περιέργεια.
Αυτή ήταν η κατάσταση στο νεκροταφειάκι από το
καλοκαίρι του 1949, που κάπως κοπάσανε οι τουφεκισμοί, μέχρι τη νίκη του
Πλαστήρα. Με την κυβέρνηση Πλαστήρα οι μανάδες ξεθάρρεψαν και έχτισαν μέσα σε
χρόνο ρεκόρ, όλους τους τάφους. Αυτήν τη φορά ο τυχόν επισκέπτης βρισκότανε
μπροστά σ’ ένα πραγματικό νεκροταφείο.
Μόλις όμως έπεσε ο Πλαστήρας, ο διοικητής του
Γ’ Σώματος Στρατού (το γουρούνι) έστειλε την μπουλντόζα που κατέστρεψε
διαπαντός το σεπτό νεκροταφείο των τουφεκισμένων κομμουνιστών. Και σαν να μην
έφτανε αυτό, διέταξε (το ίδιο γουρούνι) να σπείρουν πάνω στους τάφους κριθάρι».
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Σάκη Σερέφα, είναι
σχεδόν ακατόρθωτος έως αδύνατος ο ακριβής προσδιορισμός του χώρου των
εκτελέσεων και του νεκροταφείου των τουφεκισμένων. Τον προσδιορίζει όμως,
σύμφωνα με τους δικούς του υπολογισμούς, «σε μια χθαμαλή πλαγιά, πίσω από τη
βορειοανατολική του πλευρά (σ.σ. του Επταπυργίου), εκεί όπου σήμερα απλώνεται η
νεότευκτη ανατολική προέκταση των Συκεών, πάνω από την οδό Επταπυργίου, στον
οικισμό Ροδοχωρίου, πλάι σε ένα εγκαταλειμμένο εργοτάξιο απ’ τον καιρό της
περιφερειακής, στα θεμέλια των μικρομεσαίων τετραώροφων της οδού Ομήρου, δηλαδή
στον «συνήθη τόπον εκτελέσεων».
Κατά μία άλλη εκδοχή που διατύπωσε ο τοπικός ιστορικός
ερευνητής Κώστας Νίγδελης, δεν υπήρξε ποτέ προσδιορισμένος, ακριβής χώρος
εκτελέσεων, αλλά επρόκειτο για μια μεγάλη σε έκταση περιοχή που περικλείεται
στο τετράγωνο των οδών Επταπυργίου, Ανθέων, Βερμίου και Ρέμματος. «Εκεί στις
διάφορες ρεματιές των μικρών λόφων στους πρόποδες του Καρά-Τεπέ, γίνονταν οι
εκτελέσεις. Και ίσως γι’ αυτόν τον λόγο το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης
βρίσκεται περίπου στο κέντρο της όλης έκτασης», θα πει.
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών το Σαββατοκύριακο 22-23 Μαρτίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.