Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Δέκα μήνες σε μία ….φυλακή προσφύγων στην Γευγελή

της Σταυρούλας Πουλημένη
Εγκλωβισμένοι για δέκα μήνες σε ένα κέντρο που έμοιαζε με φυλακή στην Γευγελή έμειναν περισσότεροι από 15 πρόσφυγες που ζουν εδώ και μερικές μέρες στο καμπ των Βασιλικών  αφού κατάφεραν μετά κόπων και βασάνων να διαφύγουν, με τις μαρτυρίες τους να εγείρουν σοβαρά ερωτηματικά τόσο για το ρόλων των κρατικών αρχών όσο και για αυτό των ΜΚΟ όσον αφορά την «υποστήριξη» των προσφύγων.

Να υπενθυμίσουμε ότι το καμπ των Βασιλικών εκκενώθηκε πριν λίγο διάστημα καθώς όλοι οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν σε ξενοδοχεία ενώ πριν 15 μέρες έφτασαν στην δομή πρόσφυγες που παρέμεναν «φυλακισμένοι» στην Γευγελή και άλλοι που μετά από ένα μακρύ ταξίδι στα Βαλκάνια αναγκάστηκαν να επιστρέψουν. 
Το ταξίδι του Taher Mohammed και της οικογένειάς του ξεκίνησε από το Idlip της Συρίας πριν από έναν χρόνο περίπου όταν μαζί με πολλούς άλλους πρόσφυγες βρέθηκε στην Τουρκία, στην Μυτιλήνη, στην Αθήνα και από εκεί στην Ειδομένη όταν πια τα σύνορα είχαν κλείσει.
«Εκεί προσπάθησα μέσω Skype να κάνω την αίτηση για άσυλο και μετεγκατάσταση και δεν τα κατάφερα. Οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν  εκεί μου έλεγαν ότι δεν υπάρχει ακόμη πρόγραμμα μετεγκατάστασης και θα πρέπει να περιμένεις. Τα παιδιά μου είχαν αρρωστήσει και εγώ έχανα την ελπίδα μου. Έτσι αποφάσισα να περάσω με την οικογένειά μου τα σύνορα με διακινητές. Γνώριζα πολύ καλά τον κίνδυνο, γνώριζα ότι μπορεί και να πεθαίναμε, δεν ήταν εύκολη απόφαση, αλλά τότε ήταν η μοναδική μου επιλογή» λέει ο Ταχέρ ο οποίος με ένταση περιγράφει την ταλαιπωρία που πέρασε για να διασχίσει τον ποταμό Μάλα Ρέκα και το δάσος μέχρι που η αστυνομία της γειτονικής χώρας τους συνέλαβε. 
«Ήμασταν όλοι εξαντλημένοι και φυσικά δεν ξέραμε που θα μας πήγαιναν». 
Τελικά όταν μπήκαν στην χώρα, η αστυνομία της ΠΓΔΜ που τους συνέλαβε τους οδήγησε σε ένα κλειστό κέντρο στην Γευγελή. Εκεί, σύμφωνα με τον Taher, ζούσαν άλλα 90 άτομα και εργάζονταν 400 εθελοντές από οργανώσεις που αν και μη κυβερνητικές σχεδόν όλες βρίσκονταν… υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. 

Κάμερες παντού-σε στενό αστυνομικό κλοιό το καμπ
«Το φαγητό ήταν απαίσιο, το πετούσαμε σχεδόν κάθε μέρα, κρατούσαμε μόνο λίγο ίσα ίσα για να καταφέρουν να επιβιώσουν τα παιδιά μας.  Αυτό όμως ήταν το λιγότερο. Εκεί σύντομα καταλάβαμε ότι ήμασταν εγκλωβισμένοι στο καμπ. Δεν μας επιτρεπόταν να βγούμε έξω ούτε καν για να κάνουμε λίγα ψώνια. Υπήρχαν κάμερες και αστυνομία παντού μόνο στη σκηνή μας ήμασταν εντελώς μόνοι..» συνεχίζει ο Ταχέρ την διήγησή του για τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ζούσαν.
Εξαιτίας της κατάστασης, όπως περιγράφει ο Ταχέρ, όλοι στο καμπ ανέπτυξαν ψυχολογικά προβλήματα, τα παιδιά ήταν μονίμως φοβισμένα καθώς η αστυνομία που περιτριγύριζε στο καμπ κάθε άλλο παρά φιλική ήταν. 
Ο Ταχέρ αναφερόταν στην αστυνομία πάντα με την επισήμανση των διεθνών ειδικών αστυνομικών δυνάμεων που είχαν αναπτυχθεί γύρω από το καμπ με ειδικό εξοπλισμό μη επιτρέποντας κανέναν να φύγει.  
«Όταν εξαντλημένοι και αγανακτισμένοι πραγματοποιήσαμε διαμαρτυρία εντός του καμπ  οι αστυνομικές δυνάμεις κατάφεραν να μας διαλύσουν. Σκεφτείτε ότι κάθε φορά που έβλεπαν τους βαριά οπλισμένους αστυνομικούς τα παιδιά έτρεχαν στις σκηνές και μόνο τον τελευταίο μήνα μας επέτρεψαν να πάμε συνοδεία του Ερυθρού Σταυρού στο σούπερμάρκετ για να αγοράσουμε κάποια τρόφιμα. Μόνο οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα μας ρωτούσαν αν χρειαζόμαστε κάτι» συμπληρώνει.
«Προσπαθήσαμε να πάμε στο νοσοκομείο για να ζητήσουμε βοήθεια τόσο για τα παιδιά που ήταν άρρωστα αλλά και για την Φατιμά που είναι έγκυος. Στο νοσοκομείο και τις τέσσερις φορές μας είπαν ότι δεν έχουν κάποια θεραπεία να μας δώσουν ενώ στην γυναίκα μου ότι πρέπει να αποβάλει το παιδί. Αυτό την φόβησε και την άγχωσε πολύ με αποτέλεσμα να έχει αναπτύξει πίεση και διαβήτη». 
Όσον αφορά στον ρόλο της Ύπατης Αρμοστείας και των υπολοίπων οργανώσεων στο κλειστό καμπ της Γευγελής αυτός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον προβληματικός, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ταχέρ.


Όταν η εκμετάλλευση των προσφύγων δεν έχει όρια
«Κάθε 20 μέρες το γραφείο της Ύπατης μας έλεγε ότι θα μας αφήσουν σε 20 μέρες να συνεχίσουμε το ταξίδι μας στην Ευρώπη και αυτό ενώ τα σύνορα είχαν κλείσει. Η υπόσχεση αυτή επαναλαμβανόταν και έτσι πέρασαν 10 μήνες. Μας πληροφόρησαν ότι δεν είχαμε δικαίωμα να κάνουμε αίτηση ασύλου στη χώρα αυτή ενώ κυνικά δήλωναν ότι εξαιτίας της ύπαρξής μας χρηματοδοτούνταν από την Ευρώπη. Όπως καταλαβαίνετε μας έβλεπαν σαν τις κότες που κάνουν τα χρυσά αυγά».
Τελικά πριν 15 μέρες περίπου η οικογένεια του Τάχερ ζήτησε από την αστυνομία να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η αστυνομία της ΠΓΔΜ τους άφησε 8 χλμ μακρυά από τα σύνορα σε θερμοκρασία -10 να περπατήσουν και έτσι περνώντας τον φράχτη έφτασαν στο ξενοδοχείο Χαρά κοντά στην Ειδομένη όπου ζήτησαν βοήθεια. Η ελληνική αστυνομία τους πήγε στο τμήμα όπου έμειναν μερικές μέρες σε εξωτερικό χώρο, στο κρύο κάτω από πολύ κακές επίσης συνθήκες, μέχρι που μεταφέρθηκαν στα Βασιλικά. 
«Τώρα ξεκινάμε ξανά από το μηδέν» καταλήγει ο Τάχερ τονίζοντας ότι τουλάχιστον στο καμπ αυτό μπορούν να βγουν έξω. 

«Κάθε μέρα προσευχόμουν να επιστρέψω στην Συρία»
Ο Μουσταφά Μοχάμεντ που ζει εδώ και λίγες μέρες επίσης στα Βασιλικά έχει μια παρόμοια ιστορία να διηγηθεί για την εμπειρία του στο καμπ της Γευγελής μόνο που αυτός ήταν ακόμη πιο άτυχος καθώς είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι την Σερβία όταν αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω στην ΠΓΔΜ. 
Έφυγε από την Daraa πριν πολύ καιρό, την πόλη από όπου ξεκίνησε ο πόλεμος στην Συρία. Για μήνες μετέφερε την οικογένειά του σε πόλεις που ήταν ακόμη ασφαλείς μέχρι που τελικά δεν έμεινε καμία και αναγκάστηκε να πληρώσει στους διακινητές περίπου 10.000 για να μπορέσει να φτάσει με την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του μέχρι τα σύνορα της Τουρκίας. 
«Εκεί έδωσα ακόμη100 δολάρια για να περάσουμε τα σύνορα, 700 δολάρια για το πλοίο και έτσι ξοδεύοντας μια περιουσία έφτασα στην Λέρο, από εκεί στην Αθήνα και τελικά στην Ειδομένη» λέει ο Μουσταφά υπενθυμίζοντας ότι τα σύνορα ήταν ακόμη ανοιχτά και έτσι με τρένο έφτασε στην ΠΓΔΜ και από εκεί στην Σερβία όταν ξαφνικά οι πόρτες έκλεισαν. 
«Μας επέστρεψαν στον καμπ της Γευγελής όπου ζωή εκεί έμοιαζε σαν αργός θάνατος. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα και να πάμε πουθενά. Κάθε μέρα προσευχόμουν να επιστρέψω στην Συρία. Δεν ξέραμε ούτε τι θα γίνει την επόμενη μέρα, δεν είχαμε καμία ελπίδα»
Για τις ΜΚΟ δεν έχω ούτε έναν καλό λόγο να πω, μας έδιναν λάθος πληροφορίες δεν μπορούσαμε να τους εμπιστευτούμε.  Τρομακτικό ήταν επίσης το γεγονός ότι δύο γάλλοι δημοσιογράφοι προσπάθησαν να μπουν μέσα να δουν τις συνθήκες και η αστυνομία τους απαγόρεψε λέγοντας τους ότι για να τους επιτραπεί η είσοδος έπρεπε να πληρώσουν 1.000 δολλάρια ο καθένας.
Στο καμπ παραμένει εγκλωβισμένος, σύμφωνα με τον Μουσταφά, ένας μεγαλύτερος σε ηλικία φίλος τους από το Ιράκ όπου χτυπήθηκε στα σύνορα από την αστυνομία της ΠΓΔΜ ενώ η γυναίκα του έχει σπασμένο πόδι. 
«Η οικογένεια αυτή δεν μπορεί να υποστεί την ταλαιπωρία της φυγής, και συνεχίζει να ζει στην αθλιότητα αυτή» αναφέρει ο Μουσταφά
Τραγελαφικό είναι σύμφωνα με τον ίδιο, ότι στην δημόσια τηλεόραση όσο καιρό διέμενε στο καμπ ακουγόταν ότι για τους πρόσφυγες δίνουν εκατομμύρια ευρώ, εκείνοι ζούσαν σαν φυλακισμένοι. 
«Μόνο όταν ερχόταν κάποιος αξιωματούχος αποφάσιζαν να κάνουν καθαριότητα στο καμπ. Έτσι η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ κάθε φορά που μιλούσε για το καμπ τα έβλεπε όλα τέλεια. Για τις οργανώσεις στο καμπ που χρηματοδοτούνται για να στηρίζουν τους πρόσφυγες έχω να πω ότι η βοήθειά τους ήταν ανύπαρκτη» υπογραμμίζει.

Ένα ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ
Φεύγοντας από τα Βασιλικά στο λεωφορείο του ΟΑΣΘ συναντήσαμε τον A. L. από το Πακιστάν. Εξουθενωμένος από ένα μακρύ ταξίδι όπου πέρασε όλα τα σύνορα μόνος του χωρίς καμία βοήθεια και χωρίς κανέναν δίπλα του, βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη. 
«Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα με συνέλαβαν και έμεινα στο Μεταγωγών της Θεσσαλονίκης για τρεις μήνες. Όταν αφέθηκα ελεύθερος προσπαθούσα να επιβιώσω  στο πάρκο απέναντι από τον Σιδηροδρομικό σταθμό ψάχνοντας για οποιαδήποτε δουλειά» λέει.
Ο πρόσφυγας από το Πακιστάν αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι του για την Ευρώπη κρυμμένος στις τουαλέτες των τρένων, χωρίς να βρίσκει φαγητό για μέρες, και διακινδυνεύοντας σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και τη ζωή του έφτασε στο Βελιγράδι όπου σε ένα πάρκο ζούσαν πολλοί πρόσφυγες περικυκλωμένοι από την αστυνομία. 
«Για μέρες αναγκαζόμουν είτε να μην τρώω τίποτα είτε να τρώω χιόνι. Με επέστρεψαν πίσω στην Γευγελή και από κει βρίσκομαι πάλι στην Θεσσαλονίκη, ξανά στο μηδέν, τουλάχιστον σε καλύτερες συνθήκες. Νομίζω ότι πλέον έχω χάσει το μυαλό μου, την αίσθηση του χρόνου και προσπαθώ να βάλω σε λογική σειρά τις ανάγκες μου και το τι μπορώ να κάνω πλέον για τον εαυτό μου και την υγεία μου η οποία λόγω του ταξιδιού έχει πληγεί» καταλήγει.


Πηγή:  stokokkino.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.