Συγκλονιστική περιγραφή για το Ολοκαύτωμα από τον 182-642
Δύο συγκλονιστικές
περιγραφές για το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, στα χρόνια της ναζιστικής
κατοχής, είχαν τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσουν όσοι μετείχαν στην ημερίδα που
διοργάνωσε ο δήμος Χαϊδαρίου, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ελπίδα ΙΙ» για τα
θύματα του Ναζισμού. Και ήταν ιδιαίτερη η στιγμή, όταν ένας από τους ελάχιστους
επιζώντες του Ολοκαυτώματος, ο 86χρονος σήμερα Ισαάκ Μιζάν, σήκωσε το μανίκι
για να δείξει στον βραχίονά του τον αριθμό 182642 με τον οποίο τον σημάδεψαν
ανεξίτηλα πριν 70 χρόνια οι χιτλερικοί δήμιοι.
Μεταξύ των
εισηγήσεων που παρουσιάστηκαν στην ημερίδα του δήμου Χαϊδαρίου, ήταν της συγγραφέως
Ρόζας Ασσέρ-Πάρδο, που υπήρξε ένα από τα «κρυμμένα παιδιά» της Κατοχής, του
καθυηγητή του ΤΕΙ Ηπείρου Δημήτρη Τσακίρη ο οποίος αναφέρθηκε στο Ολοκαύτωμα
των Ρομά και τη συμμετοχή των Ελλήνων τσιγγάνων στην Εθνική Αντίσταση, του προέδρου
του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Βενιαμίν Αλμπάλα που μίλησε για τις προσπάθειες
του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού να σταματήσει τους διωγμούς των Ισραηλιτών της
Ελλάδος, του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σπύρου Κουζινόπουλου ο οποίος μίλησε
για τον Τύπο στην αντίσταση και την «Ελευθερία», που υπήρξε η πρώτη παράνομη
εφημερίδα στην κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη, του ηθοποιού Λεωνίδα Χρυσομάλη
που αναφέρθηκε στο έπος της Εθνικής Αντίστασης κ.α.
Με ένα
προσκλητήριο προς τους μαθητές γυμνασίων και λυκείων της περιοχής, που
παρακολουθούσαν την ημερίδα, να εστιάζουν την προσοχή τους στη μόνιμη καταδίκη
του φασισμού και του ναζισμού, άνοιξε και έκλεισε την ομιλία του ο Ισαάκ Μιζάν,
ο οποίος έζησε όλη τη φρίκη των χιτλερικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, ενώ αντίκρυζε
καθημερινά τις σωρούς των πτωμάτων που έφευγαν για τα κρεματόρια και στη
συνέχεια τη στάχτη που πετιούνταν στον ποταμό Βιστούλα, αλλά και την κτηνωδία
των Ες-Ες.
Μέλος της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας της
Άρτας, ο Ισαάκ Μιζάν σε ηλικία 16 ετών γνώρισε τη φρίκη του ναζισμού και των
στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο ο εβραϊκός πληθυσμός της Άρτας ήταν περίπου 500 άτομα, αλλά κατά τη
διάρκεια της Γερμανικής κατοχής μόνο 352 είχαν μείνει στην πόλη και όλοι σχεδόν
εκτοπίστηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Από αυτούς ελάχιστοι επέστρεψαν.
Ήταν 24 Μαρτίου του 1944, όταν πήγε ένας χωροφύλακας με έναν Γερμανό και
διέταξαν την οικογένειά του να πάρουν ό,τι πρόχειρο είχαν, γιατί θα τους
έστελναν σε στρατόπεδο που θα τους πήγαιναν για να δουλέψουν. Έτσι πήραν και
τους 400 Εβραίους της Άρτας, μωρά, εγκύους, γερόντους, δεν άφησαν
κανέναν.
«Νομίζω ότι
πήραμε αψήφιστα όσα συνέβησαν το ’43 στην Θεσσαλονίκη. Εδώ που τα
λέμε, τα πήραν αψήφιστα οι ίδιοι οι Θεσσαλονικείς», σημείωσε ο Μιζάν
και συνέχισε:.
«Στις 2 Απριλίου, στην Αθήνα, μας φόρτωσαν εμένα, τους γονείς μου, τις τέσσερις αδελφές μου, τους δύο άντρες τους και τα παιδιά τους σε φορτηγά-βαγόνια των 35-40 ατόμων και φύγαμε για το Άουσβιτς.
Μόλις φτάσαμε ανοίξανε οι πόρτες. Ένας διερμηνέας μας είπε να αφήσουμε εκεί τα λίγα μας πράματα –κάτι κουβέρτες, εσώρουχα και διάφορα άλλα. Κατεβήκαμε και χωριστήκαμε σε δύο ομάδες: οι άντρες και οι γυναίκες.
Ένας Γερμανός γιατρός μας κοιτούσε όπως στεκόμασταν στη σειρά και έκανε την κίνηση: «αριστερά – δεξιά». Από τη μία πλευρά πήγαιναν οι ικανοί προς εργασία και από την άλλη οι μη ικανοί, τους οποίους έβαζαν σε φορτηγά. Το ίδιο συνέβη και με τις γυναίκες.
Όταν είδα ότι έβαζαν και τον πατέρα μου στα φορτηγά –ήταν 58 χρονών, για να καταλάβετε πως εννοούσαν το μη ικανός για εργασία– πήγα σε ένα Γερμανό και του είπα ότι θέλω να πάω με τον πατέρα μου. Αυτούς που έβαλαν στα φορτηγά, από εκείνη τη στιγμή δεν τους ξαναείδαμε. Πήγαν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων και από εκεί στα κρεματόρια.
Πολλά κοριτσάκια έπαιρναν στην αγκαλιά τους παιδάκια και παρίσταναν τις μανάδες. Αφενός για να γλιτώσουν τον ποδαρόδρομο με τα φορτηγά και αφετέρου επειδή πίστευαν ότι θα τους εγκαθιστούσαν σε στρατόπεδα όπου οι δουλειές δεν θα ήταν τόσο βαριές. Την πατήσαν και πήγαν όλες στα κρεματόρια, κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά, 18, 20 και 25 χρονών».
«Στις 2 Απριλίου, στην Αθήνα, μας φόρτωσαν εμένα, τους γονείς μου, τις τέσσερις αδελφές μου, τους δύο άντρες τους και τα παιδιά τους σε φορτηγά-βαγόνια των 35-40 ατόμων και φύγαμε για το Άουσβιτς.
Μόλις φτάσαμε ανοίξανε οι πόρτες. Ένας διερμηνέας μας είπε να αφήσουμε εκεί τα λίγα μας πράματα –κάτι κουβέρτες, εσώρουχα και διάφορα άλλα. Κατεβήκαμε και χωριστήκαμε σε δύο ομάδες: οι άντρες και οι γυναίκες.
Ένας Γερμανός γιατρός μας κοιτούσε όπως στεκόμασταν στη σειρά και έκανε την κίνηση: «αριστερά – δεξιά». Από τη μία πλευρά πήγαιναν οι ικανοί προς εργασία και από την άλλη οι μη ικανοί, τους οποίους έβαζαν σε φορτηγά. Το ίδιο συνέβη και με τις γυναίκες.
Όταν είδα ότι έβαζαν και τον πατέρα μου στα φορτηγά –ήταν 58 χρονών, για να καταλάβετε πως εννοούσαν το μη ικανός για εργασία– πήγα σε ένα Γερμανό και του είπα ότι θέλω να πάω με τον πατέρα μου. Αυτούς που έβαλαν στα φορτηγά, από εκείνη τη στιγμή δεν τους ξαναείδαμε. Πήγαν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων και από εκεί στα κρεματόρια.
Πολλά κοριτσάκια έπαιρναν στην αγκαλιά τους παιδάκια και παρίσταναν τις μανάδες. Αφενός για να γλιτώσουν τον ποδαρόδρομο με τα φορτηγά και αφετέρου επειδή πίστευαν ότι θα τους εγκαθιστούσαν σε στρατόπεδα όπου οι δουλειές δεν θα ήταν τόσο βαριές. Την πατήσαν και πήγαν όλες στα κρεματόρια, κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά, 18, 20 και 25 χρονών».
Η ζωή
στο στρατόπεδο
«Έμαθα για
τους γονείς μου μετά από μια εβδομάδα. Όπως περνούσαν οι αδελφές μου,
τις ρώτησα και μου απάντησαν ότι «είναι καλά, μια χαρά, θα τους δεις
σε λίγες μέρες». Μας κορόιδευαν όλους και μας έλεγαν ότι κάθε 15 μέρες
θα πηγαίναμε στα κομάντο φαμίλιας, στα στρατόπεδα φαμίλιας για να
δούμε τους δικούς μας.
Μετά άρχισε η επιβίωση η δική μας. Δεν υπήρχε τρόπος να αντιδράσεις.
Τα είχαμε μάθει όλα μέσα σε μια βδομάδα από τους Θεσσαλονικείς που είχαν έρθει ένα χρόνο νωρίτερα από εμάς. Βλέπαμε και την καμινάδα. Τόσοι πολλοί έκαναν τόσο φρικτά εγκλήματα…
Μετά την πρώτη διαλογή, φύγαμε από το Άουσβιτς και πήγαμε στο Μπιρκενάου. Το επόμενο πρωί, αφού κάναμε μπάνιο, μας κουρέψανε, μας ξυρίσανε και μας έβαλαν το νούμερο. Το 123456 ήταν το δικό μου.
Όταν μου έκαναν το τατουάζ, πονούσα αλλά δεν τραβήχτηκα. Όταν ήμουν μικρός διάβαζα κάτι βιβλία με ήρωες και είπα ότι θα δείξω θάρρος. Μάλιστα κοιτούσα.
Δεν ένιωσα τίποτα. Δεν υπήρχε πια ούτε ο Ισαάκ Μιζάν, δεν υπήρχε κανένας, απλώς το νούμερο. Οι Ναζί μας σημάδευαν ανεξίτηλα όπως τα ζώα. Μετά μας δώσανε από μια φανέλα, ένα σώβρακο, ένα πουκάμισο και τη στολή τη ριγέ.
Σηκωνόμαστε 6 η ώρα το πρωί, μας έδιναν ένα υποτυπώδες ρόφημα –τσάι, οι πρώτοι 20 προλάβαιναν, εμείς πίναμε νεράκι σκέτο– και πηγαίναμε σε διάφορες δουλειές. Στην είσοδο του στρατοπέδου, υπήρχε μία επιγραφή που έλεγε «Arbeit macht frei», δηλαδή «H δουλειά ελευθερώνει». Υπήρχε και μια ορχήστρα και μπαίναμε και βγαίναμε με βήμα.
Δεν σκέφτηκα ποτέ να δραπετεύσω. Όταν γυρίζαμε το απόγεμα στο Μπιρκενάου, υπήρχαν κρεμάλες. Τα πτώματα αυτών που είχαν αποπειραθεί να δραπετεύσουν ήταν σε τρίποδα για παραδειγματισμό.
Εγώ ήμουν παρέα με τέσσερα ξαδέρφια μου με τα οποία μεγαλώσαμε μαζί, μέναμε στο ίδιο σπίτι. Δυστυχώς και τα τέσσερα τα στείλανε στα Ζoντερκομάντο. Οι Ζoντερκομάντο ήταν οι κομάντο που βγάζανε τους νεκρούς από τους θαλάμους αερίων και τους βάζανε στους φούρνους, τα λεγόμενα κρεματόρια».
Μετά άρχισε η επιβίωση η δική μας. Δεν υπήρχε τρόπος να αντιδράσεις.
Τα είχαμε μάθει όλα μέσα σε μια βδομάδα από τους Θεσσαλονικείς που είχαν έρθει ένα χρόνο νωρίτερα από εμάς. Βλέπαμε και την καμινάδα. Τόσοι πολλοί έκαναν τόσο φρικτά εγκλήματα…
Μετά την πρώτη διαλογή, φύγαμε από το Άουσβιτς και πήγαμε στο Μπιρκενάου. Το επόμενο πρωί, αφού κάναμε μπάνιο, μας κουρέψανε, μας ξυρίσανε και μας έβαλαν το νούμερο. Το 123456 ήταν το δικό μου.
Όταν μου έκαναν το τατουάζ, πονούσα αλλά δεν τραβήχτηκα. Όταν ήμουν μικρός διάβαζα κάτι βιβλία με ήρωες και είπα ότι θα δείξω θάρρος. Μάλιστα κοιτούσα.
Δεν ένιωσα τίποτα. Δεν υπήρχε πια ούτε ο Ισαάκ Μιζάν, δεν υπήρχε κανένας, απλώς το νούμερο. Οι Ναζί μας σημάδευαν ανεξίτηλα όπως τα ζώα. Μετά μας δώσανε από μια φανέλα, ένα σώβρακο, ένα πουκάμισο και τη στολή τη ριγέ.
Σηκωνόμαστε 6 η ώρα το πρωί, μας έδιναν ένα υποτυπώδες ρόφημα –τσάι, οι πρώτοι 20 προλάβαιναν, εμείς πίναμε νεράκι σκέτο– και πηγαίναμε σε διάφορες δουλειές. Στην είσοδο του στρατοπέδου, υπήρχε μία επιγραφή που έλεγε «Arbeit macht frei», δηλαδή «H δουλειά ελευθερώνει». Υπήρχε και μια ορχήστρα και μπαίναμε και βγαίναμε με βήμα.
Δεν σκέφτηκα ποτέ να δραπετεύσω. Όταν γυρίζαμε το απόγεμα στο Μπιρκενάου, υπήρχαν κρεμάλες. Τα πτώματα αυτών που είχαν αποπειραθεί να δραπετεύσουν ήταν σε τρίποδα για παραδειγματισμό.
Εγώ ήμουν παρέα με τέσσερα ξαδέρφια μου με τα οποία μεγαλώσαμε μαζί, μέναμε στο ίδιο σπίτι. Δυστυχώς και τα τέσσερα τα στείλανε στα Ζoντερκομάντο. Οι Ζoντερκομάντο ήταν οι κομάντο που βγάζανε τους νεκρούς από τους θαλάμους αερίων και τους βάζανε στους φούρνους, τα λεγόμενα κρεματόρια».
Ζοντερκομάντο
«Τον Ιούνιο,
όταν έφεραν τους Κερκυραίους, ένας αδελφός έκαψε την αδελφή του.
Την είχαν βάλει στους θάλαμους αερίων. Αυτό το παιδί ήταν φίλος μου…
Όταν άνοιγαν οι πόρτες, τα παιδιά του Ζοντερκομάντο αντίκριζαν τοίχους και πόρτες όλο αίματα… Και έπεφταν σωροί από πτώματα ανθρώπων που ήταν σκαρφαλωμένοι μπροστά από την πόρτα. Οι νέοι ποδοπατούσαν τους πιο μεγάλους, προσπαθώντας να ανέβουν μήπως βρουν κάποια σανίδα σωτηρίας, μήπως αναπνεύσουν.
Είχα ακούσει ότι έβαζαν στους μεγάλους φούρνους δύο άντρες και μια γυναίκα μαζί. Διότι, λέει, ότι έτσι καιγόντουσαν πιο γρήγορα. Εν τω μεταξύ τα μωρά, πέντε-έξι μωρά μαζί, τα πετάγανε μέσα στο φούρνο.
Τον Αύγουστο μήνα, όταν έφεραν τους Ούγγρους, άνοιξαν μεγάλους λάκκους και άλλους τους σκοτώνανε και άλλους τους έριχναν μέσα ζωντανούς. Ήταν πάρα πολλοί και δεν προλάβαιναν τα κρεματόρια. Η φλόγα, μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλη, που έφτανε στον ουρανό κατά κάποια έννοια.
Έτυχε κάποτε να ανεβάσω 40 πυρετό και φοβόμουν ότι θα βγω στην αναφορά. Eπειδή εξαρτιόταν από το κέφι και τη διάθεση του καθενός, μπορεί να πήγαινα κατευθείαν για το κρεματόριο. Δεν βγήκα στην αναφορά –και δεν ξέρω πως τα κατάφερα– άλλα μπήκα στο μπλοκ 134. Όταν ήρθε ο Γερμανός να κάνει έλεγχο, κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Αν με έβρισκαν εκεί, οπωσδήποτε θα με σκοτώνανε την ίδια στιγμή: δεν μας επέτρεπαν ούτε καν να μιλάμε με τους Ζοντερκομάντο γιατί αυτοί ξέραν πολλά.
Στο τέλος, δυστυχώς, είναι ζήτημα αν σώθηκαν καμιά δεκαριά από αυτούς. Σκότωσαν πάρα πολλούς. Βεβαίως, για να μην υπάρχουν μαρτυρίες».
Όταν άνοιγαν οι πόρτες, τα παιδιά του Ζοντερκομάντο αντίκριζαν τοίχους και πόρτες όλο αίματα… Και έπεφταν σωροί από πτώματα ανθρώπων που ήταν σκαρφαλωμένοι μπροστά από την πόρτα. Οι νέοι ποδοπατούσαν τους πιο μεγάλους, προσπαθώντας να ανέβουν μήπως βρουν κάποια σανίδα σωτηρίας, μήπως αναπνεύσουν.
Είχα ακούσει ότι έβαζαν στους μεγάλους φούρνους δύο άντρες και μια γυναίκα μαζί. Διότι, λέει, ότι έτσι καιγόντουσαν πιο γρήγορα. Εν τω μεταξύ τα μωρά, πέντε-έξι μωρά μαζί, τα πετάγανε μέσα στο φούρνο.
Τον Αύγουστο μήνα, όταν έφεραν τους Ούγγρους, άνοιξαν μεγάλους λάκκους και άλλους τους σκοτώνανε και άλλους τους έριχναν μέσα ζωντανούς. Ήταν πάρα πολλοί και δεν προλάβαιναν τα κρεματόρια. Η φλόγα, μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλη, που έφτανε στον ουρανό κατά κάποια έννοια.
Έτυχε κάποτε να ανεβάσω 40 πυρετό και φοβόμουν ότι θα βγω στην αναφορά. Eπειδή εξαρτιόταν από το κέφι και τη διάθεση του καθενός, μπορεί να πήγαινα κατευθείαν για το κρεματόριο. Δεν βγήκα στην αναφορά –και δεν ξέρω πως τα κατάφερα– άλλα μπήκα στο μπλοκ 134. Όταν ήρθε ο Γερμανός να κάνει έλεγχο, κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Αν με έβρισκαν εκεί, οπωσδήποτε θα με σκοτώνανε την ίδια στιγμή: δεν μας επέτρεπαν ούτε καν να μιλάμε με τους Ζοντερκομάντο γιατί αυτοί ξέραν πολλά.
Στο τέλος, δυστυχώς, είναι ζήτημα αν σώθηκαν καμιά δεκαριά από αυτούς. Σκότωσαν πάρα πολλούς. Βεβαίως, για να μην υπάρχουν μαρτυρίες».
Αναχώρηση
από Πολωνία
«Φεύγοντας από
το Μπιρκενάου πήγαμε στο Ορανίενμπουργκ, ένα στρατόπεδο διακομιδής
και την επόμενη στο Ζαξενχάουζεν.
Από εκεί έφυγα για το Αμβούργο και μετά στο Όρντουρφ. Εκεί η δουλειά δεν ήταν πολύ σκληρή. Φεύγοντας απο εκεί, εκεί άρχισε η κατρακύλα. Μας πήγαν στο Μπέργκεν – Μπέλσεν. Δεν είχαν θαλάμους αερίων εκεί. Όσοι πέθαιναν, τους καίγανε στα κρεματόρια. Όταν ήμασταν πολύ κουρασμένοι και δεν μπορούσαμε πουθενά να ξαπλώσουμε, ξαπλώναμε δίπλα στα πτώματα ή τα βάζαμε για μαξιλάρι».
Από εκεί έφυγα για το Αμβούργο και μετά στο Όρντουρφ. Εκεί η δουλειά δεν ήταν πολύ σκληρή. Φεύγοντας απο εκεί, εκεί άρχισε η κατρακύλα. Μας πήγαν στο Μπέργκεν – Μπέλσεν. Δεν είχαν θαλάμους αερίων εκεί. Όσοι πέθαιναν, τους καίγανε στα κρεματόρια. Όταν ήμασταν πολύ κουρασμένοι και δεν μπορούσαμε πουθενά να ξαπλώσουμε, ξαπλώναμε δίπλα στα πτώματα ή τα βάζαμε για μαξιλάρι».
Ο Ισαάκ Μιζάν
με τους συγκρατουμένους του, απελευθερώθηκε το Μάϊο του 1945 από μια μονάδα
Άγγλων στρατιωτών. «Μας πήγαν αμέσως στο
νοσοκομείο και μας απολύμαναν, μας ξύρισαν και μας έβαλαν σε κρεβάτια. Όσοι
είχαν ανάγκη τους έπαιρναν ορούς με φάρμακα. Έμεινα εκεί περίπου έναν μήνα και
ήμουν 35 κιλά. Μας έδιναν ελάχιστο φαγητό και μια μέρα έπιασα κλαίγοντας
τον Άγγλο γιατρό και του είπα ότι οι Γερμανοί μας έδιναν περισσότερο
φαγητό. Και αυτός μου έδωσε να καταλάβω ότι το στομάχι μας ήταν πλέον τόσο
μικρό, που αν μας έδιναν περισσότερο φαγητό μπορούσαμε και να πεθάνουμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.