του
Σπύρου Κουζινόπουλου*
Ποιός
πρέπει να είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου
και των μέσων μαζικής ενημέρωσης; Να ενημερώνουν
σωστά την κοινή γνώμη, να διασταυρώνουν
τις πηγές τους ή να αναπαράγουν αβασάνιστα
προκατασκευασμένες πληροφορίες, fake
news, παραπληροφορώντας και προκαλώντας
σύγχιση; Να υπηρετούν με τις πληροφορίες
που μεταδίδουν το λαϊκό και το εθνικό
συμφέρον, ή να εξυπηρετούν πολιτικά και μεγάλα
οικονομικά και άλλα συμφέροντα;
Πως πρέπει να ενεργούν οι λειτουργοί της ενημέρωσης; Να ελέγχουν την ακρίβεια των όσων δημοσιεύουν και μεταδίδουν ή να παρουσιάζουν μονόπλευρα διογκωμένες ή προκατασκευασμένες ειδήσεις, με απώτερο στόχο την στήριξη μιας πολιτικής παράταξης ή ενός οικονομικού παράγοντα, ώστε να προκύπτει το συμπέρασμα ή να δημιουργείται η εντύπωση που τους εξυπηρετεί;
Να μεταδίδουν άλλοτε ψευδείς πληροφορίες και άλλοτε να αποκρύπτουν χρήσιμες ειδήσεις; Ή πάλι, να υπερτονίζουν επουσιώδεις πτυχές ενός θέματος, ώστε να αποπροσανατολίσουν τους αναγνωστες και ακροατές τους, προκειμένου να απουσιάζει η ολοκληρωμένη κάλυψη του συγκεκριμένου γεγονότος;.
Να
υπερασπίζονται την
πολυφωνία και τη μη λογοκριμένη διασπορά
πληροφοριών, που είναι ένας από τους
πυλώνες της Δημοκρατίας μας, ή να
συμβάλουν με τη σύμπραξη ή την ανοχή
τους στη διακίνηση μη έγκυρων πληροφοριών
που δεν έχουν στόχο να προάγουν την
γνώση ή την ολοκληρωμένη ενημέρωση,
αλλά να καθοδηγήσουν την κοινή γνώμη;
Η
βαθιά
κρίση εμπιστοσύνης από το κοινό προς
τους δημοσιογράφους και τα μέσα έντυπης
ή ηλεκτρονικής ενημέρωσης που βιώνουμε
τα τελευταία χρόνια, αποτελούν την
καλύτερη απόδειξη για όλα αυτά. Η
υπερσυγκέντρωση ΜΜΕ στα χέρια συγκεκριμένων
ανθρώπων, αύξησε τους κινδύνους για την
πλουραλιστική ενημέρωση, αν και η χώρα
μας βελτίωσε αισθητά τη θέση της στην
παγκόσμια κατάταξη αναφορικά με την
ελευθερία τιου Τύπου και από την 99η θέση
που ήταν το 2014, ανέβηκε στην 65η θέση το
2019. Για να αρχίσει από κει και πέρα η κατρακύλα με τις κυβερνήσεις Μητσοτάκη και να βρεθεί η Ελλάδα στη θέση 107 το 2023. Πιό κάτω δηλαδή από χώρες της Αφρικής όπως το Μπουρούντι και η Γκαμπόν (105), το Τσαντ (104), το Τόνγκο (100), η Ανγκόλα (099) αλλά και η γειτονική μας Αλβανία (103).
Κι
όμως, οι Έλληνες δημοσιογράφοι και τα
μέσα ενημέρωσης της χώρας μας έδωσαν
στο παρελθόν σκληρούς αγώνες για την
υπεράσπιση της ελευθεροτυπίας, για το
δικαίωμα του πολίτη να πληροφορείται
τις ειδήσεις πλουραλιστικά και όχι
μέσα από παραμορφωτικούς φακούς που
ευνοούν τι; κυβερνήσεις, τα κόμματα και
τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ο τυποκτόνος νόμος του 1953
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα ο τυποκτόνος νόμος που είχε
ψηφίσει τον Ιούλιο του 1953 η τότε κυβέρνηση
του δεξιού κόμματος “Συναγερμού” του
Αλέξανδρου Παπάγου και με τον οποίο
καταργούνταν ουσιαστικά η ελευθεροτυπία
και θεσπίζονταν διατάξεις που οδηγούσαν
στο στραγκαλισμό της. Και όπως έγραφε
σε κύριο άρθρο της η εφημερίδα των Αθηνών
“Ελευθερία”, σε κύριο άρθρο της στις
14 Ιουλίου 1953: “Με τον νόμον περί Τύπου,
δεν θα είναι πλλέον δυνατή οιαδήποτε
κριτική των έργων και των παραλείψεων
της κυβερνήσεως... Αι διατάξεις του είναι
δρακόντιοι και καταργούν κάθε
αντικειμενικήν εγγύησιν απονομής
δικαιοσύνης”.
Κατά
του νόμου εκείνου είχαν ξεσηκωθεί τότε
όχι μόνο ο δημοσιογραφικός κόσμος της
χώρας, αλλά οι εκδότες των εφημερίδων.
Και μάλιστα σε ένδειξη διαμαρτυρίας
για το νομοσχέδιο, δεν είχαν κυκλοφορήσει
την Τρίτη 21 Ιουλίου 1953 όλες οι μεγάλες
ελληνικές εφημερίδες της εποχής:
Αθηναϊκή, Ακρόπολις, Απογευματινή, Αυγή,
Βραδυνή, Το Βήμα, Έθνος, Εθνικός Κήρυξ,
Ελευθερία, Ελεύθερος Λόγος, Εμπρός,
Εστία, Καθημερινή, Τα Νέα, Προοδευτική
Αλλαγή, Προοδευτικός Φιλελεύθερος.
Το
χρονογράφημα του Νίκου Παπαπερικλή
Σε
ένα εμπνευσμένο χρονογράφημά του με
τίτλο “Η πέννα”, από αφορμή τον τυποκτόνο
νόμο, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
“Η Αυγή” στις 16 Ιιουλίου 1953, ο δημοσιογράφος
και λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής,
αναφερόμενος στην αποστολή των λειτουργών
της ενημέρωσης σημείωνε πως η πέννα
αποτελεί όπλο “κοφτερό και αιχμηρό,
που δεν στομώνει ποτές, σαν το κρατάει
άνθρωπος του λαού”. Παρατηρούσε όμως
πως κάποιες φορές, αυτή πουλιέται και
αγοράζεται. Αλλά όπως έγραφε “τότε πιά
δεν είναι πέννα, είναι ντροπή”.
Παραθέτουμε
στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος του
χρονογραφήματος του Νίκου Παπαπερικλή:
Πάνω
σ' αυτή την παγκόσμια επέτειο της μεγάλης
Γαλλικής Επανάστασης, το νομοσχέδιο
περί τύπου που ετοιμάζεται, είναι φάλτσα,
στριγκιά, παραφωνία στο ξεφάντωμα του
Παρισιού, που ο λαός του προχτές, τόρριξε
στο χορό στις πλατείες, γεμάτος ελπίδες
για το μέλλον. Και το νομοσχέδιο αυτό
ερεθίζει, εξοργίζει. Και οι πέννες δεν
είναι καθόλου πειθαρχικά στρατιωτάκια
του Χίτλερ που πηγαίνουν με το βήμα της
χήνας. Γράφουν τα δικαιώματα του ανθρώπου
και του πολίτη, της ανθρώπινης σκέψης
και συνείδησης. Τα δικαιώματα στην
εργασία και την ευτυχία. Τα δικαιώματα
της πέννας.
Και
η πέννα είναι το όπλο, το κοφτερό και το
αιχμηρό, που δεν στομώνει ποτές σαν το
κρατάει άνθρωπος του λαού. Σαρώνει, μαζί
με το λαό, την υπεροψία της τυραννίας
και χαράζει πάνω στην ιστορική περγαμηνή,
τη "Μάγκνα Κάρτα". Καταλύει τους
Λουδοβίκους και πομπεύει τις Αντουανέττες,
όταν ξεχύνεται η λαλιά της απ' την καρδιά
της, με το χορευτό μαρς των Παριζιάνων:
Μας
έταξε η κυρά Βετό
μας
έταξε η κυρά Βετό
πως
όλο το Παρίσι θα το πνίξει
Μα
δεν της ήρθε βολικό...
Πάμε
για τη ρεβάνς παιδιά...
Η
πέννα ψυχώνει τους καρμπονάρους. Θεριεύει
τους Κολοκοτρωναίους. Υψώνει τους
ταπεινούς. Ορθώνει τους Τζέφερσον.
Πάλλεται σα δόρυ, στη δεξιά του Τόμας
Παίην. Δίνει φτερά στους Φιλικούς.
Ξεσηκώνει τους μουζίκους. Βογγάει από
το θούριο του Ρήγα:
Ως
πότε παλληκάρια,
θα
ζούμε στα στενά.....
Η
πέννα στυλώνει κινήματα αντίστασης
στον κατακτητή. Παρορμάει Μακίδες.
Φτερώνει πολεμιστές στα φουσάτα του
φασισμού. Στα Χάσια. Στα Τζουμέρκα. Στον
Αχελώο μας. Αναποδογυρίζει στρατιές
στρατιωτών των ξένων βαρβάρων. Είναι
αλήθεια, πως κάποτε πουλιέται και
αγοράζεται. Μα τότε πιά δεν είναι πέννα.
Είναι ντροπή".
Νίκος Παπαπερικλής |
Και ο Νίκος Παπαπερικλής στο χρονογράφημά του, αφού περιέγραφε τις συνέπειες που θα είχε ο περί τύπου νόμος, με τις χειροπέδες που ετοίμαζε η κυβέρνηση της δεξιάς, όχι μόνο στους δημοσιογράφους και τις εφημερίδες, αλλά και σε όλους τους κλάδους των εργαζομένων που δεν θα ακούγεται πιά η φωνή τους, κατέληγε γράφοντας πως "η πέννα είναι σαν τη γώσσα. Κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει....Είναι όπλο του λαού".
Πάντως
εν ημερωτικά πρέπει να πούμε ότι ο νόμος
εκείνος είχε ψηφιστεί στη Βουλή στις
22 Ιουλίου 1953 μόνο με τις ψήφους των
βουλευτών του “Συναγερμού”, ενώ την
τελευταία στιγμή πριν την ψήφισή του,
η κυβέρνηση Παπάγου, που μέχρι τότε
ισχυρίζονταν ότι θα εκσυγχρόνιζε τον
Τύπο, μετά τις διεθνείς και εσωτερικές
αντιδράσεις για τον τυποκτόνο νόμο,
επενέβη με τον τότε υπουργό Προεδρίας,
Παναγιώτη Σιφναίο, ο οποίος προσπάθησε
να εμφανίσει ως αιτιολογία για τη θέσπισή
του τον..... κομμουνιστικό κίνδυνο. Καθώς,
σύμφωνα με το μύθευμα που είχε παρουσιάσει,
υπήρχε ένα είδος συνωμοσίας εντός των
εφημερίδων όλων των πολιτικών αποχρώσεων,
ακόμη και αυτών της δεξιάς. Όπως όμως
υπογράμμιζε σε περωτοσέλιδο δημοσίευμά
της η αθηναϊκή εφημερίδα “Ελευθερία”,
“η παρέμβασις αύτη, μολονότι εκ πρώτης
όψεως εμφανίζει προπαγανδιστικόν
χαρακτήρα, έναντι της προκληθείσης
διεθνούς και εσωτερικής αντιδράσεως,
απέβλεπε μάλλον εις το να περισώσει την
ισχύν του ψηφισθέντος αντισυνταγματικού
νόμου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.