Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

"Μας σημάδευαν ανεξίτηλα οι Ναζί όπως τα ζώα"

Συγκλονιστική περιγραφή για το Ολοκαύτωμα από τον 182-642
Δύο συγκλονιστικές περιγραφές για το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, είχαν τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσουν όσοι μετείχαν στην ημερίδα που διοργάνωσε ο δήμος Χαϊδαρίου, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ελπίδα ΙΙ» για τα θύματα του Ναζισμού. Και ήταν ιδιαίτερη η στιγμή, όταν ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, ο 86χρονος σήμερα Ισαάκ Μιζάν, σήκωσε το μανίκι για να δείξει στον βραχίονά του τον αριθμό 182642 με τον οποίο τον σημάδεψαν ανεξίτηλα πριν 70 χρόνια οι χιτλερικοί δήμιοι.

Μεταξύ των εισηγήσεων που παρουσιάστηκαν στην ημερίδα του δήμου Χαϊδαρίου, ήταν της συγγραφέως Ρόζας Ασσέρ-Πάρδο, που υπήρξε ένα από τα «κρυμμένα παιδιά» της Κατοχής, του καθυηγητή του ΤΕΙ Ηπείρου Δημήτρη Τσακίρη ο οποίος αναφέρθηκε στο Ολοκαύτωμα των Ρομά και τη συμμετοχή των Ελλήνων τσιγγάνων στην Εθνική Αντίσταση, του προέδρου του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Βενιαμίν Αλμπάλα που μίλησε για τις προσπάθειες του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού να σταματήσει τους διωγμούς των Ισραηλιτών της Ελλάδος, του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σπύρου Κουζινόπουλου ο οποίος μίλησε για τον Τύπο στην αντίσταση και την «Ελευθερία», που υπήρξε η πρώτη παράνομη εφημερίδα στην κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη, του ηθοποιού Λεωνίδα Χρυσομάλη που αναφέρθηκε στο έπος της Εθνικής Αντίστασης κ.α.
«Αριθμούς αντί ανθρώπων ήθελαν οι Ναζί»
Με ένα προσκλητήριο προς τους μαθητές γυμνασίων και λυκείων της περιοχής, που παρακολουθούσαν την ημερίδα, να εστιάζουν την προσοχή τους στη μόνιμη καταδίκη του φασισμού και του ναζισμού, άνοιξε και έκλεισε την ομιλία του ο Ισαάκ Μιζάν, ο οποίος έζησε όλη τη φρίκη των χιτλερικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, ενώ αντίκρυζε καθημερινά τις σωρούς των πτωμάτων που έφευγαν για τα κρεματόρια και στη συνέχεια τη στάχτη που πετιούνταν στον ποταμό Βιστούλα, αλλά και την κτηνωδία των Ες-Ες.
Μέλος της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας της Άρτας, ο Ισαάκ Μιζάν σε ηλικία 16 ετών γνώρισε τη φρίκη του ναζισμού και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο εβραϊκός πληθυσμός της Άρτας ήταν περίπου 500 άτομα, αλλά κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής μόνο 352 είχαν μείνει στην πόλη και όλοι σχεδόν εκτοπίστηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Από αυτούς ελάχιστοι επέστρεψαν.
Ήταν 24 Μαρτίου του 1944, όταν πήγε ένας χωροφύλακας με έναν Γερμανό και διέταξαν την οικογένειά του να πάρουν ό,τι πρόχειρο είχαν, γιατί θα τους έστελναν σε στρατόπεδο που θα τους πήγαιναν για να δουλέψουν. Έτσι πήραν και τους 400 Εβραίους της Άρτας, μωρά, εγκύους, γερόντους, δεν άφησαν κανέναν. 
«Νο­μί­ζω ό­τι πή­ρα­με α­ψή­φι­στα ό­σα συ­νέ­βη­σαν το ’43 στην Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εδώ που τα λέ­με, τα πή­ραν α­ψή­φι­στα οι ί­διοι οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς», σημείωσε ο Μιζάν και συνέχισε:.
«Στις 2 Απρι­λίου, στην Αθή­να, μας φόρ­τω­σαν ε­μέ­να, τους γο­νείς μου, τις τέσ­σε­ρις α­δελ­φές μου, τους δύο ά­ντρες τους και τα παι­διά τους σε φορ­τη­γά-βα­γό­νια των 35-40 α­τό­μων και φύ­γα­με για το Άου­σβι­τς.
Μό­λις φτά­σα­με α­νοί­ξα­νε οι πόρ­τες. Ένας διερ­μη­νέ­ας μας εί­πε να α­φή­σου­με ε­κεί τα λί­γα μας πρά­μα­τα –κά­τι κου­βέρ­τες, ε­σώ­ρου­χα και διά­φο­ρα άλ­λα. Κα­τε­βή­κα­με και χω­ρι­στή­κα­με σε δύο ο­μά­δες: οι ά­ντρες και οι γυ­ναί­κες.
Ένας Γερ­μα­νός για­τρός μας κοι­τού­σε ό­πως στε­κό­μα­σταν στη σει­ρά και έ­κα­νε την κί­νη­ση: «α­ρι­στε­ρά – δε­ξιά». Από τη μία πλευ­ρά πή­γαι­ναν οι ι­κα­νοί προς ερ­γα­σία και α­πό την άλ­λη οι μη ι­κα­νοί, τους ο­ποίους έ­βα­ζαν σε φορ­τη­γά. Το ί­διο συ­νέ­βη και με τις γυ­ναί­κες.
Όταν εί­δα ό­τι έ­βα­ζαν και τον πα­τέ­ρα μου στα φορ­τη­γά –ή­ταν 58 χρο­νών, για να κα­τα­λά­βε­τε πως εν­νοού­σαν το μη ι­κα­νός για ερ­γα­σία– πή­γα σε έ­να Γερ­μα­νό και του εί­πα ό­τι θέ­λω να πάω με τον πα­τέ­ρα μου. Αυ­τούς που έ­βα­λαν στα φορ­τη­γά, α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή δεν τους ξα­να­εί­δα­με. Πή­γαν κα­τευ­θείαν στους θα­λά­μους α­ε­ρίων και α­πό ε­κεί στα κρε­μα­τό­ρια.
Πολ­λά κο­ρι­τσά­κια έ­παιρ­ναν στην α­γκα­λιά τους παι­δά­κια και πα­ρί­στα­ναν τις μα­νά­δες. Αφε­νός για να γλι­τώ­σουν τον πο­δα­ρό­δρο­μο με τα φορ­τη­γά και α­φε­τέ­ρου ε­πει­δή πί­στευαν ό­τι θα τους ε­γκα­θι­στού­σαν σε στρα­τό­πε­δα ό­που οι δου­λειές δεν θα ή­ταν τό­σο βα­ριές. Την πα­τή­σαν και πή­γαν ό­λες στα κρε­μα­τό­ρια, κο­ρί­τσια σαν τα κρύα τα νε­ρά, 18, 20 και 25 χρο­νών».
Η ζωή στο στρα­τό­πε­δο
«Έμα­θα για τους γο­νείς μου με­τά α­πό μια ε­βδο­μά­δα. Όπως περ­νού­σαν οι α­δελ­φές μου, τις ρώ­τη­σα και μου α­πά­ντη­σαν ό­τι «εί­ναι κα­λά, μια χα­ρά, θα τους δεις σε λί­γες μέ­ρες». Μας κο­ρόι­δευαν ό­λους και μας έ­λε­γαν ό­τι κά­θε 15 μέ­ρες θα πη­γαί­να­με στα κο­μά­ντο φα­μί­λιας, στα στρα­τό­πε­δα φα­μί­λιας για να δού­με τους δι­κούς μας.
Με­τά άρ­χι­σε η ε­πι­βίω­ση η δι­κή μας. Δεν υ­πήρ­χε τρόπος να α­ντι­δρά­σεις.
Τα εί­χα­με μά­θει ό­λα μέ­σα σε μια βδο­μά­δα α­πό τους Θεσ­σα­λο­νι­κείς που εί­χαν έρ­θει έ­να χρό­νο νω­ρί­τε­ρα α­πό ε­μάς. Βλέ­πα­με και την κα­μι­νά­δα. Τό­σοι πολ­λοί έ­κα­ναν τό­σο φρι­κτά ε­γκλή­μα­τα…
Με­τά την πρώ­τη δια­λο­γή, φύ­γα­με α­πό το Άου­σβι­τς και πή­γα­με στο Μπιρ­κε­νά­ου. Το ε­πό­με­νο πρωί, α­φού κά­να­με μπά­νιο, μας κου­ρέ­ψα­νε, μας ξυ­ρί­σα­νε και μας έ­βα­λαν το νού­με­ρο. Το 123456 ή­ταν το δι­κό μου.
Όταν μου έ­κα­ναν το τα­τουά­ζ, πο­νού­σα αλ­λά δεν τρα­βή­χτη­κα. Όταν ή­μουν μι­κρός διά­βα­ζα κά­τι βι­βλία με ή­ρωες και εί­πα ό­τι θα δεί­ξω θάρ­ρος. Μά­λι­στα κοι­τού­σα.
Δεν έ­νιω­σα τί­πο­τα. Δεν υ­πήρ­χε πια ού­τε ο Ισαάκ Μι­ζάν, δεν υ­πήρ­χε κα­νέ­νας, α­πλώς το νού­με­ρο. Οι Ναζί μας σημάδευαν ανεξίτηλα όπως τα ζώα. Με­τά μας δώ­σα­νε α­πό μια φα­νέ­λα, έ­να σώ­βρα­κο, έ­να που­κά­μι­σο και τη στο­λή τη ρι­γέ.
Ση­κω­νό­μα­στε 6 η ώ­ρα το πρωί, μας έ­δι­ναν έ­να υ­πο­τυ­πώ­δες ρό­φη­μα –τσάι, οι πρώ­τοι 20 προ­λά­βαι­ναν, ε­μείς πί­να­με νε­ρά­κι σκέ­το– και πη­γαί­να­με σε διά­φο­ρες δου­λειές. Στην εί­σο­δο του στρα­το­πέ­δου, υ­πήρ­χε μία ε­πι­γρα­φή που έ­λε­γε «Arbeit macht frei», δη­λα­δή «H δου­λειά ε­λευ­θε­ρώ­νει». Υπήρ­χε και μια ορ­χή­στρα και μπαί­να­με και βγαί­να­με με βή­μα.
Δεν σκέ­φτη­κα πο­τέ να δρα­πε­τεύ­σω. Όταν γυ­ρί­ζα­με το α­πό­γε­μα στο Μπιρ­κε­νά­ου, υ­πήρ­χαν κρε­μά­λες. Τα πτώ­μα­τα αυ­τών που εί­χαν α­πο­πει­ρα­θεί να δρα­πε­τεύ­σουν ή­ταν σε τρί­πο­δα για πα­ρα­δειγ­μα­τι­σμό.
Εγώ ή­μουν πα­ρέα με τέσ­σε­ρα ξα­δέρ­φια μου με τα ο­ποία με­γα­λώ­σα­με μα­ζί, μέ­να­με στο ί­διο σπί­τι. Δυ­στυ­χώς και τα τέσ­σε­ρα τα στεί­λα­νε στα Ζoντερ­κο­μά­ντο. Οι Ζoντερ­κο­μά­ντο ή­ταν οι κο­μά­ντο που βγά­ζα­νε τους νε­κρούς α­πό τους θα­λά­μους α­ε­ρίων και τους βά­ζα­νε στους φούρ­νους, τα λε­γό­με­να κρε­μα­τό­ρια».
Ζο­ντερ­κο­μά­ντο
«Τον Ιού­νιο, ό­ταν έ­φε­ραν τους Κερ­κυ­ραίους, έ­νας α­δελ­φός έ­κα­ψε την α­δελ­φή του. Την εί­χαν βά­λει στους θά­λα­μους α­ε­ρίων. Αυ­τό το παι­δί ή­ταν φί­λος μου…
Όταν ά­νοι­γαν οι πόρ­τες, τα παι­διά του Ζο­ντερ­κο­μά­ντο α­ντί­κρι­ζαν τοί­χους και πόρ­τες ό­λο αί­μα­τα… Και έ­πε­φταν σω­ροί α­πό πτώ­μα­τα αν­θρώ­πων που ή­ταν σκαρ­φα­λω­μέ­νοι μπρο­στά α­πό την πόρ­τα. Οι νέ­οι πο­δο­πα­τού­σαν τους πιο με­γά­λους, προ­σπα­θώ­ντας να α­νέ­βουν μή­πως βρουν κά­ποια σα­νί­δα σω­τη­ρίας, μή­πως α­να­πνεύ­σουν.
Εί­χα α­κού­σει ό­τι έ­βα­ζαν στους με­γά­λους φούρ­νους δύο ά­ντρες και μια γυ­ναί­κα μα­ζί. Διό­τι, λέει, ό­τι έ­τσι και­γό­ντου­σαν πιο γρή­γο­ρα. Εν τω με­τα­ξύ τα μω­ρά, πέ­ντε-έ­ξι μω­ρά μα­ζί, τα πε­τά­γα­νε μέ­σα στο φούρ­νο.
Τον Αύ­γου­στο μή­να, ό­ταν έ­φε­ραν τους Ούγ­γρους, ά­νοι­ξαν με­γά­λους λάκ­κους και άλ­λους τους σκο­τώ­να­νε και άλ­λους τους έ­ρι­χναν μέ­σα ζω­ντα­νούς. Ήταν πά­ρα πολ­λοί και δεν προ­λά­βαι­ναν τα κρε­μα­τό­ρια. Η φλό­γα, μά­λι­στα, ή­ταν τό­σο με­γά­λη, που έ­φτα­νε στον ου­ρα­νό κα­τά κά­ποια έν­νοια.
Έτυ­χε κά­πο­τε να α­νε­βά­σω 40 πυ­ρε­τό και φο­βό­μουν ό­τι θα βγω στην α­να­φο­ρά. Eπει­δή ε­ξαρ­τιό­ταν α­πό το κέ­φι και τη διά­θε­ση του κα­θε­νός, μπο­ρεί να πή­γαι­να κα­τευ­θείαν για το κρε­μα­τό­ριο. Δεν βγή­κα στην α­να­φο­ρά –και δεν ξέ­ρω πως τα κα­τά­φε­ρα– άλ­λα μπή­κα στο μπλοκ 134. Όταν ήρ­θε ο Γερ­μα­νός να κά­νει έ­λεγ­χο, κρύ­φτη­κα κά­τω α­πό το κρε­βά­τι. Αν με έ­βρι­σκαν ε­κεί, ο­πωσ­δή­πο­τε θα με σκο­τώ­να­νε την ί­δια στιγ­μή: δεν μας ε­πέ­τρε­παν ού­τε καν να μι­λά­με με τους Ζο­ντερ­κο­μά­ντο για­τί αυ­τοί ξέ­ραν πολ­λά.
Στο τέ­λος, δυ­στυ­χώς, εί­ναι ζή­τη­μα αν σώ­θη­καν κα­μιά δε­κα­ριά α­πό αυ­τούς. Σκό­τω­σαν πά­ρα πολ­λούς. Βε­βαίως, για να μην υ­πάρ­χουν μαρ­τυ­ρίες».
Ανα­χώ­ρη­ση α­πό Πο­λω­νία
«Φεύ­γο­ντας α­πό το Μπιρ­κε­νά­ου πή­γα­με στο Ορα­νίεν­μπουρ­γκ, έ­να στρα­τό­πε­δο δια­κο­μι­δής και την ε­πό­με­νη στο Ζα­ξεν­χά­ου­ζεν.
Από ε­κεί έ­φυ­γα για το Αμβούρ­γο και με­τά στο Όρντουρφ. Εκεί η δου­λειά δεν ή­ταν πο­λύ σκλη­ρή. Φεύ­γο­ντας α­πο ε­κεί, ε­κεί άρ­χι­σε η κα­τρα­κύ­λα. Μας πή­γαν στο Μπέρ­γκεν – Μπέλ­σεν. Δεν εί­χαν θα­λά­μους α­ε­ρίων ε­κεί. Όσοι πέ­θαι­ναν, τους καί­γα­νε στα κρε­μα­τό­ρια. Όταν ή­μα­σταν πο­λύ κου­ρα­σμέ­νοι και δεν μπο­ρού­σα­με που­θε­νά να ξα­πλώ­σου­με, ξα­πλώ­να­με δί­πλα στα πτώ­μα­τα ή τα βά­ζα­με για μα­ξι­λά­ρι».

Ο Ισαάκ Μιζάν με τους συγκρατουμένους του, απελευθερώθηκε το Μάϊο του 1945 από μια μονάδα Άγγλων στρατιωτών. «Μας πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο και μας απολύμαναν, μας ξύρισαν και μας έβαλαν σε κρεβάτια. Όσοι είχαν ανάγκη τους έπαιρναν ορούς με φάρμακα. Έμεινα εκεί περίπου έναν μήνα και ήμουν 35 κιλά. Μας έδιναν ελάχιστο φαγητό και μια μέρα έπιασα κλαίγοντας τον Άγγλο γιατρό και του είπα ότι οι Γερμανοί μας έδιναν περισσότερο φαγητό. Και αυτός μου έδωσε να καταλάβω ότι το στομάχι μας ήταν πλέον τόσο μικρό, που αν μας έδιναν περισσότερο φαγητό μπορούσαμε και να πεθάνουμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.