του Λευτέρη Κουγιουμτζή
Δεν ήτανε
στ’ αλήθεια παππούς μου, έτσι όμως τον φωνάζανε σ’ ολάκερο τον προσφυγομαχαλά.
Μικρασιάτες όλοι οι γειτόνοι μου, ήμασταν το μοναδικό σπίτι Κρητικών σ’ ετούτη
τη γωνιά του Μεγάλου Κάστρου, νοικάρηδες σε μια κόρη του γέροντα, εκεί στα μέσα
της δεκαετίας του ’80.
Σαν
φύγανε οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι το ’23 για τη δική τους άγνωστη πατρίδα,
άδειασε σχεδόν η πολιτεία και μαζί μερικά κοντινά χωριά, ώσπου να ’ρθουν οι
Μικρασιάτες να ξαναδώσουνε ζωή στον τόπο.
Οχτώ
χρονώ ήταν ο παππούς ο Πέτρος σαν έφυγε απ’ τη Σμύρνη και τα θυμότανε καλά τα
γεγονότα. Οποτε τρύπωνα στο σπίτι του να κοπελίσω –εκείνα τα χρόνια ακόμα στις
γειτονιές ήταν ορθάνοιχτες οι πόρτες– συχνά μου αναστορούνταν την περιπέτειά
του.
Την
κοσμοπολίτικη ζωή της μεγαλούπολης, τον ενθουσιασμό με την άφιξη του ελληνικού
στρατού κι έπειτα την κατάρρευση, τον φόβο και τον χαμό. Ανεξίτηλες του είχανε
μείνει οι φωνές και οι κλοτσιές κάποιων Γάλλων στρατιωτών, σαν πρόστρεξε σ’
αυτούς για συνδρομή, κυνηγημένος απ’ τους τσέτες. «Αllez vouz! Allez!» αντηχούσανε
ακόμα οι κραυγές τους στ’ αυτιά του, καθώς τον απωθούσανε με βία, να μη
σκαρφαλώσει στο φραντσέζικο βαπόρι και γλιτώσει.
Φώναζε
και κοκκίνιζαν τα μάτια του όταν τους αναπαριστούσε, κλοτσαγε τον αέρα και
ξαναζούσε τη στιγμή που τον σημάδεψε παντοτινά και τον βασάνιζε ακόμα και τώρα,
στα γεράματα. Κι εγώ φοβόμουνα κάθε φορά αλλά δεν ήθελα να φύγω, καθηλωμένος
από την αφήγηση.
Κι όταν
τύχαινε να βρίσκεται στο σπίτι η Μικρασιάτισσα υπέργηρη πεθερά του, από τη
δεύτερη γυναίκα του, που είχε πάθει κι ένα εγκεφαλικό και τα ’χε ψιλοχαμένα,
κάθε που έμπαινα κι άκουγε το κροτάλισμα απ’ τις κοκάλινες κουρτίνες,
τιναζότανε επάνω θαρρώντας πως είμαι κάποιος συγχωριανός της απ’ τ’ Αλάτσατα.
Αράδιαζε
ονόματα, χωριά και γεγονότα που ξέθαβε ο νους της απ’ την πατρογονική της γη·
λες και ξαναγύριζε, μέσα σ’ αυτή την παραζάλη του μυαλού της, τώρα στα ύστερά
της, στα χώματα των προγόνων της για ν’ αποθέσει την ψυχούλα της εκεί, σιμά
τους.
Κάθε που
σιμώνουνε αυτές οι μέρες του χαμού, αναθυμούμαι τον παππού τον Πέτρο. Μα τι
παράξενη που ’ναι η ζωή και πόσο δαιδαλώδης ο λαβύρινθός της· το ’φερε η τύχη
να γράφω ετούτες τις αράδες σ’ ένα σπιτικό που το θεμελιώσανε και το
πρωτοκατοικήσανε Κρήτες μουσουλμάνοι, εξισλαμισθέντες απ’ τις ορδές του
σουλτάνου, που διώξανε κάποτες τους Βενετούς για να γενούνε κύριοι του νησιού.
Από το
παραθύρι μου, φαίνονται τα μεζάρια, το οθωμανικό, πάει να πει, νεκροταφείο στον
γύρο του χωριού που με φιλοξενεί. Κακήν κακώς αφήσανε τα σπίτια τους κι αυτοί
σε μια γενικευμένη αναμπουμπούλα, στα τέλη του 19ου αιώνα, και φύγανε προσωρινά
για τα Χανιά, πριν από την οριστική ανταλλαγή, που τους έφερε νοικοκύρηδες στα
σπιτικά που αφήσανε ακατοίκητα οι παλιοί μου γειτόνοι.
Κι αν
μένει κάποια διδαχή από τα βάσανα και τις ιστορίες των ανθρώπων που
ανταλλαχτήκανε σαν τραπουλόχαρτα σε μια παρτίδα κουμκάν, πάνω σ’ ένα τραπέζι
συμφερόντων, είναι το πώς η υψηλή πολιτική, οι βλέψεις των ισχυρών και οι
αυταπάτες των αδυνάτων έχουνε την μπόρεση να καταστρέφουνε πατρίδες, να
ξεκληρίζουνε γενιές και να ξεριζώνουνε κοινωνίες ολάκερες.
Και πως ο
ανθρώπινος πόνος αποτελεί παράγοντα αμελητέο, σκόνη ενοχλητική επάνω στους
ρηγάδες, τους βαλέδες και τους άσους της τράπουλας, που φεύγει μ’ ένα φύσημα
σαν είναι η ώρα να ξαναμοιραστούνε τα χαρτιά.
Πηγή: Το
καταπληκτικό αυτό κείμενο δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.