του Σπύρου Κουζινόπουλου
Συμπληρώνονται 114 χρόνια από την εξέγερση της αγροτιάς, τα αιματηρά επεισόδια που ξεκίνησαν στις
6 Μαρτίου του 1910 από το χωριό Κιλελέρ και εξαπλώθηκαν σε άλλες πόλεις της
Θεσσαλίας, για να αποτελέσουν τον κορυφαίο ξεσηκωμό της ελληνικής αγροτιάς
ενάντια στην εκμετάλλευση των τσιφλικάδων. Μία εξέγερση που προκάλεσε τη συμπάθεια
όλου του λαού και οδήγησε σταδιακά στη μερική επίλυση του αγροτικού ζητήματος.
Ήταν
Σάββατο, 6 (19) του Μάρτη 1910. Για εκείνη την ημέρα είχε οριστεί παναγροτική
συγκέντρωση στη Λάρισα. Μετά από δύο μέρες, στις 8 (21) Μαρτίου, θα γίνονταν
παναγροτικά συλλαλητήρια στην Καρδίτσα, στα Φάρσαλα και στα Τρίκαλα. Οι
κολίγοι, έχοντας γαλουχηθεί από το Μαρίνο Αντύπα, είχαν ξεσηκωθεί απ' άκρη σ'
άκρη της Θεσσαλίας απαιτώντας να πάρουν τη γη από τους τσιφλικάδες. Κι ήταν
αποφασισμένοι να συγκρουστούν.Μαρίνος Αντύπας |
Ο Μαρίνος Αντύπας πήγε το 1906 από την Κεφαλονιά στον Πυργετό της
Λάρισας, για να αναλάβει επικεφαλής στα κτήματα του θείου του, του τσιφλικά
Σκιαδαρέση, κι αμέσως αρχίζει δράση, γυρνώντας τα χωριά της Θεσσαλίας και
καλώντας τους κολίγους να ξεσηκωθούν κατά των τσιφλικάδων και να τους πάρουν τα
κτήματα, ενώ παράλληλα οργανώνει τους πρώτους «αγροτικούς συνδέσμους». Οι
τσιφλικάδες αντιδρούν και στις 9 Μάρτη του 1907 ο Ιωάν. Κυριακός, επιστάτης του
τσιφλικά Αρ. Μεταξά, δολοφονεί τον Αντύπα. Οι κολίγοι τον μεταφέρουν νεκρό στα
χέρια τους σε μια μεγάλη απόσταση, από τον Πυργετό στα Τέμπη. Η σορός του
εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και ενταφιάστηκε στο Ομόλιο.
Τα πρώτα βήματα της αποφασιστικότητας για κινητοποίηση οι κολίγοι τα
είχαν κάνει πιο νωρίς, όταν την 1 (14) του Μάρτη τετρακόσιοι κολίγοι από το
χωριό Ορφανά της Καρδίτσας, οπλισμένοι με γκράδες, σταμάτησαν το τρένο, λίγο
παραπέρα από το σταθμό, δηλώνοντας πως αν δε γίνει απαλλοτρίωση θα καταστρέψουν
τη γραμμή. Στο ίδιο διάστημα κολίγοι από χωριά των Φαρσάλων είχαν βάλει φωτιά
σε αχυραποθήκες τσιφλικάδων.
Το
αγροτικό ζήτημα και οι κολίγοι
Το αγροτικό
ζήτημα στη Θεσσαλία ήταν οξυμένο από τότε που η Θεσσαλία εντάχθηκε στην
ελληνική επικράτεια το 1881. «Ένα από τα σημαντικότερα της περιόδου εκείνης
κατά την ένταξη των εδαφών της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, ήταν το ζήτημα
των εθνικών γαιών, της διανομής δηλαδή στους ακτήμονες αγρότες των εδαφών που
αποτελούσαν προηγουμένως οθωμανική (ιδιωτική ή δημόσια) ιδιοκτησία.
Σε όλη τη
διάρκεια του 19ου αιώνα και παρά το γεγονός ότι η επίλυση του παγίου αυτού
αιτήματος των αγροτών υπήρξε συγκυριακή και μερική, η κυρίαρχη μορφή αγροτικής
εκμετάλλευσης στην Ελλάδα ήταν ο μικρός αγροτικός κλήρος, ενώ κύριο προϊόν ήταν
η σταφίδα, που προοριζόταν όμως κυρίως για τις αγορές του εξωτερικού.
Ελλειμματική ήταν η παραγωγή της Ελλάδας σε σιτηρά, κάτι που, πρακτικά, σήμαινε
ότι η χώρα αδυνατούσε να θρέψει τον πληθυσμό της με τα δικά της προϊόντα.
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα της
ελλειμματικής παραγωγής σιτηρών, συναρτώντας το με την εκβιομηχάνιση της χώρας
(το σιτάρι θεωρείται βιομηχανική πρώτη ύλη, επειδή από αυτό παράγεται η βασική
τροφή του εργατικού δυναμικού). Η ένταξη της σιτοπαραγωγού Θεσσαλίας στην
Ελλάδα εξυπηρετούσε, μεταξύ άλλων, και αυτό το στόχο της ελληνικής αστικής
τάξης.
Ο Ριζοσπάστης για τον ξεσηκωμό της αγροτιάς |
Με την πραγματοποίησή της, το 1881, σηματοδοτήθηκε μια νέα φάση στην
εξέλιξη του αγροτικού ζητήματος. Η προσάρτηση αυτή είχε μια διπλή - και, με μια
πρώτη ματιά, αντιφατική - επίδραση στη ζωή των καλλιεργητών των τσιφλικιών.
Καθώς σταμάτησε να ισχύει το φεουδαρχικό οθωμανικό δίκαιο, δεν προστατεύονταν
πια από τις ισόβιες κολιγικές συμβάσεις (βάσει των οποίων είχαν τη νομή της γης
και δεν επιτρεπόταν να εκδιωχθούν από αυτήν). Το αστικό νομοθετικό πλαίσιο του
ελληνικού κράτους που απελευθέρωνε προς το συμφέρον των κεφαλαιοκρατών τη γη,
απελευθέρωνε προσωπικά και τον καλλιεργητή, επέτρεπε όμως παράλληλα την έξωσή
του από τη γη που καλλιεργούσε.
Οι καλλιεργητικές συμβάσεις έχαναν τον ισόβιο και κληρονομητό χαρακτήρα
τους και μετατρέπονταν σε προσωπικά συμβόλαια μεταξύ γαιοκτήτη και καλλιεργητή.
Οι καλλιεργητές παρέμεναν στη γη με ιδιαίτερα επαχθείς οικονομικές υποχρεώσεις
απέναντι στο γαιοκτήτη, έχαναν όμως παράλληλα τη μόνη «προστασία» που τους
προσέφερε το φεουδαρχικό δίκαιο: τη μη δυνατότητα του χωροδεσπότη να τους
εκδιώξει από τον κλήρο που καλλιεργούσαν».
Τα περίφημα θεσσαλικά τσιφλίκια ήταν ιδιοκτησίες Τούρκων φεουδαρχών, οι
οποίοι, ενόψει της προσάρτησης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, τις πούλησαν σε
Ελληνες εμπόρους της Κωνσταντινούπολης ή των παροικιών (Ρωσία, Ρουμανία,
Τουρκία κ.λπ.) και πολλοί - Ζαρίφης, Ζάππας, Ζωγράφος, Σκυλίτσης, Στεφάνοβικ,
Καραπάνος, Μπαλτατζής κ.ά. - δραστηριοποιούνταν στον τραπεζικό τομέα.
Κρατούμενοι αγρότες στις φυλακές της Καρδίτσας |
Το αίτημα
της απαλλοτρίωσης και διανομής της γης
«Οι καλλιεργηταί, όπως και πρώτα - γράφει ο Δ. Μπούσδρας - υποχρεούντο
να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων
καρπών, ενοίκιο διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών,
ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και
αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας,
λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα
των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων... Κατώκουν (σ.σ. οι κολίγοι) εις
τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν τη αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες
δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα
των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα... Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως,
γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον
αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι
αφόρητοι ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους
χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου... »
Οι κολίγοι είχαν σύνθημα για «απαλλοτρίωση της γης» (ήθελαν να φύγουν οι
τσιφλικάδες και να μοιραστεί σ' αυτούς η γη), που είχε βάλει η εφημερίδα
«Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, η οποία έβγαινε στο Βόλο από το 1900.
Τους κολίγους ενέπνευσαν ακόμη οι απεργίες των καπνεργατών του Βόλου και οι
αγώνες του Σοσιαλιστικού Κέντρου του Βόλου.
Την περίοδο εκείνη, η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» του Πωπ έγραφε: «Η εν Θεσσαλία
εξέγερσις, η παράλογος αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην
του πολιτειακού ημών βίου, πρέπει να περισταλή πάση θυσία... » (Γ. Κορδάτος:
«Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος XIII, σελ. 187).
Ο στρατός
χτυπά τους κολίγους
Τι έγινε όμως στις 6 Μάρτη 1910;
Στο Κιλελέρ, συγκεντρώθηκαν κολίγοι για να επιβιβαστούν στο τρένο, για
να πάνε στο συλλαλητήριο, χωρίς εισιτήριο, θεωρώντας ότι είχαν το δικαίωμα να
ταξιδέψουν δωρεάν.
Στο τρένο βρισκόταν και ο διευθυντής των θεσσαλικών σιδηροδρομικών
γραμμών, Πολίτης. Ακούγοντας ότι οι κολίγοι δε θέλουν να πληρώσουν εισιτήριο,
διέταξε τους σιδηροδρομικούς να τους κατεβάσουν από το τρένο. Οι κολίγοι,
βλέποντας πως υπήρχε στρατός στο τρένο, κατέβηκαν, αλλά ο Πολίτης τούς έβριζε.
Οργισμένοι, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Το
τρένο έφυγε, αλλά σε μικρή απόσταση μετά το Κιλελέρ άλλη μια ομάδα κολίγων,
γύρω στα 800 άτομα, με κόκκινες σημαίες, προσπάθησαν να το σταματήσουν,
ζητώντας να τους μεταφέρει χωρίς εισιτήριο. Τότε ο Πολίτης ζήτησε από τον
αξιωματικό που ήταν επικεφαλής των στρατιωτών να «προστατεύση την έννομον
τάξιν». Κι αυτός διέταξε τους στρατιώτες να πυροβολήσουν εναντίον των κολίγων.
Δύο αγρότες - ο Νταφούλης και ο Μπόκας - πέφτουν νεκροί κι ένας ακόμη
πληγώνεται βαριά. Το τρένο συνεχίζει την πορεία του και φτάνει στο σταθμό του
Τσουλάρ (Μελία), όπου είναι μαζεμένοι πολλοί κολίγοι. Σταματάει αλλά και εκεί
το πετροβολούν. Οι στρατιώτες ξαναρίχνουν στο ψαχνό. Σκοτώνεται ο Ακριβούλης, ο
Μπατάλας τραυματίζεται βαριά κι άλλοι δεκαπέντε κολίγοι ελαφρύτερα.
Οι δολοφονικές επιθέσεις του στρατού κατά των κολίγων γίνονται γνωστές
στους συγκεντρωμένους κολίγους στη Λάρισα και αρχίζουν οι έντονες διαμαρτυρίες.
Οι δυνάμεις καταστολής τούς ζητούν να διαλυθούν, αλλά αυτοί δεν υποχωρούν.
Φωνάζοντας «κάτω οι τσιφλικάδες» κινούνται προς την πλατεία της πόλης.
Ο υπίλαρχος Χρύσης και ο ανθυπίλαρχος Σκανδάλης διατάζουν πυρ και ο
αγρότης Μπάνταρης πέφτει στο χώμα. Τραυματίζονται ακόμα ο Γκολέμας και ο
Καραμπέρης. Τα θύματα θα ήταν πολύ περισσότερα αν κάποιοι υπαξιωματικοί από το
Βόλο και τον Πειραιά, που είχαν προοδευτικές ιδέες, δε ζητούσαν από τους
φαντάρους να μη «χτυπάνε στο ψαχνό».
Οι αγρότες, παρά το χτύπημα με τα όπλα, φτάνουν στην πλατεία, μπροστά
στο ξενοδοχείο «Πανελλήνιον», όπου πραγματοποιείται μεγάλη συγκέντρωση στην
οποία εγκρίθηκε ψήφισμα που ζητούσε την απαλλοτρίωση και διανομή των
τσιφλικιών, την ενίσχυση του Γεωργικού Ταμείου, ενώ καταδίκασε το χτύπημα των
κολίγων από το στρατό και τις δολοφονίες κολίγων.
Το ψήφισμα
Η είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους
συγκεντρωμένους στη Λάρισα. Οι σκλάβοι της γης διαμαρτύρονται, φωνάζουν
εναντίον των δολοφόνων, ζητούν γη και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν
στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι αγρότες
βγαίνουν νικητές. Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος, βλέποντας πως δεν
είναι εύκολη υπόθεση η επιχείρηση καταστολής των αγροτών, ύστερα από πολλή ώρα
μάχης, διατάσσουν το στρατό να σταματήσει το πυρ. Ετσι το συλλαλητήριο θα
καταλήξει με την έγκριση του παρακάτω ψηφίσματος που στάλθηκε τηλεγραφικώς στην
Αθήνα, στην κυβέρνηση και τη Βουλή:
«Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά την μη υποβολήν και επιψήφισην του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου
Α π α ι τ ε ί
α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
β) Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η Κυβέρνησις καλύτερον.
γ) Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού, ης θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας»
«Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά την μη υποβολήν και επιψήφισην του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου
Α π α ι τ ε ί
α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
β) Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η Κυβέρνησις καλύτερον.
γ) Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού, ης θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας»
Το
συλλαλητήριο και οι δίκες
Η κυβέρνηση Δραγούμη όχι μόνο δε νοιάστηκε για τα προβλήματα και τα
αιτήματα των κολίγων, αλλά έβγαλε διαταγή να πιαστούν και να φυλακιστούν οι
«πρωταίτιοι». Εκατοντάδες Θεσσαλοί αγρότες, που συμμετείχαν στην κινητοποίηση,
κλείστηκαν, επί μήνες, στις φυλακές Χαλκίδας και Λαμίας, ενώ οργανώθηκαν δίκες
κατά των αγροτών. Οι κατηγορούμενοι αγρότες αθωώθηκαν. Ο αγώνας τους δεν πήγε
χαμένος.
Η εξέγερση κέρδισε τη συμπάθεια
του ελληνικού λαού, εντείνοντας τις πιέσεις για επίλυση του ζητήματος και φουντώνοντας το αγροτικό κίνημα σε
ολόκληρη τη χώρα. Μετά τα πρώτα νομοθετικά μέτρα που έλαβε η τότε κυβέρνηση του
Ελευθέριου Βενιζέλου υπέρ των κολίγων, το 1911, ακολούθησαν και άλλες
κινητοποιήσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τις πιέσεις των αστών και τις
διεκδικήσεις των μικρασιατών προσφύγων, οδήγησαν στην αγροτική μεταρρύθμιση του
1917-1922, με τις πρώτες απαλλοτριώσεις από την κυβέρνηση Πλαστήρα.
Πηγές:
-Μαρίνος Αντύπας: «Προς τον λαόν και άλλα κείμενα»,
Βιβλιοθήκη Ελλήνων Ριζοσπαστών και Σοσιαλιστών, εκδόσεις Κούριερ, σελ. 56-57.
-Χρ. Βραχνιάρη: «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910- Τρίκαλα 1925», εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 1985, σελ. 61.
- Δ. Μπούσδρας: «Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών», εν Αθήναις 1951, σελ. 1-2.
-Αλέξανδρος Παπαναστασίου: «Μελέτες - Λόγοι - Αρθρα», έκδοση Μορφωτικό Ιδρυμα Α.Τ.Ε., τόμος Α`, σελ. 61.
- Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ), τ. 1/2000.
-«Η εξέγερση του Κιλελέρ», έκδοση της ΚΕ του ΑΚΕ, σελ. 11- 12.
-Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις Μπουκουμάνη, σελ. 149.
-Γ. Κορδάτος: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος XIII, σελ. 187.
- Γ. Καρανικόλα: «Κιλελέρ», εκδόσεις Θουκυδίδης, σελ. 219-220 και Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 193.
-Εφημερίδα Ριζοσπάστης
-Εφημερίδα Ελευθερία Λάρισας
-Χρ. Βραχνιάρη: «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910- Τρίκαλα 1925», εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 1985, σελ. 61.
- Δ. Μπούσδρας: «Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών», εν Αθήναις 1951, σελ. 1-2.
-Αλέξανδρος Παπαναστασίου: «Μελέτες - Λόγοι - Αρθρα», έκδοση Μορφωτικό Ιδρυμα Α.Τ.Ε., τόμος Α`, σελ. 61.
- Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ), τ. 1/2000.
-«Η εξέγερση του Κιλελέρ», έκδοση της ΚΕ του ΑΚΕ, σελ. 11- 12.
-Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις Μπουκουμάνη, σελ. 149.
-Γ. Κορδάτος: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος XIII, σελ. 187.
- Γ. Καρανικόλα: «Κιλελέρ», εκδόσεις Θουκυδίδης, σελ. 219-220 και Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 193.
-Εφημερίδα Ριζοσπάστης
-Εφημερίδα Ελευθερία Λάρισας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.