Το μισοβυθισμένο ARES στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το 1948 |
Έμφορτα με το προσωπικό των οχυρών, με πυροβόλα, μηχανήματα και άλλο φορητό εξοπλισμό, τα δυο πρώτα πλοία κατέπλευσαν στην Νέα Μηχανιώνα ενώ το ΆΡΗΣ στο Καραμπουρνού όπου υπήρχε μια ξύλινη αποβάθρα.
Το απόγευμα της 8ης Απριλίου 1941 τα τρία σκάφη αναχώρησαν από το Θερμαϊκό και στις 19.30 της επομένης κατέπλευσαν στην Αιδηψό όπου ενώθηκαν με τα υπόλοιπα πλοία της Διοίκησης Θερμαϊκού. Το βράδυ της 10ης Απριλίου τα πλοία συνέχισαν τον πλου τους προς τη Χαλκίδα όπου αποβίβασαν το προσωπικό και το υλικό που μετέφεραν. Το ΑΛΕΚΟΣ, το ΚΑΛΑΜΑΡΑ και το ΑΡΗΣ αφέθηκαν στην δικαιοδοσία της Ναυτικής Διοίκησης Χαλκίδας. Τα δυο πρώτα κατάφεραν να διαφύγουν και να φθάσουν στο Σουέζ, όμως το ΆΡΗΣ παρέμεινε στον Ευβοϊκό.
Το δηζελοκίνητο πλοίο ΑΡΗΣ, με ονομαστική ιπποδύναμη 61 ίππων, είχε επιταχθεί στις 29 Οκτωβρίου 1940 από την Διεύθυνση Θαλάσσιων Κρατικών Μεταφορών με την έναρξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου και διατέθηκε στην Ναυτική Διοίκηση Θερμαϊκού χαρακτηριζόμενο ως περιπολικό εξοπλισμένο με βόμβες βυθού και πυροβόλα. Με πλοίαρχο τον Ιωάννη Αγγελή, το ΑΡΗΣ περιπολούσε μεταξύ των φωτοσημαντήρων Βαρδάρη και Βεσπασιανού για την ανθυποβρυχιακή προστασία του κόλπου της Θεσσαλονίκης.
Στις 24 Απριλίου 1941 το ΆΡΗΣ έγινε στόχος της γερμανικής αεροπορίας ενώ βρισκόταν στο Αλιβέρι, επλήγη και βυθίστηκε. Ακολούθως το σκάφος χαρακτηρίστηκε από τους κατακτητές ως λεία πολέμου, ανελκύστηκε και τον Οκτώβριο του 1941 αναφέρεται ήδη ως υπό επισκευή. Ακολούθως δεν υπάρχει καμία άλλη αναφορά για την τύχη του, ούτε στην ελληνική, ούτε στη διεθνή βιβλιογραφία. Ωστόσο, στο νηολόγιο της Σύρου καταχωρήθηκε τον Ιούλιο του 1947 η διαγραφή του με αιτία: “Διεγράφη ως παραληφθέν εκ των Γερμανών κατά την αποχώρησίν των και αγνοείται έκτοτε η τύχη του”. Με βάση αυτή την καταχώρηση προκύπτει ότι το ΆΡΗΣ υπήρχε στο τέλος του πολέμου, οπότε προκύπτει και το ερώτημα του τι ρόλο είχε διαδραματίσει κατά την Κατοχή.
Μια ισχυρή πιθανότητα είναι ότι το ΆΡΗΣ μετά την επισκευή του από τους Γερμανούς, να περιήλθε το 1943 στο γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό που το μετασκεύασε σε φραγματοθέτιδα κάνοντας με το παρωνύμιο ARES μια αναφορά στην προηγούμενη ταυτότητα του.
Το υπό ανέλκυση ARES δίπλα στο ΕΙΡΗΝΗ ΒΕΡΝΙΚΟΥ. Διακρίνεται η υπό ανακατασκευή πλώρη |
Η φραγματοθέτιδα ήταν ένα είδος βοηθητικού πολεμικού σκάφους που είχε ως κύρια αποστολή να ποντίσει και να διατηρήσει μεταλλικά πλέγματα στις προσβάσεις λιμένων, αγκυροβολίων ή στρατιωτικών περιοχών. Τα πλέγματα αυτά ως σκοπό είχαν να παρεμποδίσουν την διέλευση εχθρικών υποβρυχίων εντός της προστατευόμενης περιοχής. Η χρήση των εν λόγω φραγμάτων αναπτύχθηκε παράλληλα με την εξάπλωση της δράσης των υποβρυχίων αλλά σταδιακά κατέστη αναχρονιστική καθώς εξελίσσονταν οι ανθυποβρυχιακές τεχνολογίες.
Το ARES εντάχθηκε στη δύναμη του Στολίσκου Φραγματοθέτιδων Νότου τον Αύγουστο του 1944, δηλαδή πολύ αργά για να χρησιμεύσει στα προβλεπόμενα καθήκοντα του. Σύντομα ακολούθησε και αυτό την πορεία φυγής προς το βορά καταπλέοντας στη Θεσσαλονίκη. Κατά την υποχώρηση τους από τη Θεσσαλονίκη στις 30 Οκτωβρίου 1944 τα γερμανικά στρατεύματα ανατίναξαν τα πλοία NETZLEGER VII, NETZLEGER XII και NETZLEGER XIV, που βρίσκονταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αφενός για να τα αχρηστέψουν και αφετέρου για να παρεμποδίσουν την πρόσβαση των συμμαχικών σκαφών στις αποβάθρες της. Το πλήρωμα του ARES το ανατίναξε και το σκάφος επικάθησε όρθιο στο βυθό σε απόσταση λίγων μέτρων από την προκυμαία, στην σκιά του Λευκού Πύργου.
Το οχυρό του Μ. Εμβόλου
Η περιοχή του ακρωτηρίου Καραμπουρνού ή μεγάλο έμβολο ήταν στρατηγικής σημασίας από την αρχαιότητα καθώς βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.
Από τις αρχές του 1900 οι Τούρκοι ξεκίνησαν να ενισχύσουν την επάκτια άμυνα της Θεσσαλονίκης, to 1909 κατασκευάστηκαν στο ακρωτήριο 2 μεγάλα φρούρια που αποτελούσαν το οχυρό του μεγάλου εμβόλου. Το πρώτο βρισκόταν στο Καραμπουρνού, κοντά στο χωρίο Αγγελοχώρι και το δεύτερο σε ένα ύψωμα στην Τούζλα κοντά στη Νέα Μηχανιώνα.
Στα Οδοιπορικά Μακεδονίας, έργο του ταγματάρχη του Μηχανικού Νικόλαου Σχοινά, που εκδόθηκαν το 1886, αναφέρονταν στοιχεία για την αμυντική θωράκιση της πόλεως της Θεσσαλονίκης. Εκεί γίνονταν μνεία στα "επάκτια νεώτερα οχυρώματα του Μεγάλου και Μικρού Καράμπουρνου (Μικρού και Μεγάλου Εμβόλου)". ΌΠως σημείωνε: "πλην τωμ οχυρωμάτων τούτων, κατεσκευάσθησαν επάκτια οχυρώματα επί των άκρων του Μεγάλου και Μικρού Καράμπουρνου, κειμένων εις απόστασιν του μεν 9 μιλίων του δε 6 μιλίων από του λιμένος, δεσπόζοντα δε της εισόδου του λιμένος, αλλ' εισέτι δεν ετοποθετήθησαν επ' αυτών τα αναμενόμενα εκ Κωνσταντινουπόλεως μεγάλα τηλεβόλα".
Το 1937 η τοποθεσία οργανώθηκε από το Ελληνικό πολεμικό ναυτικό και εγκαταστάθηκαν μια πυροβολαρχία με πυροβόλα των 210mm της Krupps σε δίδυμους πύργους και μια παρόμοια πυροβολαρχία των 210mm. Στην ίδια τοποθεσία υπήρχαν και 3 παλιά πυροβόλα των 190mm που αντικαταστάθηκαν με 1 πυροβολαρχία των 305mm το 1938.
Κατά την περίοδο της κατοχής οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν και οργάνωσαν την τοποθεσία, στήνοντας μια πυροβολαρχία μέσα σε τσιμεντένια πυροβολεία, παρατηρητήρια, αποθήκες, προβολείς και θέσεις αντιαεροπορικών όπλων. Την είσοδο του Θερμαϊκού κόλπου την έκλεισαν με ναρκοπέδια και ανθυποβρυχιακό φράγμα.
ΠΗΓΕΣ: Ιωάννης Μελισσηνός , Το Ναυτικό στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – Η συνολική προσφορά της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας 1940-1945, τόμος Α΄ κ Β΄, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1995. Ιωάννης Τούμπας , Εχθρός εν όψει, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Πειραιάς, 2008, Όλγα Τραγανού-Δεληγιάννη, "Τα παράκτια οχυρά του Μεγάλου Εμβόλου στη Θεσσαλονίκη", περιοδικό Τεχνολογία, τεύχος 8 (1998). https://elinis.gr/.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.