Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Πασχαλιά στο Γαλατά

του Αντώνη Ματζάρη
Για μας το Πάσχα ήταν και είναι η πιο μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, γιατί δεν σήμαινε μόνο τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, αλλά, όπως και το σιγοψιθυρίζαμε, την ανάσταση του Γένους. Ειδικά, όσοι από μας τους Ρωμιούς ζούσαμε στη Τουρκία, πιστεύαμε στις προφητείες του Κοσμά του Αιτωλού.

Γι’ αυτό βέβαια φρόντιζαν και οι παπάδες στις εκκλησιές, μεταξύ αυτών και ο παπα-Παναγιώτης, που με τα κηρύγματά τους λέγανε ότι «ήγγικεν η ώρα» που θα γινόμαστε ελεύθεροι, αφού το 1912 θα είχαμε τις δυο Πασχαλιές και τα δυο καλοκαίρια.
    Στο μεταξύ, η μάνα μου με τις αδελφές μου και τη γιαγιά Ανέζω είχαν κάνει τις ετοιμασίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Αρχίζοντας από το Σάββατο του Λαζάρου,ζύμωσαν τους λαζάρηδες, δηλαδή κουλούρια με τη μορφή του Λάζαρου, και το απόγεμα τα κορίτσια του χωριού ντυμένα με κόκκινα φορέματα –οι λεγόμενες Λαζαρίνες–, κρατώντας ένα πανέρι με λουλούδια και βάγια, χτύπησαν τις πόρτες των σπιτιών τραγουδώντας

Βάγια, βάγια, τω βαγιώ,
τρώνι ψάρια και κολιό
και τ’ν άλλ’ Κυριακή ιγώ
τρώγου του κόκκινο αβγό.

    Από το πρωί της Κυριακής των Βαΐων πήγε όλη μας η οικογένεια στην εκκλησία για να πάρουν βάγια, φύλλα δάφνης που μοίραζε ο παππούς ο Παπαγιάννης. Απ’ αυτά μερικά τα βάλανε στο εικονοστάσι για το ξεμάτιασμα και μερικά τα κράτησαν για τα βαγιοχτυπήματα, μια και στον τόπο μας οι γυναίκες το ‘χουν αντέτι40 να χτυπούν με βάγια τις εγκύους, για να λευτερωθούν πιο εύκολα.
    Στο Γαλατά, φυσικά και στο σπίτι μας, νηστεύανε τα παιδιά και τα κορίτσια, αρχίζοντας από τη Μ. Δευτέρα για ένα τριήμερο, μέχρι τη Μ. Τετάρτη, οπότε κοινωνούσαν. Για τα κορίτσια πιστεύανε ότι σε νηστική καρδιά πιάνει η ευχή να βρουν γαμπρό, τον οποίο θα μπορούσαν κιόλας να ονειρευτούν, άμα έβαζαν αποβραδίς κάτω από το προσκεφάλι ένααρμυροκούλουρο41.
    Ειδικά τη Μ. Τετάρτη ο παππούς μου έκανε ευχέλαιο στο σπίτι μας, μα και σε άλλα σπίτια. Ευλογούσε όσα αβγά ήταν να βάψουμε και το αλεύρι, με το οποίο θα κάναμε το προζύμι για τα κουλούρια και τα πρόσφορα που θα πήγαιναν στην εκκλησία. Από αυτά έριχνε ο παπάς μικρέςβούκες42 στη θεία κοινωνία της Μ. Πέμπτης, τα λεγόμενα μαργαριτάρια.

    Έφτασα στο χωριό τη Μ. Πέμπτη και πρόλαβα το βάψιμο των αβγών. Στο σπίτι μας οι γυναίκες βάφανε τα αβγά με κόκκινη μπογιά, που τη βγάζανε από διάφορα φυτά, κυρίως όμως με φλούδες κρεμμυδιών. Γεμίζανε το τσουκάλι με στρώσεις εναλλάξ από φύλλα ή φλούδες και αβγά και τα βράζανε. Όσο βάφανε τα αβγά, κρεμούσαν έξω από το παράθυρο ή στο μπαλκόνι ένα κόκκινο πανί, τοκοκκινοπεφτιάτικο. Όσες μέρες αυτό ήταν κρεμασμένο εκεί, δεν άπλωναν ρούχα, γιατί το θεωρούσαν κακό σημάδι.
    Τα αβγά από μαύρη κότα τα βάφουν πρώτα και το πιο μεγάλο απ’ αυτά το βάζουν στο εικονοστάσι και το βγάζουν στην αυλή μαζί με την πυροστιά, όταν πιάνει μπόρα, για να διώξουν το χαλάζι.
    Τη μπογιά των αβγών την κρατούσαν σαράντα ημέρες, επειδή πίστευαν ότι είναι το αίμα του Χριστού και δεν την έχυναν, μόνο την παράχωναν.
    Η γιαγιά Ανέζω μάς είπε πώς έγινε και οι Χριστιανοί βάφουν τα αβγά: «Όταν αναστήθηκε ο Χριστός, άρχισαν οι μαθητές Του να το διαδίδουν δεξιά και αριστερά, αλλά πολλοί δεν το πίστεψαν. Η Μαγδαληνή συνάντησε μια φίλη της που κρατούσε ένα καλάθι με αβγά και της είπε ότι ο Χριστός ανέστη. Αυτή δεν το πίστεψε και  της είπε:
 - Θα πιστέψω αυτό που μου λες, αν τα άσπρα αβγά που έχω στο καλάθι μου γίνουν κόκκινα. Τότε μονομιάς τα αβγά άλλαξαν χρώμα και κοκκίνησαν!»
    Επίσης η γιαγιά Ανέζω μάς μάθαινε όλες τις μέρες το ρυθμικό τραγουδάκι της Μεγαλοβδομάδας:
Μεγάλη Δευτέρα – μεγάλη μαχαίρα. 
Μεγάλη Τρίτη – μεγάλη κρίση.
Μεγάλη Τετάρτη – μεγάλη ζάλη.
Μεγάλη Πέφτη – σειέται ο ουρανός και πέφτει 
Μεγάλη Παρασκευή – ο Χριστός στη φυλακή.
Μεγάλο Σάββατο – ο Χριστός στο θάνατο.
Κυριακή του Πάσχα – ο Χριστός ανάστα!

    Εμείς τα παιδιά πιο πολύ φχαριστιόμασταν τη Μ. Πέμπτη, όταν ζύμωναν στο σπίτι μας τα τσουρέκια. Πλάθανε μερικά σε πλεξούδες, που στην κορυφή τους βάζανε ένα κόκκινο αβγό, μερικά σε κουλούρες, σε σχήμα σταυρού, με τέσσερα κόκκινα αβγά στις άκρες και ένα άσπρο στη μέση, που το τρώγαμε ανήμερα του Πάσχα, ενώ τα τσόφλια τους τα παραχώναμε στα αμπέλια, για να τα προφυλάξουμε, λέει, από το χαλάζι.

    Στην αγρύπνια της Μ. Πέμπτης, εκείνη τη χρονιά πήγα κι εγώ με τις αδελφές μου για το στόλισμα του Επιταφίου, που τον κάναμε πιο όμορφο από ποτέ, γιατί όπως είπε ο παππούς μου φέτος είναι διπλή Πασχαλιά.
    Τη Μ. Παρασκευή πήγαμε όλοι οικογενειακώς στην εκκλησία και όλοι μαζί συνοδέψαμε με αναμμένα κεριά, ψέλνοντας τα εγκώμια, την περιφορά του Επιταφίου σε όλους τους δρόμους του χωριού. Την ώρα που περνούσε ο Επιτάφιος, οι νοικοκυρές βγάζανε στην εξώπορτα ένα πιάτο με φυτρωμένους σπόρους και το ξαναπαίρνουν μέσα στο σπίτι τα ξημερώματα.
    Όταν γυρίσαμε τον Επιτάφιο μπροστά στην είσοδο της εκκλησίας, έγινε η αναπαράσταση των «κεκλεισμένων θυρών». Ο παππούς μου παρίστανε τον Χριστό μπροστά στις πόρτες της κόλασης και έψελνε τους στίχους του Δαυίδ: «Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης…». Ο μπαρμπα-Μήτρος Χατζηφωτίου, ο ψάλτης, από μέσα παρίστανε το διάβολο και προσπαθούσε να εμποδίσει τον παπά να μπει στο ναό. Τελικά ο παππούς μου έσπρωξε με δύναμη την πόρτα της εκκλησίας και μπήκε μέσα ως λυτρωτής των αμαρτωλών.
    Όταν είπα τον παππού μου πώς ήταν δυνατόν να είναι ο διάβολος μέσα στον ιερό ναό του Θεού και πώς κατάφερε να νικήσει το μπαρμπα-Μήτρο, που ήταν πιο νέος και διπλάσιος από εκείνον, μου είπε:
 - Αλέξανδρε, μη ερεύνα!
    Το… «πίστευε» το παρέλειψε.

    Το Μ. Σάββατο απ’ το πρωί η μάνα μας ετοίμασε το πασχαλινό τραπέζι. Έστρωσε ένα καινούργιο κεντητό τραπεζομάντιλο, έβαλε στο κέντρο του μέσα σε μια τσανάκα τα κόκκινα αβγά και σ’ ένα κάνιστρο τα τσουρέκια, ένα για τον καθένα μας. Το βράδυ με μελίσσιο κερί στο χέρι, πήγαμε στην εκκλησία για να πάρουμε το αναστάσιμο φως. Μόλις ο παππούς μου έλεγε το «Δεύτε, λάβετε φως» σπεύδαμε να πάρουμε τ’ άγιο φως από το χέρι του. Λίγο αργότερα, μαζί με τον παπα-Παρασκευά, μέσα σε μεγάλο σαματά και φασαρία, βροντοφωνάζανε το «Χριστός ανέστη».
    Εκείνη τη χρονιά, εκτός από το«Χριστός ανέστη», ακούστηκε από μερικούς –κατά τον πατέρα μου θερμοκέφαλους– και το «Ελλάς ανέστη» ή το «Ρωμιός ανέστη»!

    Το αναστάσιμο φως με τα κεριά το μεταφέραμε στο σπίτι μας και πριν περάσουμε το κατώφλι, σταυρώσαμε πρώτα το ανώφλι της εξώπορτας και μετά ανανεώσαμε το φως της καντήλας που θα την κρατούσαμε αναμμένη όλο το χρόνο.
    Μετά, στο τραπέζι, ψάλαμε τρεις φορές το «Χριστός ανέστη», τσουγκρίσαμε τα αβγά και φάγαμε τη μαγειρίτσα. Στο σπίτι, εκτός από το γεμιστό αρνί του Πάσχα, κάνανε γαλατόπιτα, μαμαλίνγκα, μαϊντί43και πινίρ χαλβά.
  
    Εκείνη η Λαμπρή του 1912 ήταν ξεχωριστή για όλους τους Έλληνες, μια και όλοι πιστεύανε την προφητεία της διπλής Πασχαλιάς και αυτό φάνηκε ανήμερα το Πάσχα, όπου για πρώτη φορά κάψανε τονΟβριγιό, ένα ομοίωμα του Ιούδα, κάνανε λιτανεία των εικόνων και όλοι γλεντήσανε περισσότερο από κάθε άλλο Πάσχα.

    Όλο το γιορταστικό πενθήμερο, που ήμουνα στο χωριό, έτρεμε το καρύδι μου μήπως η κυρία Ροδάνθη είπε στον πατέρα μου για τις συναντήσεις με τη θεία Έλλη, όμως απ’ ό,τι φάνηκε, μάλλον δεν του μίλησε, αφού εκείνος δεν έδειξε να ξέρει τίποτε. Φυσικά και εγώ δεν του είπα ότι την είδα, γιατί εξ αιτίας αυτού ήμουν σίγουρος ότι θα με σταματούσε από το σχολείο.
    Έτσι, την Τρίτη του Πάσχα έφυγα ανακουφισμένος για την Καλλίπολη.


*Aπόσπασμα από το βιβλίο του Αντώνη Ματζάρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.